♦ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΗ – Ομηρος
Στην «Ακρη την πόλης» δεν είδαμε το περιθώριο αλλά ένα κομμάτι του ελληνικού αστικού τοπίου. Στο «Δεκαπενταύγουστο» δεν είδαμε τη μεταφυσική αλλά την αγωνία της απόδρασης από τη μοναξιά και την αλλοτρίωση. Στον «Ομηρο» δεν είδαμε μια απλή λεωφορειοπειρατεία αλλά κάτι από τις σύγχρονες Οδύσσειες εκατομμύριων ξεριζωμένων προσφύγων και παριών αυτού του κόσμου. Και στις τρεις ταινίες είδαμε την πρόθεση του καλλιτέχνη να ασχοληθεί με την αληθινή κοινωνική ζωή, με ουσιαστικά ζητήματα του καιρού του. Και αυτό είναι που κάνει τον Κ. Γιάνναρη τον πιο υπολογίσιμο σύγχρονο έλληνα σκηνοθέτη. Ο Γιάνναρης είναι από τους ελάχιστους που κατάφεραν να αποσπαστούν από την παθογένεια που χαρακτηρίζει το ελληνικό σινεμά: την κενολογία. Οπως λέει και ο ίδιος, άλλοι επιλέγουν να κάνουν ταινίες για… λουκουμάδες και άλλοι πολιτικές ταινίες.
Ο «Ομηρος», λοιπόν, είναι μια πολιτική ταινία. Προ πάντων, όμως, είναι μια θαρραλέα ταινία. Απέναντι στο ρατσισμό και την ξενοφοβία των Ελλήνων ξεδίπλωσε την πίκρα της μετανάστευσης, την παντοειδή εκμετάλλευση, τον κάθε είδους βιασμό, την αδίστακτη κρατική βία. Ο «Ομηρος» οδηγεί τις σκέψεις του θεατή στο αυτονόητο: τίποτα δεν γίνεται τυχαία και συχνά ο εγκληματίας είναι ο πιο αθώος απ’ όλους.
Σ’ όσα λυσσασμένα θ’ ακουστούν ο «Ομηρος» απαντά με τη λογική και τα γεγονότα. Και στρατεύεται με την αλήθεια. Οσο κι αν αυτό ενοχλήσει τις εφησυχασμένες συνειδήσεις. Βέβαια, ο Γιάνναρης δεν είναι ούτε ο Μάικλ Γουϊντερμπότομ, ούτε οι αδερφοί Νταρντέν. Ο «Ομηρος» κινηματογραφικά έχει τις μικρές του αδυναμίες: Ο ωμός ρεαλισμός έχει τις περισσότερες φορές αρκετή #ποίηση από μόνος του, δεν χρειάζεται επιπρόσθετη. Εχει, όμως, και πολλές αρετές: ρυθμό στο μοντάζ και τη μουσική, λιτότητα στην έκφραση, άνεση στο χειρισμό της κάμερας. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο «Ομηρος» πρέπει να κριθεί γι’ αυτό που κυρίως είναι: Μια ταινία με ταξικό πρόσημο, μια έντιμη ταινία, μια ταινία με κότσια.
Ελένη Σταματίου