Σοβιετική ταινία του 1929, γυρισμένη από δυο πρωτοπόρους κινηματογραφιστές, χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ρωσικής αβανγκάρντ που άνθισε στα χρόνια μετά την επανάσταση του 1917. Οι δυο τους ήταν μέλη της κινηματογραφικής πειραματικής ομάδας «Η φάμπρικα του εκκεντρικού ηθοποιού», της οποίας η καλλιτεχνική φόρμα από τη μια αναζητούσε νέα, οξύτερα κινηματογραφικά μέσα για να «ντύσει» τη νέα επαναστατική εποχή και από την άλλη ήταν επηρεασμένη από τον τρόπο γραφής των μεγάλων δημιουργών εκείνης της περιόδου, όπως ο Αϊζενστάιν κ.ά. Συγκεκριμένα ο Κοζίντσεφ έγραψε τη δική του μεγάλη ιστορία στο σοβιετικό κινηματογράφο με αριστουργήματα όπως η «Τριλογία του Μαξίμ» (1935-1939), «Ο Δον Κιχώτης» (1957), «Αμλετ» (1964) κ.ά., ενώ ασχολήθηκε και με το θέατρο.
«Η νέα Βαβυλώνα» αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στην Παρισινή Κομμούνα που υπήρξε η πρώτη επί της ουσίας εργατική επανάσταση. Είχε προηγηθεί ο γαλλοπρωσικός πόλεμος που κατέληξε σε ήττα των Γάλλων και όξυνε περισσότερο τις ταξικές αντιθέσεις. Οι εργαζόμενοι που αντιστέκονταν στο πολιορκημένο Παρίσι και χρηματοδότησαν οι ίδιοι τα κανόνια της υπεράσπισής του αρνήθηκαν να τα παραδώσουν στην εθνοφρουρά της προδοτικής κυβέρνησης του Θιέρσου κι έτσι στις 18 Μάρτη του 1871 ξεκίνησε η εξέγερση που κράτησε 72 μέρες και άλλαξε τη ροή της Ιστορίας. Μεγάλες αποφάσεις πάρθηκαν εκείνη την περίοδο, με σημαντικότερες την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας, το χωρισμό εκκλησίας-κράτους, την εθνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, την κατάργηση της νομικής ασυδοσίας των εργοδοτών και των προστίμων, την καθιέρωση της εκλογής και ανακλητότητας των δημοσίων υπαλλήλων, την κατάργηση της αστυνομίας, την καθιέρωση της δωρεάν παιδείας και πολλές άλλες.
Ολη αυτή η κοσμογονία σκόνταψε σε τρία βασικά λάθη της Κομμούνας: στο σεβασμό που επέδειξε στην Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας, στην επιείκεια που επέδειξε απέναντι στους πολιτικούς της αντιπάλους και στο δισταγμό της να αντεπιτεθεί στην κυβέρνηση που είχε καταφύγει στις Βερσαλλίες. Ετσι, ο Θιέρσος, με τη βοήθεια των υποτιθέμενων εχθρών του, των Πρώσων (που έσπευσαν να βοηθήσουν στην καταστολή του εργατικού ξεσηκωμού), μπόρεσε να οργανώσει τη δική του επίθεση και δυο μήνες μετά να πνίξει στο αίμα την εξέγερση, οδηγώντας στο θάνατο και τις φυλακές 100.000 Παριζιάνους.
«Η νέα Βαβυλώνα», παρότι μένει πιστή στη χρονολογική σειρά των ιστορικών γεγονότων, είναι πλημμυρισμένη από καλλιτεχνική και αφηγηματική ελευθερία και φυσικά δεν είναι καθόλου αναπαραστατική. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι ουσιαστικά προσχηματικοί και αντιπροσωπευτικοί των τάξεων της γαλλικής κοινωνίας, που εμπλέκονται σε άγρια διαπάλη μεταξύ τους. «Η νέα Βαβυλώνα», ένα πολυτελές πολυκατάστημα της εποχής, αντικατοπτρίζει την παρακμή και την ασωτεία των αστών, σε αντίθεση με το μόχθο της εργατικής τάξης στα πλυσταριά και άλλους χώρους δουλειάς. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα και δυνατές από κάθε άποψη σκηνές τονίζουν την κεντρική ιδέα και την εξέλιξη των γεγονότων, δημιουργώντας ένα αξιόλογο αποτέλεσμα από πολιτική και αισθητική σκοπιά. Ενδεχομένως το αντίστοιχο έπος του Πίτερ Γουότκινς να έχει να πει πολλά περισσότερα στο σημερινό θεατή, όμως «Η νέα Βαβυλώνα», τοποθετημένη στις συνθήκες της εποχής της, διατηρεί την ιστορική της αξία, δίνοντας ταυτόχρονα ένα ακόμα στίγμα των επιτευγμάτων της ρωσικής πρωτοπορίας που χαρακτηρίστηκε από προωθημένα και καινοτόμα εκφραστικά μέσα προκειμένου να «μιλήσει» για τη νέα επαναστατική εποχή.
Ελένη Σταματίου