Αυτά τα δύο (αμορφωσιά και αγένεια) δεν πάνε πάντοτε μαζί. Οταν, όμως, αφορούν ανθρώπους που διαχειρίζονται τον κυρίαρχο πολιτισμό, τότε κατά κανόνα (για να μη πούμε πάντοτε) πάνε μαζί.
Το «Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Jazz» διοργανώνεται εδώ και έξι χρόνια τέτοια εποχή από το Δήμο Αθηναίων στο Γκάζι, φιλοξενώντας συμμετοχές από όλες σχεδόν τις χώρες μέλη της ΕΕ. Κακώς, βέβαια, ονομάζεται ευρωπαϊκό, αφού τα όρια της Ευρώπης δεν εξαντλούνται στα όρια της Ευρωλάνδης (μάλιστα, η jazz σκηνή είναι πολύ πιο ανθηρή σε ορισμένες χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ), αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Κόσμος (κυρίως φοιτητόκοσμος) μαζεύεται πολύς κάθε χρόνο σ’ αυτή τη διοργάνωση (ο Ελληνας, ως γνωστόν, έχει ιδιαίτερη αδυναμία στο τζάμπα), η οποία από καλλιτεχνική άποψη δε λέει σπουδαία πράγματα. Αλλωστε, μεγάλο μέρος του κόσμου που μαζεύεται δε δίνει καμιά σημασία στη μουσική. Μιλάει ακατάπαυστα, χαριεντίζεται, γελάει τρανταχτά και καταναλώνει μπίρες. Το σημειώνουμε αυτό, γιατί έχει σημασία γι’ αυτά που θα πούμε παρακάτω.
Φέτος, στην 6η κατά σειρά διοργάνωση αυτού του φεστιβάλ, μια έκπληξη περίμενε τους λάτρεις της jazz. Ως συμμετοχή της Ιταλίας δηλώθηκε ο Enrico Rava με το κουϊντέτο του. Στα 67 του χρόνια ο τρομπετίστας Enrico Rava μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ένας από τους εν ζωή θρύλους της jazz. Σάρκα από τη σάρκα της μουσικής πρωτοπορίας των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70, είναι ένας από τους «πατεράδες» της ευρωπαϊκής free jazz. Νεότατος διάβηκε τον Ατλαντικό και «άραξε» στη Νέα Υόρκη, όπου συνεργάστηκε με τα περισσότερα από τα μεγάλα ονόματα της πρωτοπορίας, παίζοντας μαζί τους και ηχογραφώντας μαζί τους: Charlie Haden, Carla Bley, Cecil Taylor, Archie Shepp, Roswell Rudd, Jimmy Lyons, Rashied Ali, Marion Brown, Gato Barbieri, Steve Lacy και πολλούς άλλους.
Ο Γιώργος Χαρωνίτης, που έγραψε τα κείμενα στο φυλλάδιο που συνόδευε την εκδήλωση, τα ανέφερε όλα αυτά. Ομως, οι γραφειοκράτες του Δήμου Αθηναίων δεν κατάλαβαν τίποτα. Αγνωστα ονόματα μιας άγνωστης μουσικής. Η πρόεδρος του ΔΣ της «Τεχνόπολις» έγραψε αυτάρεσκα ότι το φεστιβάλ της αποτελεί τον «μεγαλύτερο ευρωπαϊκό θεσμό της Τζαζ μουσικής», επειδή προφανώς αγνοεί και την ιστορία του συγκεκριμένου μουσικού είδους και ορισμένα φεστιβάλ με ιστορία δεκαετιών (μεταξύ τους και αυτό της Ισταμπούλ). Που να καταλάβουν, λοιπόν, οι αμόρφωτοι γραφειοκράτες, ότι φέτος από την Ιταλία τους ερχόταν μια μεγάλη μορφή που θα έπρεπε να την τιμήσουν.
Εβαλαν τη μπάντα του Enrico Rava να παίξει Πέμπτη (και όχι Παρασκευή ή Σάββατο, που θα είχε περισσότερο κόσμο). Η ποιότητα, όμως, ξεχωρίζει και επιβάλλεται ακόμα και σε ένα κοινό που προσέρχεται κάπου χωρίς να πολυνοιάζεται για τη μουσική, αλλά κυρίως επειδή προσφέρει την ευκαιρία μιας τζάμπα εξόδου. Η μαγεία του Rava και της μπάντας του καθήλωσε το κοινό. Η διαφορά ποιότητας με τα άλλα γκρουπ ήταν αβυσσαλέα. Είχε πάει μία παρά είκοσι τη νύχτα και ο κόσμος παραληρούσε. Οταν οι μουσικοί υποκλίθηκαν και αποσύρθηκαν, ο κόσμος εξακολουθούσε να χειροκροτά και να σφυρίζει, ξανακαλώντας τους στη σκηνή. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναγίνει στα έξι χρόνια αυτού του φεστιβάλ. Ευγενείς οι μουσικοί ξαναβγήκαν στη σκηνή, διατεθειμένοι να ανταποδώσουν με ένα encore. Πλην, όμως, βρήκαν τα μικρόφωνα κλειστά! Ο Rava άνοιξε αμήχανα τα χέρια του, υποκλίθηκε και πάλι στο κοινό και αποσύρθηκε με την απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα.
Οι γραφειοκράτες θα μας πουν ότι στο πρόγραμμα αυτού του φεστιβάλ δεν περιλαμβάνονται encore, για να μη καθυστερεί η διαδοχή των γκρουπ. Μόνο που στην προκείμενη περίπτωση δεν ακολουθούσε κανένας. Τελευταίο έπαιξε το κουϊντέτο του Rava και δεν θα χαλούσε ο κόσμος αν έπαιζε 5-10 λεπτά ακόμη. Πόσο μάλλον όταν αυτό ήταν απαίτηση του κοινού, που μ’ αυτόν τον τρόπο υποκλινόταν και τιμούσε ένα μεγάλο μουσικό. Πού να καταλάβουν, όμως, οι αμόρφωτοι και αγενέστατοι γραφειοκράτες;