Bρέθηκε ο ένοχος: ο φρούραρχος της Βουλής ήταν αυτός που διέταξε τα συνεργεία του δήμου Αθηναίων να σβήσουν τα ονόματα των νεκρών στο έγκλημα των Τεμπών, που διαδηλωτές είχαν γράψει με κόκκινη μπογιά στο πλακόστρωτο μπροστά από τον άγνωστο στρατιώτη. Δεν ήταν ο πρόεδρος της Βουλής ή κάποιος παρατρεχάμενός του και προπαντός δεν ήταν ο δήμαρχος Δούκας και η αντιδήμαρχος Μπέη.
Αλλά έχει και ο φρούραρχος το ελαφρυντικό του… μη δόλου: δεν ήξερε τι ήταν γραμμένο. Νόμισε πως ήταν τα συνθήματα που συνηθίζουν να γράφουν διαδηλωτές σ’ αυτόν τον χώρο. Εδωσε, λοιπόν, διαταγή να σβηστούν, όπως γίνεται πάντα. Και τα συνεργεία του δήμου τα έσβησαν, όπως γίνεται πάντα. Μια τυπική γραφειοκρατική διαδικασία είναι και δε θα έπρεπε να περιμένουμε να διαθέτει πολιτικό αισθητήριο ένας μπατσοαξιωματικός ή ο προϊστάμενος του συνεργείου καθαριότητας του δήμου. Αλλωστε, και ο ένας και ο άλλος έχουν τοποθετηθεί σ’ αυτά τα πόστα από δεξιούς (από τον Τασούλα ο φρούραρχος, από τον Μπακογιάννη ο προϊστάμενος) και ένα από τα βασικά προσόντα τους είναι πως έχουν αλλεργία για οτιδήποτε γράφεται ή αναρτάται σε τοίχους, πεζοδρόμια και κολόνες, επειδή κατά κανόνα είναι αντικυβερνητικό.
Τι θα γινόταν αν ο φρούραρχος δεν ήταν ένας στεγνός γραφειοκράτης της καταστολής, αλλά διέθετε και λίγη πολιτική πονηριά, ώστε να απευθυνθεί στους προϊσταμένους και να τους ρωτήσει αν πρέπει να σβήσει τα ονόματα των νεκρών του εγκλήματος; Ισως να λειτουργούσε η πολιτική πονηριά κάποιου πολιτικού στελέχους της Βουλής (του Τασούλα ή κάποιου άλλου) και να του έλεγε «άσ’ τα για μερικές μέρες και τα σβήνεις μετά». Ισως πάλι όχι, γιατί υπάρχουν και η πολιτική αλαζονεία και η εδραία πεποίθηση πως ό,τι γράφεται συνιστά «ρύπανση» και «αμαύρωση της εικόνας της Αθήνας στα μάτια του ξένου επισκέπτη».
Ας μην απορρίψουμε το ενδεχόμενο να έκανε αυτή την ερώτηση ο φρούραρχος της Βουλής και να πήρε «αρμοδίως» την απάντηση «σβήσ’ τα». Και να παίρνει τώρα αυτός την ευθύνη, για να μην εκθέσει τους ευεργέτες του και αφού έχει πάρει τη διαβεβαίωση ότι δε θα έχει συνέπειες. Καριέρα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και η προστασία ισχυρών πολιτικών παραγόντων (όπως είναι ο πρόεδρος της Βουλής) είναι το καλύτερο «ατού» για την ανέλιξή τους στην ιεραρχία του μπατσοσυστήματος.
Το μόνο βέβαιο είναι πως τα ονόματα των νεκρών των Τεμπών δε θα έμεναν για καιρό εκεί. To πολύ να τα άφηναν για μερικές μέρες, να φθαρούν λίγο από τις καιρικές συνθήκες, και μετά… «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε». Η αντιδήμαρχος Ρωξάνη Μπέη, αποδεικνύοντας ότι δε διαθέτει την απαραίτητη πολιτική πόνηριά, μίλησε για ένα… απολύτως φυσιολογικό γεγονός, για μια ρουτίνα: «Ενημερώθηκα χθες και το είδα και στα social media. Γενικά τα συνεργεία καθαρισμού μετά από πορείες, και κάθε μέρα, πλένουν στο σημείο. Δεν πήγαν κάποια ειδικά συνεργεία, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Και εγώ ήμουν στην πορεία και αυτό το ζήτημα δεν το είχα δει. Ούτε είχα μιλήσει με κάποιο συνεργείο. Εκεί το συνεργείο πηγαίνει σταθερά, δεν με κάλεσαν για να με ρωτήσουν να σβήσουμε ή να μην σβήσουμε. Οι εργαζόμενοι πήγαν στο σημείο στις 23:30, την ώρα που πηγαίνουν συνήθως. Καταλαβαίνω τις αντιδράσεις, αλλά σας εξηγώ τη συνήθη πρακτική. Δεν υπήρξε κάποια άλλη ειδική επικοινωνία. Τα συνεργεία πηγαίνουν πάντα μετά από πορείες, δεν πήγαν ειδικώς»!
Μήπως τώρα, που οι φοιτητές ξανάγραψαν τα ονόματα, στη διάρκεια της χτεσινής πορείας τους, θα μείνουν; Λόγω του θορύβου που ξέσπασε, θα τα αφήσουν μερικές μέρες, θα τα μισοσβήσει η βροχή, θα τα πατήσουν «τυχαία» κάποιοι και τα συνεργεία του δήμου θα… αποκαταστήσουν την τάξη στο χώρο που μαζεύονται τουρίστες (και όχι μόνο) για να δουν τους τσολιάδες να κάνουν επίδειξη δεξιοτεχνίας.
Ηταν πολύς ο κόσμος που κατέβηκε στην απεργιακή διαδήλωση την Τετάρτη. Το έγκλημα στα Τέμπη έκλεινε ένα χρόνο και η φόρτιση ήταν μεγάλη. Ομως, αν θέλουμε να βγουν κάποιες αλήθειες στο φως (πόσω μάλλον να αποσοβηθεί η δρομολογημένη συγκάλυψη), δεν πρέπει να αφήσουμε τον (υγιή) συναισθηματισμό να κυριαρχήσει. Για παράδειγμα, ορθώς καταγγέλθηκε το σβήσιμο των ονομάτων των νεκρών, αλλά πέρασε σχεδόν στο ντούκου η χτεσινή προκλητική τοποθέτηση της Μπακογιάννη στο Open. Ακολουθώντας την τακτική του πατέρα της, που διακρινόταν για τον πιο απροκάλυπτο πολιτικό κυνισμό, ανέλαβε την υπεράσπιση του Καραμανλή του Γ’ του κούτσικου, υπερασπιζόμενη έτσι την κυβέρνηση του αδερφούκλα της.
Την ρώτησαν αν έπρεπε ο πρώην υπουργός Μεταφορών και Υποδομών να είναι υποψήφιος βουλευτής μετά την «τραγωδία των Τεμπών» και αυτή απάντησε ότι «ο κ. Καραμανλής ψηφίστηκε από τον λαό των Σερρών. Ηταν βάσανος -να συμφωνήσουμε- όταν κατεβαίνεις στον λαό. Ηταν ένας άνθρωπος ο οποίος παραιτήθηκε την ίδια ώρα. Ενας άνθρωπος συντετριμμένος, έτσι, διότι κανένας δεν μπαίνει στα παπούτσια του Καραμανλή»! Και συνέχισε ακάθεκτη: «Για μπέστε στα παπούτσια ενός ανθρώπου που προΐσταται ενός υπουργείου και καλείται να απαντήσει για τον μηχανοδηγό τάδε, ο οποίος ήταν στο τάδε μέρος. Δεν μπορεί να ξέρει για τον μηχανοδηγό, είναι αδύνατο ένας υπουργός να ξέρει»!
Την ακούς και… τρελαίνεσαι. Θα πρέπει ο ελληνικός λαός να του στήσει και άγαλμα του Καραμαλή του Γ’ του κούτσικου. Οι θρήσκοι θα πρέπει να τον ανακηρύξουν άγιο, γιατί… βασανίστηκε ο άνθρωπος. Κι αν ξανακατέβηκε στις εκλογές (επιστρατεύοντας όλη τη φαμίλια, από τον πατέρα του μέχρι τον ξάδελφο Καραμανλή Β’ τον δάμαλο), το έκανε για το καλό μας, όχι για τον εαυτό του!
Αναμφισβήτητα η Μπακογιάννη (όπως και ο Μητσοτάκης), γόνος πολιτικής δυναστείας, θέλει να τα έχει καλά με την πολιτική δυναστεία Καραμανλή. Εν πρόκειμένω, όμως, υπερασπιζόμενη με τέτοιο κυνισμό τον κούτσικο υπερασπίζεται τη ΝΔ. Υπερασπίζεται τη δρομολογημένη συγκάλυψη. Είπε όσα είπε για τον… βασανισμένο κούτσικο, που μόνον αυτός ξέρει τι τράβηξε και τι τραβάει, γι’ αυτό και… κανένας δεν μπορεί «να μπει στα παπούτσια του», και στο τέλος πέταξε ένα «ο Καραμανλής θα κριθεί από την Δικαιοσύνη», που ακούστηκε σαν χλευασμός όλων μας.
Η πολιτική εξουσία έχει δρομολογήσει τη συγκάλυψη του μαζικού εγκλήματος. Και η αστική Δικαιοσύνη, ως θεραπαινίδα της πολιτικής εξουσίας, θα βάλει την τελική σφραγίδα, όταν αρχίσει να ρίχνει το μαύρο πέπλο της η λήθη.