Για μια ακόμη φορά τρυπούν τ’ αυτιά μας οι φωνές απ΄ όλα τα αστικά κόμματα: Ψηφίστε μας για να σας σώσουμε. Ψηφίστε μας γιατί άμα είμαστε δυνατοί στη Βουλή θα υπερασπιστούμε καλύτερα τα δικαιώματά σας.
Ακόμα και τις σκόρπιες, ασυντόνιστες και σε μεγάλο βαθμό «εθιμοτυπικές» 24ωρες απεργίες, που γίνονται μια-δυο φορές το χρόνο, τις εντάσσουν στις προεκλογικές τακτικές, αναζητώντας ψήφους και όχι τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και την ταξική-αγωνιστική αφύπνισή της.
Η ίδια η εκλογική τακτική, όποιος κομματικός φορέας κι αν την προωθεί, υπονομεύει την ταξική συσπείρωση και την ταξική ανασυγκρότηση. Η εκλογική τακτική φτιάχνει απελπισμένους ψηφοφόρους και όχι αγωνιστές του ταξικού αγώνα. Γιατί η εκλογική τακτική είναι εξ ορισμού υπονομευτική, ιδιαίτερα στις συνθήκες των τελευταίων χρόνων.
Πόσα «κομμένα χέρια» πρέπει να δούμε για να καταλάβουμε ότι η ψήφος δεν έχει καμιά δύναμη; Αρκεί να πάρουμε τη μνημονιακή περίοδο, από το 2010 και μετά, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας; Τι έγιναν τα «Ζάππεια» του Σαμαρά; Υπογραφή του δεύτερου Μνημόνιου! Τι έγινε το «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο σε ένα άρθρο» του Τσίπρα; Υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου! Και αυτοί που δεν μπήκαν στις κυβερνήσεις, ενδιαφέρθηκαν και ενδιαφέρονται μόνο για την αύξηση του μίζερου κοινοβουλευτικού τους ποσοστού και όχι για τη χάραξη μιας γραμμής πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και τους πολιτικούς της υπηρέτες.
Η καλλιέργεια του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και ο προσανατολισμός σε εκδηλώσεις για το φαίνεσθαι, σκόρπισαν περισσότερη σύγχυση, περισσότερη απογοήτευση, έσπειραν την ηττοπάθεια, την παραίτηση, τη διάλυση. Αμα κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, θα τα δούμε αυτά δίπλα μας, στους χώρους δουλειάς, όπου βασιλεύει η τρομοκρατία του αφεντικού και των ρουφιάνων του, το κλείσιμο του κάθε συναδέλφου και της κάθε συναδέλφισσας στο ατομικό καβούκι, το σκύψιμο του κεφαλιού, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον συλλογικό αγώνα.
Εναλλαγή στην εναλλαγή
Οι σημερινές εκλογές διεξάγονται περίπου τέσσερα χρόνια μετά τη νίκη της ΝΔ το καλοκαίρι του 2019. Αν και -για την ακρίβεια- το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν πρώτα απ’ όλα ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα παρά νίκη του Κούλη και της ΝΔ. Μια ήττα, αποτέλεσμα της σωρείας ψεμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και της διάψευσης των προσδοκιών του ελληνικού λαού που ένιωσε ότι τους τιμωρεί έτσι με το να τους γυρίσει την πλάτη εκλογικά. Ψήφος με αρνητική χροιά. Οπως δηλαδή θα είναι και στις σημερινές εκλογές. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, χρόνια τώρα, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη στα κομματικά προγράμματα, ψηφίζει κυρίως με τη λογική του μικρότερου κακού ή με το ιδεολόγημα «να μη βγει ο άλλος». Οι σημερινές εκλογές, όπως φάνηκε καθαρά στην αδιάφορη και εντελώς υποτονική προεκλογική περίοδο, χαρακτηρίζονται, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, από αυτά τα φαινόμενα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, σαν πιστό σκυλί του κεφαλαίου, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ακολούθησε μια επιθετική αντιδραστική, αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική. Με σωρεία αντεργατικών νόμων και περαιτέρω επίθεση σε μισθούς και συντάξεις, με χτύπημα της δημόσιας Παιδείας ενισχύοντας το ρόλο του ιδιωτικού κεφαλαίου, με διάλυση του συστήματος Υγείας. Παρέμεινε πιστή στη δασοκτόνα πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αναδείχτηκε πρωταθλήτρια της μπατσοκρατίας και της καταστολής, ακολουθώντας την κλασσική δεξιά συνταγή.
Eνα σημείο που σίγουρα αξίζει να σταθεί κανείς είναι η στάση της ΝΔ στην πανδημία. Το ρεσιτάλ ανικανότητας και ψεμάτων σε συνδυασμό με τη δουλοπρέπειά της στην κεφαλαιοκρατία υπήρξε (και εξακολουθεί να είναι) απαράμιλλο. Η άρνησή της να κάνει μια πραγματική καραντίνα, προκειμένου να μη θίξει τα συμφέροντα των καπιταλιστών, οδήγησε σε περαιτέρω εξάπλωση της πανδημίας. Αφησε αθωράκιστο το ΕΣΥ για να μη δώσει λεφτά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η πολιτική της είναι εγκληματική και υπεύθυνη για τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους, που έδωσαν στη χώρα μας τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Επιπλέον, η διαρκής άνοδος των τιμών σε όλα τα βασικά (και όχι μόνο) προϊόντα και τα καύσιμα, σε συνδυασμό με την ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα, ρίχνει μέρα με τη μέρα στα τάρταρα το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και του λαού.
Μέσα σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και το σκάνδαλο των υποκλοπών που δημιούργησε τριγμούς στην κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη και σούσουρο στο ευρύτερο επιτελείο της αστικής τάξης και των αυλικών της. Στο έργο αυτό ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να τρώει τη μια σφαλιάρα μετά την άλλη, χωρίς να ξέρει από πού του έρχονται και χωρίς να μπορεί να αντιδράσει αντικρούοντας τους κατηγόρους του με σοβαρά επιχειρήματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας, από την άλλη, τόσα χρόνια τώρα στάθηκαν χαρακτηριστικά ανίκανοι στο να κάνουν μια σοβαρή αντιπολίτευση με ένα διακριτό πολιτικό πρόγραμμα που να διαφέρει έστω και λίγο από αυτό της ΝΔ. Πέρα από τα γνωστά ψέματα για φιλολαϊκά μέτρα (που κανείς πλέον δεν τα πιστεύει) και τις ευρωλιγούρικες κορόνες, τίποτα. Καμιά σοβαρή και κατασταλαγμένη πολιτική θέση για όλα τα σοβαρά ζητήματα και καμιά πολιτική μάχη δεν έδωσαν, πέρα από τις γνωστές φωνασκίες και τη λαϊκίστικη φρασεολογία.
Και βέβαια, όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να ενθαρρύνουν εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά φρόντισαν να μείνει η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία της καθηλωμένη, σε ρόλο παθητικού παρατηρητή, χωρίς να μετατρέπει την οργή σε αγωνιστική διεκδίκηση στους δρόμους, με στόχο να παρουσιάσουν σαν μόνη ρεαλιστική προοπτική την αλλαγή κυβέρνησης μέσω της ψήφου. Είναι χαρακτηριστική η ύπουλη υπονόμευση του τόσο ελπιδοφόρου κινήματος των αγωνιζόμενων καλλιτεχνών, με αιχμή του δόρατός του τους σπουδαστές των καλλιτεχνικών σχολών, που δέχτηκαν ένα βάρβαρο πλήγμα στα επαγγελματικά τους δικαιώματα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Δε θέλουν διεκδικητικά κινήματα στο δρόμο, θέλουν ανθρώπους καθηλωμένους στον καναπέ, που θα σηκωθούν απ’ αυτόν μόνο για να πάνε να τους ψηφίσουν.
Με φόντο όλα αυτά, η αστική τάξη και οι καλοθελητές της σπρώχνουν το λαό στις κάλπες. Γιατί, όπως ισχυρίζονται, μόνο μέσω των αστικών εκλογών μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Είναι πραγματικά όμως έτσι; Είναι η μόνη μας ελπίδα οι αστικές εκλογές;
Επιλογή δυνάστη
Οι αστικές εκλογές είναι μια διαδικασία εξασφάλισης εργατικής και λαϊκής συναίνεσης από την αστική τάξη. Μέσω των κοινοβουλευτικών εκλογών καλλιεργείται η αυταπάτη στις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας ότι είναι αυτές που επιλέγουν τους κυβερνήτες τους και επομένως «έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν». Η κοινοβουλευτική παράδοση είναι μακρά, έχει δημιουργήσει ρίζες, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στη φενακισμένη κοινωνική συνείδηση. «Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί δείκτη της ωριμότητας των διαφόρων τάξεων στην κατανόηση των καθηκόντων τους. Δείχνει πώς σκέπτονται οι διάφορες τάξεις να λύσουν τα προβλήματά τους. Η ίδια η επίλυση των προβλημάτων αυτών δεν κατορθώνεται με τις ψηφοφορίες, αλλά με όλες τις μορφές της ταξικής πάλης μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο», έγραφε ο Λένιν.
Είναι ζήτημα αρχής η συμμετοχή ή η αποχή από τις αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές;
Οχι δεν είναι ζήτημα αρχής. Για τους κομμουνιστές οι μάχες δίνονται παντού, ακόμη και μέσα στο στάβλο του αστικού κοινοβουλίου. Η συμμετοχή στις αστικές εκλογές συναρτάται με τις ανάγκες ανάπτυξης της ταξικής πάλης στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και κάθε φορά πρέπει να κρίνεται συγκεκριμένα. Οι κομμουνιστές ζυγίζουν πάντα τις εκάστοτε συνθήκες και αναλόγως ορίζουν την τακτική τους, μέρος της οποίας είναι η συμμετοχή ή μη στις εκλογές.
Μήπως θα έπρεπε να στηρίξουμε το λεγόμενο ΚΚΕ, που δηλώνει αντίθετο στον καπιταλισμό και στην ΕΕ και ξεκαθάρισε ότι σε κάθε περίπτωση θα παραμείνει στην αντιπολίτευση;
Το κόμμα αυτό δεν είναι καινούργιο στον πολιτικό στίβο. Δεκαετίες τώρα έχει δώσει με επιτυχία εξετάσεις στο σύστημα, λειτουργώντας ως αριστερό ανάχωμά του. Οπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, έτσι και η ψευδοεπαναστατική ρητορική δεν κάνει ένα κομμουνιστικό κόμμα. Για να μην αναφερθούμε στην ιστορική του διαδρομή από τότε που νομιμοποιήθηκε (1974) και στη βοήθεια που έδωσε στο σύστημα σε κρίσιμες στιγμές (αποκορύφωμα η συμμετοχή του σε δυο αστικές κυβερνήσεις το 1989-90), θ’ αναφερθούμε σε πιο πρόσφατα γεγονότα.
Στη στάση του κατά τη διάρκεια της νεολαιίστικης εξέγερσης τον Δεκέμβρη του 2008, όταν συντάχθηκε με τις αστικές δυνάμεις, συκοφαντώντας και ελεεινολογώντας την εξεγερμένη νεολαία, με την Παπαρήγα να δηλώνει από το βήμα της Βουλής ότι «στη λαϊκή επανάσταση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι». Στην περιφρούρηση του αστικού κοινοβουλίου που ανέλαβε τον Οκτώβρη του 2011, για να σηματοδοτήσει την εχθρότητά του με ό,τι δεν ελέγχει πολιτικά και οργανωτικά, αλλά και τον τεράστιο ρόλο που αποδίδει στο αστικό κοινοβούλιο.
Ο Περισσός είναι ένα αστικό κόμμα που έχει επιλέξει στρατόπεδο και χρησιμοποιεί μια ψευτοκομμουνιστική ρητορική για να εγκλωβίζει εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες εξασφαλίζοντας το ρόλο του στο αστικό σύστημα εξουσίας. Το κόμμα αυτό ουδεμία σχέση έχει με το παλιό επαναστατικό ΚΚΕ, το οποίο διέλυσε ο διεθνής και ο ντόπιος ρεβιζιονισμός το 1956, και στην ουσία καπηλεύεται το όνομα και την ιστορία του.
Γιατί όχι μικρότερα σχήματα της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς;
Τι ακριβώς διεκδικούν αυτά τα σχήματα με τη συμμετοχή τους στις εκλογές; Ακόμη και τα ίδια τα σχήματα δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν γιατί ακριβώς ζητούν ψήφο. Επαναλαμβάνουν εδώ και χρόνια την ίδια αγωνιστική φλυαρία, ακολουθώντας μια γραμμή ουράς έναντι των αστορεφορμιστικών δυνάμεων, με τη φιλοδοξία ότι κάποια στιγμή από εξωκοινοβουλευτικά θα γίνουν κοινοβουλευτικά. Καμιά γραμμή ρήξης με τον αστισμό ως σύνολο, θολές προγραμματικές διακηρύξεις (συχνά καθαρά ρεφορμιστικές) και ευκαιριακές συμμαχίες με μοναδικό σκοπό να μετρήσουν μερικές χιλιάδες ψήφους στο τέλος, να πανηγυρίσουν με τη μικρή αύξησή τους και να στενοχωρηθούν με τη μείωσή τους.
Μπροστά στις κάλπες
Ποιο είναι το πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να καθορίσουμε τη στάση μας μπροστά στις κάλπες;
Πώς θα υπηρετηθεί η ανάγκη της ταξικής-επαναστατικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, όχι μόνο (ούτε κυρίως) στο συνδικαλιστικό επίπεδο, αλλά στο πολιτικό επίπεδο.
Μπορεί να υπάρξει ταξική επαναστατική ανασυγκρότηση χωρίς ένα πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού;
Μπορεί να υπάρξει ταξική ανασυγκρότηση στο συνδικαλιστικό επίπεδο, στο επίπεδο που η εργατική τάξη δίνει τους αγώνες για τα άμεσα αιτήματά της, αντιμετωπίζοντας τους ασύδοτους σφετερισμούς του κεφαλαίου και το αστικό κράτος που υπερασπίζεται τα συμφέροντά του, χωρίς η πρωτοπορία της τάξης να έχει οργανωθεί πολιτικά, έτσι που να μπορεί να διαθέτει τις δυνάμεις της τάξης με σχέδιο, εξασφαλίζοντας την προοπτική του κινήματος;
Ολα τα παραπάνω, που αναφέρθηκαν εντελώς επιγραμματικά, έχουν ως προαπαιτούμενο την πλήρη, την κάθετη ρήξη με το αστικό σύστημα στο σύνολό του. Απαιτούν το τράβηγμα μιας χοντρής, κόκκινης διαχωριστικής γραμμής, ορατής σε όσο γίνεται περισσότερους εργαζόμενους και κυρίως στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Η συμμετοχή στις αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα στον αγώνα για την ταξική-επαναστατική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αλλά αντίθετα θολώνει τον ορίζοντα, καλλιεργεί συγχύσεις, ενισχύει την αντιδραστική θεωρία της χαμένης ψήφου, υπονομεύει τον αντικοινοβουλευτικό-αντικαπιταλιστικό αγώνα, ενισχύει τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, ιδιαίτερα όταν έχουμε ένα κίνημα ηττημένο, απογοητευμένο, ηττοπαθές, χωρίς στοιχειώδεις ταξικές δομές έκφρασης, έρμαιο του αστισμού και των εναλλακτικών λύσεων που αυτός παρουσιάζει, όπως ο ταχυδακτυλουργός βγάζει κουνέλια από το καπέλο του.
Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία είναι απαραίτητο να χτυπηθούν οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες, γιατί αναπτύσσονται σε συνθήκες κινηματικού κενού και με τη σειρά τους μεγαλώνουν αυτό το κενό. Ο εργαζόμενος που πιστεύει ότι αλλάζοντας κυβέρνηση θ’ αλλάξει και η αστική πολιτική και έχει βιώσει πρόσφατα απανωτές ήττες, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται την τεράστια ανεργία ως απειλή για τη δική του θέση εργασίας, πρέπει να πάρει το πιο σαφές, το πιο οξύ, το πιο χαρακτηριστικό μήνυμα ενάντια στις αυταπάτες του. Κι αυτό είναι το μήνυμα της αποχής από τις εκλογές, που εξ ορισμού λέει πως δεν μπορούμε να περιμένουμε καμιά λύση από ένα καινούργιο κοινοβούλιο και μια καινούργια κυβέρνηση. Η δραματική εμπειρία που θ’ ακολουθήσει, με τη διάψευση των αυταπατών, θα εγγράψει σε τμήμα της κοινωνικής συνείδησης κάποιες προωθητικές ιδέες.
Και τι θα γίνει με τους αγώνες για τα πιο επείγοντα εργατικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα;
Κανένα τέτοιο αίτημα δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί επειδή το έχει τάξει προεκλογικά ένα κόμμα που νίκησε και σχημάτισε κυβέρνηση. Ακόμη και κάποια ψευτομπαλώματα που μπορεί να υπάρξουν θα τα ακυρώνουν στην πράξη οι καπιταλιστές μέχρι να έρθει ο η ώρα να σαρωθούν και επίσημα, από την ίδια ή από μια επόμενη κυβέρνηση. Για να υπάρξουν κατακτήσεις (που δε θα αφορούν δα κάτι το επαναστατικό, αλλά επανακατάκτηση κάποιων δικαιωμάτων που αφαιρέθηκαν) θα πρέπει να υπάρξουν σκληροί ταξικοί αγώνες, πέρα απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα. Η εργατική τάξη πρέπει να ματώσει ακόμη και για το ψωμί και το μεροκάματο, πόσο μάλλον για την εξαθλιωμένη κοινωνική ασφάλιση.
Είναι καθήκον κάθε επαναστάτη να συνδράμει στην ανάπτυξη τέτοιων αγώνων, να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή τους όταν ξεσπούν. Ομως οι διεκδικητικοί αγώνες αναγκαστικά θα κινούνται αυτή την περίοδο στη σφαίρα του αυθόρμητου. Δεν υπάρχει εκείνη η οργανωμένη επαναστατική δύναμη που θα τους οργανώσει εξ υπαρχής, διαθέτοντας τους απαραίτητους δεσμούς με το σύνολο της τάξης.
Αν οι επαναστάτες κομμουνιστές περιοριστούν στη στήριξη του αυθόρμητου, αν διαλύονται μέσα σ’ αυτό εξαντλώντας την παρέμβασή τους σε αγωνιστικές προτάσεις, δε θα μπορέσουν ποτέ να αλλάξουν τους όρους με τους οποίους αναπτύσσονται οι διεκδικητικοί αγώνες. Καθήκον μας είναι μέσα σ’ αυτούς τους αγώνες να αντιπροσωπεύουμε το μέλλον του κινήματος, απλώνοντας τις ιδέες της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης του κομμουνισμού.
Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.
Τις δικές μας σημαίες, τις σημαίες της εργατικής τάξης, κανείς δεν μας τις χάρισε ποτέ. Αυτές οι σημαίες φτιάχτηκαν από τα πουκάμισα των προγόνων μας και χρωματίστηκαν από το αίμα τους. Μόνοι μας πρέπει να τις φτιάξουμε και πάλι, για να τις δούμε να κυματίζουν ξανά στους αγώνες για τα δικαιώματά μας μέσα στον καπιταλισμό, στους αγώνες για να εξαφανιστεί από προσώπου Γης η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ν’ ανατείλει το φως μιας κοινωνίας χωρίς κεφαλαιοκράτες και εργάτες, χωρίς αφέντες και δούλους, με τον πλούτο να αποτελεί συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνίας των ανθρώπων της δουλειάς.
Σας καλούμε σε ΑΠΟΧΗ από τις ΚΑΛΠΕΣ της απάτης.
Σε μια αποχή-δέσμευση για συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες.
Για να ξεκινήσει -επιτέλους- η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Για να μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι από το αστικό στρατόπεδο και ν’ αποκρούουμε τις επιθέσεις του, διεκδικώντας τα δικαιώματά μας, αντί να σερνόμαστε πίσω από τις πολιτικές του ηγεσίες, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.