Ο αμίμητος Αλέφαντος είχε προειδοποιήσει από την προηγούμενη προεκλογική περίοδο: «Κάντε ένα ντιμπέι. Δεν μπορείς να κάνεις εκλογές χωρίς ντιμπέι, Σαμαρά». Τσίπρας και Μεϊμαράκης τον άκουσαν και αυτή τη φορά έκαναν όχι ένα αλλά δύο «ντιμπέι», για να ‘ναι χορταστικό το θέαμα. Ενα με όλους μαζί τους αρχηγούς του κοινοβουλευτικού θιάσου και ένα με μόνες τις δύο βεντέτες.
Τα θεατρικά μπουλούκια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όταν δεν πήγαινε κόσμος στο καφενείο όπου έστηναν το πατάρι τους, έβγαιναν στην πλατεία του χωριού. Με την κιθάρα και το ακορντεόν τους και με την «ενζενί» της ομάδας να σειέται και να λυγιέται τραγουδώντας, με στόχο να κάψει καρδιές στον ανδρικό κυρίως πληθυσμό και να τον τραβήξει στην παράσταση με την ελπίδα ότι θα δει «κάτι περισσότερο». Τη δοκιμασμένη αυτή μέθοδο ακολούθησαν και τα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Αφού το κοινό μας δεν έρχεται σε μας, θα πάμε εμείς στο κοινό. Θα στήσουμε ντιμπέιτ σε απευθείας πανελλαδική μετάδοση απ’ όλα τα κανάλια, ώστε να μην έχει κανείς διέξοδο με «ζάπινγκ».
Και βέβαια, το πρώτο «ντιμπέι», που οι ίδιοι το χαρακτήρισαν «σούπα» (έτσι το είχαν στήσει) ήταν απλώς το άλλοθι (να μην παραπονιούνται οι μικροί ότι τους παραγκωνίζουν) για το δεύτερο, στο οποίο εμφανίστηκαν μόνες τους οι βεντέτες. Διότι εκεί πήγαινε το πράγμα από την αρχή. Στο στήσιμο ενός νέου δικομματισμού, ώστε αν δεν καταστεί δυνατός ο «μεγάλος συνασπισμός», να μείνει στην αντιπολίτευση ένα ισχυρό αστικό κόμμα, που θα μπορέσει ν’ αποτελέσει την εναλλακτική λύση για την επόμενη φορά, η οποία δεν πρόκειται να γίνει μετά την παρέλευση τετραετίας, αλλά πιο πριν, όπως επιβάλλει η παράδοση της μνημονιακής περιόδου.
Εκ των πραγμάτων το πολιτικό σύστημα οδηγήθηκε στην τηλεοπτική κοκορομαχία. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει άρδην από το Γενάρη του 2015. Τότε, ο Σαμαράς, με δυόμισι σκληρά μνημονιακά χρόνια στην καμπούρα του, δεν τολμούσε να σταθεί απέναντι στον Τσίπρα, με τη φρεσκάδα του νέου και άφθαρτου, που υποσχόταν ότι θα καταργήσει τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους «με ένα νόμο σε ένα άρθρο». Ακόμη και εκείνοι που δεν πίστευαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει κάτι τέτοιο, είχαν την ελπίδα (αν όχι τη βεβαιότητα) ότι θα κάνει έστω λίγα και θα αισθανθούν μια μικρή έστω ανακούφιση. Οπότε ο Σαμαράς ήταν χαμένος από χέρι.
Τώρα, όμως, ο Τσίπρας εμφανίζεται όχι με τις «πληγές από τη μάχη», όπως λέει στα μαυρογιαλούρικα παραληρήματά του, αλλά με ένα τρίτο Μνημόνιο στην καμπούρα του. Οπότε ο Μεϊμαράκης δεν έχει λόγο να τον φοβάται σ’ αυτό το επίπεδο. Προγραμματικά δεν έχουν καμιά διαφορά. Μαζί ψήφισαν το Μνημόνιο-3 και τους τρεις πρώτους εφαρμοστικούς του νόμους (δύο προκαταρκτικούς και έναν ταυτόχρονα με το Μνημόνιο), μαζί θα εφαρμόσουν όσα προβλέπει το Μνημόνιο για την επόμενη τριετία, οπότε τι να φοβηθεί; Τι έμενε; Η σύγκριση ανάμεσα στους δύο με όρους πασαρέλας.
Γι’ αυτό ο Μεϊμαράκης ξεσήκωσε φασαρία που ο τηλεσκηνοθέτης της ΕΡΤ ψήλωνε το κάδρο του Τσίπρα, δείχνοντάς τους ισοϋψείς. Του το είπε ο Καραχάλιος στο διάλειμμα, που σκέφτηκε ότι με όρους αμερικανιάς θα είναι καλό ο Βαγγέλας να φαίνεται πιο ψηλός και επιβλητικός, προκειμένου να αντισταθμίζει τη διαφορά ηλικίας που αποτελεί αβαντάζ του Τσίπρα. Γι’ αυτό ο Κουρής διατυμπανίζει από τη φυλλάδα του ότι «ο Αλέξης κερδίζει στις γυναίκες». Και μην μας πείτε να μη χρεώνουμε τον Κουρή στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να μη χρεώνεται τον Κουρή, αρκούσε μια δήλωση του Τσίπρα ενάντια στον «αυριανισμό» που εδώ και καιρό έχει τεθεί στην υπηρεσία του ΣΥΡΙΖΑ, κάνοντας τη βρόμικη δουλειά για λογαριασμό της ηγετικής ομάδας του.
Αν δεν πειστήκατε από τα παραπάνω για την αντιπαράθεση τύπου πασαρέλας ανάμεσα σε Τσίπρα και Μεϊμαράκη, που υποκαθιστούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, δώστε λίγη προσοχή στο τελευταίο τηλεοπτικό σποτ του ΣΥΡΙΖΑ, που κραυγάζει: «Στις 20 Σεπτέμβρη ψηφίζουμε πρωθυπουργό»! Ούτε κόμμα, ούτε πρόγραμμα, μόνο πρωθυπουργό. Τσίπρας ή Μεϊμαράκης είναι το τελικό διακύβευμα των εκλογών της Κυριακής, όπως διαμορφώθηκε το τελευταίο προεκλογικό δεκαήμερο.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αναλύσεις που ακολούθησαν την τηλεοπτική κοκορομαχία των δύο ασχολήθηκαν μόνο με την εικόνα τους, λες και έκριναν ένα τηλεοπτικό προϊόν. Εξέλιξη απολύτως λογική, όχι μόνο γιατί υπηρετεί τη στρατηγική της εθνικής-μνημονιακής ενότητας (με ή χωρίς κυβερνητικό «μεγάλο συνασπισμό»), αλλά και γιατί βοηθά να αναδειχτεί η προγραμματική ταύτιση των δύο κομμάτων στη γραμμή του Μνημόνιου-3 και της αποικιοκρατικής υπαγόρευσης από τους εκπροσώπους των ιμπεριαλιστών δανειστών.
Ακόμα και το επιχείρημα που προσπάθησε να αρθρώσει ο Τσίπρας, για ν’ αποφύγει το πρέσινγκ του Μεϊμαράκη για μετεκλογικό «μεγάλο συνασπισμό», ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα ήταν «παρά φύσιν», αποδομήθηκε από όλους τους σχολιαστές των αστικών ΜΜΕ με μοναδική ευκολία. Γιατί είναι «παρά φύσιν» η κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ του Μεϊμαράκη και όχι με τον ακροδεξιό Καμμένο; Το επιχείρημα μπορεί να στεκόταν την περίοδο της ψευδεπίγραφης αντιπαράθεσης μνημόνιου-αντιμνημόνιου. Τώρα που όλοι μαζί ψήφισαν το καινούργιο μνημόνιο, δεν μπορεί να σταθεί με τίποτα. Ειδικά όταν ο Καμμένος προβάλλεται ως εγγύηση του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», δηλώνοντας ότι θα εμποδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή κάποιων αστικοδημοκρατικών εκσυγχρονισμών, που δεν προσκρούουν στο Μνημόνιο.
Την Κυριακή, λοιπόν, ο ελληνικός λαός καλείται να εκλέξει μνημονιακό πρωθυπουργό. Τσίπρας ή Μεϊμαράκης είναι το δίλημμα των εκλογών. Οι μικροί μνημονιακοί σχηματισμοί θεωρούνται δεδομένοι. Αυτή η δικομματική πόλωση, όμως, στριμώχνει άγρια τους μικρούς και κάποιους τους απειλεί ακόμη και με έξωση από την επόμενη Βουλή. Τον Καμμένο πρώτα-πρώτα, που προσπαθεί να σώσει την παρτίδα με διαφημίσεις τύπου «Τζάμπο» (το διαφημιστή του προσέλαβε) και με δακρύβρεχτα σόου απόσυρσής του από την πολιτική, αν δεν μπουν στη Βουλή οι ΑΝΕΛ. Εξίσου (αν και όχι στα όρια του «μπαίνω-δεν μπαίνω») στριμώχνεται και το Ποτάμι (που δείχνει να μην έχει πλέον λόγο ύπαρξης στο αστικό πολιτικό στερέωμα), ενώ το σχήμα ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ δείχνει να τα πηγαίνει καλύτερα, καθώς το «σπρώχνουν» τα ΜΜΕ και οι κατευθυνόμενες δημοσκοπήσεις.
Στρίμωγμα, όμως, υφίστανται και ο Περισσός με τη ΛΑΕ, που ήλπιζαν να μοιραστούν κάποιες όχι ευκαταφρόνητες διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η ίδια η εκλογική λογική που τους στριμώχνει. Μια λογική που δεν αποσκοπεί σε οποιουδήποτε είδους ανατροπή, αλλά στην επιλογή του «μικρότερου κακού». Για κάποιους ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί (αυτοί που παλιά ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και μετά ΣΥΡΙΖΑ) ενδεχομένως το ψευτοδίλημμα της «δεξιάς παλινόρθωσης», που παίζει ο Τσίπρας, να αποδειχτεί ικανό να τους συγκρατήσει στη συριζαίικη εκλογική δεξαμενή, αφού έτσι κι αλλιώς σε αλλαγή δεν πιστεύουν.