Ας αφήσουμε στην άκρη τις δημοσιογραφικές παπαριές περί «αλλαγής της ατζέντας», «αλλαγής της πρωτοβουλίας», «αιφνιδιασμού του Καραμανλή από το Γιώργο» και τα λοιπά και ας αποτιμήσουμε στην ουσία τους τις τελευταίες εξελίξεις, για να βρούμε τις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις τους και το διάγραμμα των εξελίξεων.
Η βασική κινητήρια δύναμη των τελευταίων εξελίξεων είναι το φοιτητικό κίνημα. Το κίνημα των καταλήψεων. Αυτό εξανάγκασε το ΠΑΣΟΚ σε άτακτη φυγή. Το φοιτητικό κίνημα και όχι η εσωτερική αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ, η οποία ούτε φόβισε τον Γιωργάκη ούτε επιχείρησε να τον φοβήσει. Σας θυμίζουμε το ρεπορτάζ από τη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, στο φύλλο μας της 13ης Γενάρη. Βενιζέλος, Λοβέρδος και Κοσμίδης ήταν οι μόνοι που διαφώνησαν με την αναθεώρηση του άρθρου 16. Και μάλιστα, οι δύο πρώτοι δεν διαφώνησαν με την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, αλλά με την τακτική στις ψηφοφορίες. Ζήτησαν να μην ψηφίσει τώρα το ΠΑΣΟΚ μαζί με τη ΝΔ, αλλά να διαπραγματευθεί την ψήφο του στην επόμενη Βουλή, όταν η ΝΔ θα τους έχει ανάγκη για να συγκεντρώσει τις 180 ψήφους.
Ο Γιωργάκης, όπως και το προηγούμενο διάστημα, τους έγραψε κανονικότατα. Τους επέτρεψε να κρατήσουν τη διαφωνία τους και ξεκαθάρισε ότι το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει μαζί με τη ΝΔ την αναθεώρηση. Το δήλωσε ο ίδιος στα ΜΜΕ και έβαλε τον Χρυσοχοΐδη και μερικούς άλλους να το προπαγανδίζουν σε όλους τους τόνους. Οι δε διαφωνούντες στην τακτική ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να σηκώσουν τους τόνους, δεν πρόκειται να δημιουργήσουν πρόβλημα στην πλειοψηφία του κόμματός τους. Στάση συνετή για οπορτουνιστές πολιτικούς ενός κόμματος εξουσίας σε μια περίοδο εκ των πραγμάτων προεκλογική.
Εκείνη την περίοδο το φοιτητικό κίνημα μόλις ξεκινούσε το νέο κύκλο των καταλήψεων. Καραμανλής και Γιωργάκης ποντάριζαν ότι η εξεταστικολογία θα έκανε τη δουλειά της, θα δρούσε διαλυτικά, θα μετέτρεπε το κίνημα των καταλήψεων σε ένα κίνημα διαμαρτυρίας, με δυο τρεις αποσπασματικές κινητοποιήσεις σε μέρες κοινοβουλευτικών ψηφοφοριών.
Αλλωστε, σ’ αυτή την κατεύθυνση δούλευαν εκείνη την περίοδο και οι δυνάμεις του Περισσού στα πανεπιστήμια. Πίστευαν, λοιπόν, ότι θα τη βγάλουν καθαρή και θα ολοκληρώσουν συναινετικά την αναθεώρηση του άρθρου 16. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση απέκρουε προτάσεις στελεχών της ΝΔ (π.χ. Παναγιωτόπουλος) να προωθήσει πακέτο το άρθρο 16 με το νόμο-πλαίσιο. Δεν ήθελε με τίποτα να χαλάσει το κλίμα συναίνεσης.
Ομως, το κίνημα εξελίχτηκε κόντρα στις προσδοκίες τους. Οι καταλήψεις αντί να μειωθούν αυξάνονταν, η εξεταστικολογία αποκρούστηκε, το μέτωπο δυνάμωσε, οι καθηγητές ακολούθησαν με ζυμώσεις για απεργία διάρκειας. Και όλα αυτά άρχισαν να μετριούνται και στα γκάλοπ. Με διαρροές από το ΠΑΣΟΚ προς το ΚΚΕ (που είχε καταλάβει το ρεύμα και εγκατέλειψε έγκαιρα τη «ρεαλιστική» γραμμή των «κινητοποιήσεων μέσα στις εξετάσεις») και προς τον ΣΥΝ, που «έπαιζε» εξαρχής με το φοιτητικό κίνημα.
Ο Γιωργάκης, που ήταν τόσο καθησυχασμένος ώστε είχε αρχίσει τα ταξίδια στο εξωτερικό, επιδιώκοντας την προσωπική του διεθνή προβολή και αδιαφορώντας για τα εσωτερικά τεκταινόμενα, πείστηκε ότι απ’ αυτή την ιστορία μόνο ο Καραμανλής θα έβγαινε κερδισμένος. Το ΠΑΣΟΚ θα έβγαινε χαμένο και τη χασούρα θα τη χρεωνόταν ο ίδιος, ενώ ο Βενιζέλος θα έβγαινε δικαιωμένος και θα αύξανε τους πόντους του στο εσωκομματικό παιχνίδι. Αναζητούσε την αφορμή για την ηρωική έξοδο από την αναθεώρηση του άρθρου 16 και του την πρόσφεραν ο Σταύρου με τον Τραγάκη.
Φυσικά, ο Γιωργάκης δεν ήθελε με τίποτα η άτακτη φυγή να φανεί σαν τέτοια. Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση δε θα κέρδιζε τίποτα, αλλά θα έχανε, αφού η κυβερνητική προπαγάνδα -ότι υποχωρεί λόγω της εσωκομματικής πίεσης- θα ακουγόταν πειστική. Εκανε, λοιπόν, εκείνο που θα έκανε στη θέση του κάθε αστός πολιτικός. Προσπάθησε να καλύψει την υποχώρηση και να αποκτήσει πλεονεκτήματα απ’ αυτή. Και εν μέρει το πέτυχε, επιλέγοντας τη συνολική αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από την αναθεωρητική διαδικασία, την οποία συνόδευσε με την πρόταση μομφής προς την κυβέρνηση και το αίτημα -για πρώτη φορά με καθαρό τρόπο- για πρόωρες εκλογές.
Κατάφερε, με τη βοήθεια των ΜΜΕ (φιλικών και μη) να μη φανεί η υποχώρησή του ως νίκη του φοιτητικού κινήματος. Η κυβέρνηση και ο φιλικός της Τύπος δεν είχαν κανένα λόγο να τον κατηγορήσουν ότι υποχωρεί σ’ ένα κίνημα, γιατί θα τόνωναν την αυτοπεποίθηση αυτού του κινήματος. Είχαν κάθε λόγο να κατηγορήσουν τον Γιωργάκη ότι υποχώρησε στην εσωκομματική αντιπολίτευση, για να του μουτζουρώσουν το αρχηγικό προφίλ. Οσο για τον φιλοπασοκικό Τύπο, είχε κάθε λόγο να κάνει γαργάρα τον πραγματικό ρόλο της άτακτης φυγής και να μιλήσει για «κίνηση ματ» του αρχηγού.
Κατάφερε, ακόμα, ο Γιωργάκης σ’ ένα βαθμό να αιφνιδιάσει τον Καραμανλή. Να του αλλάξει τα σχέδια. Και ως προς το σχεδιασμό των εκλογών, αλλά περισσότερο ως προς την αντιμετώπιση του φοιτητικού κινήματος. Και βέβαια, να μετατρέψει τη συνταγματική αναθεώρηση, το μεγάλο καμάρι του Καραμανλή, σε μια φάρσα. Θα πρέπει να δώσει σημαντικά ανταλλάγματα η κυβέρνηση σε Περισσό και ΣΥΝ (αυτά γίνονται στο παρασκήνιο), για να μπορέσει να τους κρατήσει στη Βουλή και να έχει μια στοιχειώδη νομιμοποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Αλλιώς θα μείνει μόνη της και στην επόμενη Βουλή θα πρέπει να παζαρέψει πολύ σκληρά και να προβεί σε παραχωρήσεις έναντι του ΠΑΣΟΚ, για να μπορέσει να συγκεντρώσει 180 ψήφους για την αναθεώρηση. Αν τελικά η αναθεώρηση εξελιχτεί σε μια υπόθεση αποκλειστικά της ΝΔ, θα είναι πολύ δύσκολο για το ΠΑΣΟΚ να ψηφίσει και στην επόμενη Βουλή. Ισως γι’ αυτό εκείνος ο γραφικός Βερέμης δηλώνει πως η αναθεώρηση του άρθρου 16 τελείωσε.
Τέλος, ο Γιωργάκης κατάφερε να βελτιώσει το αρχηγικό του προφίλ, να συσπειρώσει -προσωρινά έστω- το ΠΑΣΟΚ και να ελπίζει ότι μπορεί να δώσει με αξιοπρέπεια την εκλογική μάχη, χωρίς να συντριβεί (να κερδίσει το ξέρουν όλοι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο).
Ο Καραμανλής δεν ανησύχησε, βέβαια, μη τυχόν και χάσει την ψηφοφορία. Αυτό δεν έχει γίνει ποτέ και δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει τώρα. Ηξερε ότι η προοπτική της διατήρησης της εξουσίας θα λειτουργούσε υπερσυσπειρωτικά για τη ΝΔ και αυτό φάνηκε στην αλαζονία και τον τσαμπουκά που απέπνεαν οι τοποθετήσεις των υπουργών και των υπουργήσιμων στη Βουλή. Ομως, δε μπορούσε να είναι ευχαριστημένος από την εξέλιξη κι αυτό φάνηκε στον εκνευρισμό που επέδειξε ο ίδιος προσωπικά, όσο κι αν προσπάθησε να τον κρύψει με τη ρητορική του δεινότητα.
Καταρχάς, χάνει το συναινετικό κλίμα, που τον διευκόλυνε όχι μόνο να διεκπεραιώσει την αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά και να επιλέξει με όλη του την άνεση την καταλληλότερη στιγμή για να πάει σε εκλογές. Ακόμη, δε μπορεί να είναι ευχαριστημένος με μια αναθεωρητική διαδικασία που θα τη διεκπεραιώσει μόνο το κόμμα του, με αποτέλεσμα να κρέμεται από το ΠΑΣΟΚ για να αναθεωρήσει οποιαδήποτε άρθρο του Συντάγματος στην επόμενη Βουλή.
Γνωρίζει, από την άλλη, ότι η χώρα μπήκε πλέον σε προεκλογική περίοδο και ο ίδιος θα δέχεται συνεχώς πιέσεις να τη συντομεύσει. Μολονότι υποτίθεται ότι ο ίδιος δεν τροφοδοτεί την εκλογολογία και προσπαθεί να την κλείσει (όχι και με τόσο φανατισμό, όμως), αυτή τροφοδοτείται περισσότερο από κυβερνητικά στελέχη -και μάλιστα πρωτοκλασάτα- παρά από το ΠΑΣΟΚ και το φιλικό του Τύπο. Μεϊμαράκης, Βουλγαράκης, Ντόρα, Σουφλιάς, τοποθετούνται ακόμα και τώρα δημόσια, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο ανοιχτά, υπέρ των πρόωρων εκλογών. Μέτωπα κανένας υπουργός δεν τολμά ν’ ανοίξει και το μήνυμα από το Μαξίμου είναι για διεκπεραίωση. Αντίθετα, έχουν αρχίσει σιγά-σιγά τις λεγόμενες προεκλογικές παροχές, στοχεύοντας είτε σε περιοχές είτε σε κοινωνικές ομάδες.
Γράφαμε και την προηγούμενη εβδομάδα, ότι ο προσδιορισμός του συνέδριου της ΝΔ για τις αρχές Ιούλη δε σημαίνει απολύτως τίποτα για τον εκλογικό σχεδιασμό του Καραμανλή. Είναι απλώς ένα επικοινωνιακό άλλοθι αυτή τη στιγμή.
Μπορεί κάλλιστα το συνέδριο να γίνει μετεκλογικά και να βαφτιστεί «συνέδριο της νίκης», όπως γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο μας. Η πολιτική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ότι καμιά κυβέρνηση δε μπορεί να αντέξει την πίεση για εκλογές, ειδικά όταν η ίδια έχει ανοίξει την εκλογολογία και φοβάται να ανοίξει μέτωπα. Η πίεση θα μεγαλώσει και από τις Βρυξέλλες για ζητήματα όπως το Ασφαλιστικό, που ο Καραμανλής έχει πει ότι δεν θα τα αγγίξει τώρα. Και τι θα κάνει αν η υπό την Ν. Αναλυτή επιτροπή «σοφών» θελήσει να δημοσιοποιήσει κάποιο πόρισμα για το Ασφαλιστικό, το οποίο θα ξεσηκώσει αναταραχή στους εργαζόμενους; Πόσο καιρό θα μπορέσει να πορευτεί με τόσες εκκρεμότητες ανοιχτές; Οσο για το καθεστώς της κοινοτικής επιτήρησης, νομίζουμε ότι ο σενιόρ Αλμούνια δεν θα έχει αντίρρηση να αρθεί πιο πριν από τον Ιούνη (οι πληροφορίες λένε ότι για τότε είναι κανονισμένο), προκειμένου η κυβέρνηση Καραμανλή να το χρησιμοποιήσει ως προεκλογικό όπλο στη φαρέτρα της.
Δεν μας αρέσει να κάνουμε προβλέψεις, αλλά νομίζουμε πως και ο Απρίλης και ο Μάης και ο Ιούνης έχουν την πιθανότητα να γίνουν προεκλογικοί μήνες. Ο Καραμανλής θ’ αφήσει να κατακαθήσει ο κουρνιαχτός, θα σταθμίσει τα πράγματα και θ’ αποφασίσει. Αλλωστε, έχει την άνεση ν’ αποφασίσει αυτός, γιατί είναι βέβαιο ότι το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να τον σύρει στις εκλογές.
Ολοι αυτοί οι σχεδιασμοί, όμως, μπορούν να ανατραπούν από εκείνον τον παράγοντα που δεν τον λογάριαζαν και που ήδη ανάγκασε το ΠΑΣΟΚ να βάλει την ουρά στα σκέλια και να αποσυρθεί από την αναθεωρητική διαδικασία: το φοιτητικό κίνημα. Τον περασμένο Ιούνη η κυβέρνηση στριμώχτηκε άγρια και η υπουργός Παιδείας αναγκάστηκε να αποσύρει ένα νομοσχέδιο που ήταν έτοιμη να καταθέσει στη Βουλή για ψήφιση με συνοπτικές διαδικασίες. Τώρα, η κυβέρνηση δηλώνει (διά στόματος Ρουσόπουλου, μάλιστα), ότι βρίσκεται στην τελική φάση για την κατάθεση του νομοσχέδιου. Ομως, τα κοινωνικά της ερείσματα στο συγκεκριμένο θέμα είναι εξαιρετικά αδύνατα. Κοινωνικό αυτοματισμό δεν μπορεί να αναπτύξει. Το κίνημα πήρε το δρόμο του και εσωτερική δύναμη που να το σταματήσει δεν φαίνεται να υπάρχει. Θα δοκιμάσει άραγε ο Καραμανλής να ψηφίσει ένα νόμο υπ’ αυτές τις συνθήκες; Το είχε κάνει ο θείος του το 1979 και στο τέλος αναγκάστηκε να βάλει τον ψηφισμένο νόμο 815 εκεί που όλοι γνωρίζουμε. Εν πάση περιπτώσει, το φοιτητικό κίνημα θα πει την τελευταία λέξη.
Ακόμα και τότε που το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν περισσότερο από ποτέ αποφασισμένο να ψηφίσει μαζί με τη ΝΔ την αναθεώρηση του άρθρου 16, ακόμα και τότε που ο Γιωργάκης έπαιρνε πάνω του την υπόθεση και με συνεντεύξεις του ξεκαθάριζε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να κάνει πίσω, αυτή εδώ η εφημερίδα -όπως γνωρίζουν οι τακτικοί αναγνώστες της, έγραφε πως αυτό δεν πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο. Πως δεν αποκλείεται ακόμα και την τελευταία στιγμή ο Γιωργάκης να κάνει πίσω.
Δεν το γράφουμε για να ευλογήσουμε τα γένια μας, αλλά γιατί εκείνο που έχει σημασία είναι το σκεπτικό. Η άποψη που λέει ότι τα αστικά κόμματα δεν κάνουν πίσω στις αποφάσεις τους είναι μια ηττοπαθής άποψη που ακόμα και όταν εκφέρεται χωρίς ιδιοτέλεια κάνει ζημιά στα κινήματα. Τα εμποδίζει να αποκτήσουν πίστη στις δυνάμεις τους. Τα κάνει να θεωρούν τους αγώνες χαμένη υπόθεση, αγώνα για την τιμή των όπλων και μόνο. Ομως, η Ιστορία δείχνει πως δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο. Η ταξική πάλη και οι συσχετισμοί που αυτή διαμορφώνει καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Γι’ αυτό και τα κινήματα δεν πρέπει να τρομάζουν μπροστά στο μπόι του αντίπαλου, αλλά να κοιτάζουν πώς θα ψηλώσουν τα ίδια.