Κανονικά, ο ελληνικός λαός πρέπει να πανηγυρίζει. Διότι, χάρη στη σθεναρή αντίσταση της πολιτικής ηγεσίας, η Γερμανία πήρε πίσω το σχέδιο για διορισμό ευρωπαίου επίτροπου, ο οποίος θα ελέγχει την εκτέλεση του ελληνικού προϋπολογισμού και θα μπορεί να ασκεί βέτο επί κυβερνητικών αποφάσεων για τη διάθεση κονδυλίων. Χάρη στη σθεναρή στάση του Παπαδήμου και των πολιτικών αρχηγών της συγκυβέρνησης, αντέδρασαν και άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Σαρκοζί και ο Γιούνκερ, που έκαναν δημόσιες δηλώσεις, με αποτέλεσμα το γερμανικό σχέδιο να αποσυρθεί και να μη συζητηθεί καν στη σύνοδο κορυφής της 30ής Γενάρη.
Είναι, όμως, έτσι; Υπήρξε πράγματι γερμανικό σχέδιο ή ήταν όλα ένα κόλπο της συγκυβέρνησης, για να αποπροσανατολίσει τον ελληνικό λαό; ‘Η μήπως τα πράγματα δεν πρέπει να ερμηνευτούν με τόσο απλοϊκό τρόπο; Πώς θα ερμηνεύσουμε, για παράδειγμα το γεγονός ότι ο επικεφαλής της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης, βασικού συμμάχου των Χριστιανοδημοκρατών, που στη γερμανική πολιτική βιογραφία βρίσκεται πολύ πιο δεξιά από το κόμμα της Μέρκελ, κάλεσε δημόσια (με δηλώσεις στη Welt) την καγκελαρία να είναι προσεκτική με τις προτάσεις που κάνει. Και πώς θα ερμηνεύσουμε την πολύ πιο ήπια αντίδραση του σοσιαλδημοκράτη προέδρου του ευρωκοινοβούλιου, ο οποίος υποστήριξε ότι η Γερμανία ή άλλες χώρες δεν πρέπει να δίνουν την εντύπωση ότι περιορίζεται η εθνική κυριαρχία της Ελλάδας, αλλά δεν παρέλειψε να συμπληρώσει, ότι η βοήθεια που χορηγείται στην Ελλάδα δεν είναι φιλανθρωπία και γι’ αυτό οι χώρες που την παρέχουν έχουν δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη λήψη αποφάσεων από τη δανειζόμενη χώρα;
Γερμανικό σχέδιο υπήρξε. Ακόμα και να μην παίρναμε στα σοβαρά τη δήλωση του προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, Φόλκερ Κάουντερ, που πρωτομίλησε για ορισμό ευρωπαίου επιτρόπου στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι πρόκειται για έναν νεοναζί με προβιά χριστιανοδημοκράτη, που συνηθίζει να μιλά με ιμπεριαλιστικό κυνισμό («όλη η Ευρώπη πρέπει να μιλά γερμανικά», ήταν μια από τις σχετικά πρόσφατες δηλώσεις του), υπάρχει το σχέδιο που η ίδια η γερμανική κυβέρνηση φρόντισε να διοχετεύσει στους Financial Times, δυο μέρες πριν τη σύνοδο κορυφής (το περασμένο Σάββατο). Σχέδιο που εμμέσως επιβεβαίωσαν και η Μέρκελ και ο Ρέσλερ. Σ’ αυτό το σχέδιο, λοιπόν, αναφερόταν: «Με δεδομένη την απογοητευτική συμμόρφωση μέχρι στιγμής, η Ελλάδα πρέπει να αποδεχθεί τη μεταφορά της δημοσιονομικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο για ένα χρονικό διάστημα. Θα πρέπει να οριστεί ένας επίτροπος προϋπολογισμού από το Euro-group με το καθήκον να διασφαλίσει τον έλεγχο του προϋπολογισμού. Πρέπει να έχει αρμοδιότητες: α) εφαρμογής ενός συγκεντρωτικού συστήματος αναφοράς και εποπτείας που θα καλύπτει όλες τις βασικές κατηγορίες δαπανών του ελληνικού προϋπολογισμού, β) προβολής βέτο σε αποφάσεις που δεν συμφωνούν με τους δημοσιονομικούς στόχους που έχει θέσει η τρόικα και γ) διασφάλισης της συμμόρφωσης με τους παραπάνω κανόνες που δίνουν προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του χρέους».
Αυτό το σχέδιο, όμως, έλεγε κι άλλα πράγματα, τα οποία έμειναν εκτός δημόσιας συζήτησης. Υλοποιούνται όμως κανονικότατα από την τρόικα που κάνει τις διαπραγματεύσεις για τη νέα δανειακή σύμβαση. Εισαγωγικά, το σχέδιο αναφέρει ότι, «σύμφωνα με τις πληροφορίες της τρόικας, η Ελλάδα πιθανόν έχασε ξανά τους βασικούς στόχους του προγράμματος το 2011» και γι’ αυτό «θα πρέπει να βελτιώσει σημαντικά τη συμμόρφωσή της με το πρόγραμμα στο μέλλον για να τηρήσει τις δεσμεύσεις της προς τους δανειστές, διαφορετικά η Ευρωζώνη δεν θα είναι σε θέση να εγκρίνει εγγυήσεις για το δεύτερο ελληνικό πακέτο διάσωσης». Στη συνέχεια το ξεκόβει με κατηγορηματικότητα: «Θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω και εκ των προτέρων ενέργειες για το δεύτερο πρόγραμμα. Μόνο αν και όταν εφαρμοστούν, μπορεί να ξεκινήσει το νέο πρόγραμμα». Πρόκειται για τις περιβόητες prior actions (προκαταρκτικές ενέργειες), για τις οποίες μιλά εδώ και μέρες ο Βενιζέλος και τις οποίες διαπραγματεύεται η συγκυβέρνηση με την τρόικα.
Στη συνέχεια, το γερμανικό σχέδιο βάζει τον πρώτο και βασικότερο όρο: «Η Ελλάδα πρέπει να δεσμευθεί νομικά να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στη μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους της. Η δέσμευση αυτή θα πρέπει να κατοχυρωθεί νομικά από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Τα δημόσια έσοδα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την εξυπηρέτηση του χρέους, και μόνο τα εναπομείναντα έσοδα θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των πρωτογενών δαπανών (…) Σε περίπτωση που μια μελλοντική δόση δεν εκταμιευθεί, η Ελλάδα δεν θα μπορεί να απειλήσει τους δανειστές της με χρεοστάσιο, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να αποδεχτεί περαιτέρω περικοπές των πρωτογενών δαπανών ως τη μόνη πιθανή συνέπεια της μιας μη εκταμίευσης». Και μετά αναφέρει τα περί διορισμού ευρωπαίου επιτρόπου επί του προϋπολογισμού.
Στο φως όλων αυτών των δεδομένων μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι η Μέρκελ εφάρμοσε για μια φορά ακόμη τη γνωστή διαπραγματευτική τακτική, που και άλλες φορές έχει εφαρμόσει στα ευρωενωσίτικα παζάρια. Μια τακτική που θυμίζει τη γνωστή ιστορία του Ναστρεντίν Χότζα. Ρίχνει στο τραπέζι ακόμα και εξωφρενικές απαιτήσεις, τις οποίες στο τέλος αποσύρει, για να μείνουν αυτά που από την αρχή έχει κατά νου να κερδίσει. Ταυτόχρονα –χωρίς αυτό να είναι η βασική επιδίωξη– παίζει και προπαγανδιστικά στο εσωτερικό της Γερμανίας, ικανοποιώντας το κομματικό ακροατήριο που ζητά σκληρά μέτρα για τους «τεμπέληδες του Νότου».
Τέλος, οι προτάσεις που σ’ αυτή τη φάση φαίνονται εξωφρενικές, καταγράφονται, ζυμώνονται, μένουν ως παρακαταθήκες για μια επόμενη φάση. Την γερμανική τακτική μπορούμε να τη δούμε πολύ καθαρά: πρώτα μίλησε ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών. Μετά έγινε η διαρροή του σχεδίου στους Financial Times. Προκλήθηκε σάλος σε όλη την Ευρωζώνη και μετά βγήκε η Μέρκελ και δήλωσε με γενναιοδωρία: «Νομίζω ότι με αυτές τις ευαίσθητες συζητήσεις είναι σημαντικό να φτάσουμε σε μια απόφαση στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα», υπενθυμίζοντας στη συνέχεια με νόημα, ότι η εντατική επιτήρηση της Ελλάδας συμπεριλαμβάνεται στην απόφαση της 26ης Οκτώβρη του 2010.
Ο Σόιμπλε έκλεισε, κατά κάποιο τρόπο, τη σχετική συζήτηση με μια δήλωση που έκανε την Τετάρτη: «Στο Eurogroup της Δευτέρας αποφασίσαμε με τον έλληνα ομόλογό μου, τον κ. Βενιζέλο, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να υλοποιήσει τα μέτρα που δεν έχει υλοποιήσει μέχρι τώρα, προκειμένου να λάβει ένα δεύτερο πακέτο βοήθειας».
Μένει, λοιπόν, η ουσία χωρίς τον γκαουλάιτερ. Προς το παρόν αρκεί η τρόικα, το μόνιμο γραφείο του ΔΝΤ στην Αθήνα, το αντίστοιχο γραφείο που σκοπεύει να εγκαταστήσει η Κομισιόν και η πολυάριθμη task force του Ράιχενμπαχ. Θυμίζουμε ότι η απόφαση της 26ης Οκτώβρη μιλά για μόνιμη επιτροπεία και ο Παπανδρέου τη δικαιολογούσε λέγοντας ότι είναι καλύτερο οι ελεγκτές να είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αθήνα, για να μην επαναλαμβάνεται ο ντόρος που γίνεται κάθε τρίμηνο με την έλευση της τρόικας. Ελεγε τα χαράματα της 27ης Οκτώβρη 2010, στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις Βρυξέλλες, συμφωνώντας με τη Μέρκελ: «Αυτό που είπε η κ. Μέρκελ και αυτό που λέμε εμείς δεν είναι σε αντιδιαστολή. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα ώστε να είναι καλύτερη η λειτουργία του κράτους, να πάμε σε μια αναπτυξιακή πορεία. Είναι ένα πρόγραμμα κάποιων ετών. Οι δανειστές θέλουν την επιτυχία του και εμείς το θέλουμε αυτό. Ζητήσαμε τη βοήθεια. Εμένα δεν μου αρέσει κάθε τρεις μήνες να γίνεται αυτό το σόου. Εμείς αυτό που θέλουμε είναι να βρίσκονται δίπλα μας συνέχεια (σ.σ. η τρόικα) και όταν υπάρχει πρόβλημα να το συζητάμε και να βρίσκουμε λύση. Αρα θα συμφωνήσω απολύτως εκεί με την κ. Μέρκελ».
Αυτό ακριβώς υπενθύμισε την περασμένη Δευτέρα στις Βρυξέλλες η Μέρκελ, θυμίζοντας τη σχετική παράγραφο των αποφάσεων της 26ης Οκτώβρη: «Στο πλαίσιο του νέου προγράμματος, η Επιτροπή σε συνεργασία με τους άλλους εταίρους της Τρόικας θα εγκαθιδρύσει κατά τη διάρκεια του προγράμματος επιτόπια ελεγκτική οντότητα»! Εμείς θα θυμίσουμε τι έλεγε τότε ο Σόιμπλε: «Σε αντάλλαγμα για μεγαλύτερη βοήθεια από τα κράτη-μέλη, η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει σκληρά μέτρα και να δεχθεί μια πολύ πιο στενή εποπτεία, μπορεί κανείς ακόμα να πει ότι προσωρινά θα εκχωρήσει μέρος της εθνικής της κυριαρχίας. Δεν πιστεύω ότι καμιά άλλη χώρα θα θέλει να της επιβληθούν τέτοια μέτρα, ακόμη και αν βρεθεί στην έσχατη ανάγκη».
Ας πάψουμε να τσιμπολογάμε το τυράκι, λοιπόν, και ας δούμε την ουσία, της οποίας ένας μόνο παράγοντας είναι η επιτήρηση.
Την ουσία, όπως περιγράφεται στο γερμανικό σχέδιο, θα τη δούμε ν’ αποτυπώνεται στη νέα δανειακή σύμβαση και στο νέο Μνημόνιο. Προς το παρόν, Παπαδήμος, Σαμαράς, Παπανδρέου και Καρατζαφέρης έγιναν τζάμπα μάγκες, με το δήθεν θυμό τους και την υπεράσπιση της «εθνικής αξιοπρέπειας».
Τζάμπα μάγκες έγιναν και ορισμένοι άλλοι, όπως ο Γιούνκερ, που έσπευσε να δώσει μια δημοκρατική παράσταση προσερχόμενος στις Βρυξέλλες, όταν δήλωσε: «Είμαι κατηγορηματικά αντίθετος στην ιδέα να δημιουργηθεί μια επιτροπή, η οποία θα έχει ως μόνη αποστολή (να επιβλέπει) την Ελλάδα. Αυτό είναι απαράδεκτο και για την Ελλάδα και για μένα». Οταν, βέβαια, ολοκληρώθηκε η σύνοδος κορυφής, έσπευσε να δηλώσει ότι η γερμανική πρόταση «είναι μια πρόταση που κινείται στα όρια της κοινής λογικής. Ολοι γνωρίζουν ότι το ελληνικό πρόγραμμα εξυγίανσης βγήκε εκτός πορείας και όλοι γνωρίζουν επίσης ότι απαιτούνται πιο ισχυρές πιέσεις των υπολοίπων προς την Ελλάδα, προκειμένου η χώρα να επιστρέψει στο δρόμο του τρέχοντος πρώτου προγράμματος βοήθειας». Καταλήγοντας, είπε με νόημα: «Δεν βλέπω την ανάγκη ενός επιτρόπου ειδικά για την Ελλάδα. Αλλά οι έλληνες φίλοι μας θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τελούν υπό ενισχυμένη παρακολούθηση». Τζάμπα μάγκας έγινε και ο Σαρκοζί, που προσπαθεί να κάνει επίδειξη δημοκρατικότητας, ενόψει γαλλικών εκλογών. Δήλωσε: «Καμιά χώρα δεν μπορεί να τεθεί σε κηδεμονία. Δεν θα ήταν λογικό, δημοκρατικό και αποδοτικό», χωρίς να παραλείψει να συμπληρώσει ότι «είναι φυσιολογικό να υπάρχει εποπτεία για το κάθε βήμα».
Εκείνο που πολλοί δεν έχουν καταλάβει είναι πως αυτή τη στιγμή κυβέρνηση και τρόικα δεν συζητούν το καινούργιο Μνημόνιο, αλλά ένα προ-Μνημόνιο. Αυτό που απαιτούν η ΕΕ και το ΔΝΤ προκειμένου να «ολοκληρωθεί» το πρώτο Μνημόνιο και να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για το καινούργιο. Αυτό το πακέτο θα συμφωνήσει ο Παπαδήμος με τους αρχηγούς των τριών κομμάτων της συγκυβέρνησης, για να το ολοκληρώσει ο Βενιζέλος με την τρόικα και να το παρουσιάσει τη Δευτέρα στο Eurogroup στις Βρυξέλλες.
Ποιο ακριβώς θα είναι αυτό το «πακέτο» δεν το γνωρίζουμε. Τη στιγμή που κλείνει η ύλη της «Κ» παίζεται ακόμα το παιχνίδι των «κόκκινων γραμμών» και της «σκληρής διαπραγμάτευσης». Μέχρι και ο Γιωργάκης (!) φόρεσε φυσεκλίκια και φώναξε «δεν θα περάσουν». Εγινε και εσπευσμένη συνάντηση των «κοινωνικών εταίρων», με πρόσκληση του ΣΕΒ παρακαλώ, για να διακηρύξει ότι δεν δέχεται αλλαγές στην ΕΓΣΣΕ (μείωση του κατώτερου μισθού), ούτε κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού και να καλέσει την κυβέρνηση να το τηρήσει αυτό απαρέγκλιτα στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Παρεμπιπτόντως, βέβαια, οι «κοινωνικοί εταίροι» κάλεσαν από κοινού την κυβέρνηση να υλοποιήσει μια σειρά απαιτήσεις των καπιταλιστών, μεταξύ των οποίων και η μείωση των «εργοδοτικών» ασφαλιστικών εισφορών, την οποία ζητά και η τρόικα!
Επειδή πρόκειται για παιχνίδι, σημειώστε τις δυο βεβαιότητες που υπάρχουν. Πρώτο, και τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης θα εξουσιοδοτήσουν τον Παπαδήμο να κλείσει τη συμφωνία με την τρόικα. Μπορεί να κοκορεύονται όλοι, όμως κανένας δεν πρόκειται να διασαλεύσει την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Δεύτερο, το σημερινό «πακέτο» δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή ενός νέου κύκλου, ο οποίος επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στο χτύπημα της εργατικής τάξης. Πριν περιγράψει το ζητούμενο με κυνικότητα ο Τόμσεν, στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», το είχε πει πιο κομψά ο Παπαδήμος, σε τρεις τουλάχιστον δημόσιες παρεμβάσεις του μετά την 1η του έτους: το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι οι υψηλοί μισθοί – οι μισθοί πρέπει να πέσουν σε όλα τα επίπεδα, γιατί μόνον έτσι θα μειωθεί η ανεργία.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το τι θα συμφωνηθεί τώρα και πώς θα σερβιριστεί στον ελληνικό λαό, πρέπει να θεωρούμε σίγουρο πως θα υπάρξουν και νέοι γύροι. Πλέον, όλες οι απαιτήσεις του κεφάλαιου έχουν πέσει στο τραπέζι.