Kάθε φορά που θέλουν ν' αλλάξουν την ατζέντα και να δείξουν ότι αναλαμβάνουν ιστορικών διαστάσεων πρωτοβουλίες, οι Τσιπραίοι τραβούν από το συρτάρι το χαρτί της συνταγματολογίας. Ετσι και τώρα, ενόψει της επερχόμενης τρίτης αξιολόγησης του Μνημονίου και για να έχουν κάτι να παραγεμίσουν τις σελίδες με την ομιλία του Τσίπρα στη ΔΕΘ (πέρα από το success story της οικονομίας), διέρρευσαν τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης της «δημόσιας διαβούλευσης» που έκανε η Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Τακτοποιημένα κατά θεματική ενότητα και με διάκριση ανάμεσα στο τι ζητούν οι «πολίτες» και τι ζητά η «επιστημονική κοινότητα».
Περί μπουρδολογίας πρόκειται, που δεν αξίζει να σχολιαστεί ιδιαίτερα. Πρέπει, όμως, να θυμίσουμε μια βασική αρχή που διέπει τα συντάγματα, εν αντιθέσει προς τους κοινούς νόμους. Τα συντάγματα έρχονται να δώσουν νομικό κύρος και ισχύ σε αυτά που έχουν ήδη διαμορφωθεί στη ζωή. Οταν, λοιπόν, γίνεται κουβέντα για συνταγματική κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων (που έχουν μπει επ' αόριστον στον πάγο από τη μνημονιακή πολιτική), της ενίσχυσης των απεργιακών δικαιωμάτων (που πολύ σύντομα θα φαλκιδευτούν παραπέρα, όπως έχει συμφωνηθεί με την τρόικα ως προαπαιτούμενο για την ανάληψη της επόμενης υποδόσης) και της απαγόρευσης του λοκ άουτ (που ακόμα είναι ανοιχτό σαν ζήτημα από το ΔΝΤ), καταλαβαίνετε γιατί μιλάμε για μπουρδολογία συριζαϊκής έμπνευσης.
Οπως μπουρδολογία είναι και η συζήτηση περί λαϊκού δημοψηφίσματος που θα εγκρίνει (συμβουλευτικά!) τις αναθεωρητέες διατάξεις του συντάγματος. Το θέμα είχαν ανοίξει οι ίδιοι οι Τσιπραίοι, τον Ιούλη του 2016, με δήλωση της τότε εκπροσώπου Τύπου, Ολγας Γεροβασίλη, ότι δημοψήφισμα «δεν έχει συζητηθεί, ούτε έχει αποφασιστεί, ωστόσο δεν αποκλείεται». Ο δε Κατρούγκαλος, που τοποθετήθηκε από τον Τσίπρα επικεφαλής της επιτροπής που συνέταξε την κυβερνητική πρόταση, είχε δηλώσει: «Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία και Ισλανδία έδωσαν τον λόγο στον λαό να αποφασίσει για το σύνταγμα με δημοψήφισμα. Μόνο οι δικτατορίες και οι ελίτ φοβούνται τη φωνή των πολιτών». Αν και έκτοτε δεν υπήρξαν επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις, οι Τσιπραίοι υποδαυλίζουν παρασκηνιακά τη σχετική συζήτηση, προκαλώντας πανικό στην αντιπολίτευση, που φοβάται ότι ο Τσίπρας θα προκαλέσει ένα τέτοιο δημοψήφισμα και μετά θα πάει σε εκλογές, έχοντας γυρίσει υπέρ του το κλίμα και αναγορεύοντας τη συνταγματική αναθεώρηση σε κυρίαρχο διακύβευμα.
Γι' αυτό και από την πρώτη στιγμή βγήκε μπροστά ο Βενιζέλος (μαζί με άλλους συνταγματολόγους), υποστηρίζοντας πως η διεξαγωγή ενός τέτοιου δημοψηφίσματος θα συνιστούσε συνταγματικό πραξικόπημα, γιατί το σύνταγμα προβλέπει τι είδους δημοψηφίσματα μπορούν να γίνουν και δεν είναι δυνατόν το περιεχόμενο μιας συνταγματικής αναθεώρησης να υποβιβαστεί έτσι που να χωράει στην έννοια του «κρίσιμου εθνικού ζητήματος», για το οποίο το άρθρο 44, παρ. 2 του συντάγματος προβλέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με διάταγμα του προέδρου της Δημοκρατίας, μετά από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, που παίρνεται μετά από πρόταση του υπουργικού συμβούλιου. Οταν, όμως, ένα ζήτημα υπόκειται σε ερμηνείες, κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τους Τσιπροκαμμένους να κάνουν δημοψήφισμα, βαφτίζοντας τη συνταγματική αναθεώρηση «κρίσιμο εθνικό ζήτημα». Πρακτικά, ένα τέτοιο δημοψήφισμα δε θα είχε καμιά ιδιαίτερη αξία, αφού για να αναθεωρηθεί το σύνταγμα απαιτούνται δύο διαφορετικές ψηφοφορίες, από δύο διαφορετικές Βουλές (στη μία χρειάζονται 151 και στην άλλη 180 ψήφοι για να αναθεωρηθεί μια διάταξη). Πολιτικά, όμως, ένας στριμωγμένος ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να προβεί και σε αυτόν τον τυχοδιωκτισμό, με τη φιλοδοξία ότι θα κερδίσει πολιτικά.
Γι' αυτό και ο πονηρός Βενιζέλος, από την πρώτη στιγμή που άνοιξε η σχετική φιλολογία, επικαλέστηκε τον σημερινό πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ως βουλευτής της ΝΔ, σε ανύποπτο χρόνο (το 2011 όταν κάτι αντίστοιχο έλεγε ο Γιωργάκης) είχε γράψει σε άρθρο του στην «Καθημερινή»: «Ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι είναι δυνατόν η αναθεώρηση διατάξεων του συντάγματος ν' αποτελέσει αντικείμενο προκήρυξης δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα και ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι οι αναθεωρητέες διατάξεις θα λάβουν τη μορφή “ψηφισμένου νομοσχεδίου“, το οποίο στη συνέχεια θα τεθεί σε δημοψήφισμα». Τώρα, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της πλειοψηφίας του αστικού Τύπου και προκειμένου να ξαναφρενάρει τη σχετική φιλολογία, ο Πάκης έβαλε «κύκλους της προεδρίας» να δηλώσουν ότι η θέση του για το επίμαχο ζήτημα «είναι σαφέστατη, έχει διατυπωθεί σε ανύποπτο χρόνο και παραμένει αμετάβλητη». Τι θα έκανε, αν ο Τσίπρας του πήγαινε να υπογράψει ένα διάταγμα για δημοψήφισμα; Θα αρνούνταν να το υπογράψει, προκαλώντας μείζονα πολιτική κρίση; Θα παραιτούνταν, προκαλώντας εκλογές; Απάντηση δεν περιμένουμε, φυσικά, όμως τα ερωτήματα απευθύνονται και στον Τσίπρα: θα επέλεγε να προκαλέσει μια τέτοια πολιτική κρίση; Μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα βγει κερδισμένος από κάτι τέτοιο;
Αυτή τη στιγμή, το πιθανότερο είναι να μην πάρει καν το δρόμο της Βουλής η προτεινόμενη από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνταγματική αναθεώρηση. Για λόγους πολιτικής αυτοπροστασίας τους. Διαθέτουν 153 ψήφους και είναι απίθανο να φτάσουν τις 180. Επομένως, ο κατάλογος των προς αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων μπορεί να καταρτιστεί από τη σημερινή Βουλή, όμως το περιεχόμενο της κάθε αναθεωρητέας διάταξης θα πρέπει να ψηφιστεί από την επόμενη Βουλή με 180 ψήφους. Οποια κι αν είναι η σύνθεση της επόμενης Βουλής, θα πρέπει να υπάρξει ευρύτατη συνεννόηση ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις για να γίνει πράξη ακόμα και η πιο ασήμαντη αναθεώρηση συνταγματικής διάταξης. Αν δε έχει αλλάξει η σύνθεση της επόμενης Βουλής σε βαθμό που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να συγκεντρώνουν 180 ψήφους, τότε οι Τσιπροκαμμένοι κινδυνεύουν να πάθουν μεγάλο κάζο: να ορίσουν αυτοί ποιες διατάξεις θα αναθεωρηθούν, αλλά το περιεχόμενο να το καθορίσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αφήνοντάς τους εκτός παιχνιδιού. Γιατί τότε να προχωρήσουν τώρα σε καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων με την ισχνή πλειοψηφία που διαθέτουν;
Αν πραγματικά ήθελαν να προχωρήσουν σε αναθεώρηση, τότε δε θα έκαναν όλο αυτό το καραγκιοζιλίκι της «δημόσιας διαβούλευσης» (που έχει χαρακτήρα αποκλειστικά δικής τους πολιτικής φιέστας), αλλά θα κατέθεταν μια πρόταση στη Βουλή και θα επεδίωκαν να τα βρουν με την αντιπολίτευση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της οποίας δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Ολα δείχνουν ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κινούνται με όρους κομματικής προπαγάνδας και όχι επειδή έχουν κάποια ιδιαίτερη «καούρα» να αναθεωρήσουν το σύνταγμα. Τζάμπα επίδειξη αστικού δημοκρατισμού κάνουν, σε μια προσπάθεια να δείξουν ότι είναι «αριστεροί», ότι πιστεύουν στη «λαϊκή συμμετοχή» και τα παρόμοια. Επειδή, όμως, βρισκόμαστε σε περίοδο βαθιάς πολιτικής κρίσης και έχουμε να κάνουμε με τυχοδιώκτες, εμείς δε θα αποκλείσουμε τίποτα για τη μελλοντική συμπεριφορά τους.
Ο,τι και να κάνουν, όμως, δε θα έχει καμιά σχέση με τα λαϊκά συμφέροντα ή έστω με κάποιον αστικοδημοκρατικό εκδημοκρατισμό. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι έχουν «ξεχάσει» το διαχωρισμό Εκκλησίας-κράτους και μιλούν για «επαναπροσδιορισμό». Αν επιχειρήσουν να κάνουν δημοψήφισμα, για να εξαπατήσουν τον ελληνικό λαό, αυτό θα έχει το χαρακτήρα που είχε και το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη του 2017: κάλπικο.