Τα 70χρονα από την επίσημη δυτική άποψη για την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έδωσαν το έναυσμα για μια ακόμη προσπάθεια να ξαναγραφεί η Ιστορία έτσι όπως βολεύει την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους. Ομως, οι προσπάθειες των αναθεωρητών ιστορικών θα πέσουν στο κενό, γιατί η Ιστορία δεν ξαναγράφεται, όταν έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη συνείδηση των λαών και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.
Οπως κανένας δε μπορεί να σβήσει τις εικόνες από την παρέλαση της νίκης στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας ή την εικόνα της κόκκινης σημαίας με το σφυροδρέπανο και το αστέρι να καρφώνεται στη σκεπή του Ράιχσταγκ, όπως κανένας δε μπορεί να σβήσει από το χάρτη το Στάλινγκραντ, το Λένινγκραντ, το Κουρσκ ή τα 27 εκατομμύρια σοβιετικών πολιτών που έπεσαν για να λευτερώσουν όχι μόνο τη χώρα τους αλλά ολόκληρη την Ευρώπη από τη ναζιστική πανούκλα, όπως κανένας δε μπορεί να σβήσει τα αντάρτικα κινήματα που αναπτύχθηκαν σε όλη την Ευρώπη και με ιδιαίτερη μαζικότητα στα Βαλκάνια, έχοντας εμπνευστές και πρωτομάχους τους κομμουνιστές, έτσι δε θα μπορέσουν να σβήσουν και όσα προηγήθηκαν της έκρηξης του πολέμου. Γι’ αυτό και κόβουν την Ιστορία σε φέτες, επιλέγοντας επιμέρους γεγονότα και διαστρέφοντας την αλήθεια γι’ αυτά.
Την τιμητική του τις τελευταίες μέρες είχε το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και Γερμανίας, γνωστό ως σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, από τα ονόματα των δυο υπουργών Εξωτερικών που το υπέγραψαν. Μεταφέροντας αυθαίρετα την έναρξη του πολέμου στην 1η Σεπτέμβρη 1939, όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, παρουσιάζουν το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, που υπογράφηκε 8 μέρες πριν (23 Αυγούστου 1939) ως το τελευταίο επεισόδιο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ως τον βασικό παράγοντα ενίσχυσης του Χίτλερ ώστε να ξεκινήσει τον πόλεμο.
Βολική από κάθε άποψη ερμηνεία. Πρώτο, επειδή κρύβει το αναμφισβητήτητο ιστορικό γεγονός, ότι ο ναζισμός δεν ήταν γέννημα ενός παράφρονα, αλλά πολιτική του κεφάλαιου. Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο, τεράστιο κεφάλαιο, που αναγκαστικά θα το αφήσουμε έξω απ’ αυτή τη μικρή ιστορική αναδρομή.
Δεύτερο, γιατί κρύβουν το αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ένα χρόνο πριν, με τη συμφωνία του Μονάχου και την κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας από τη Γερμανία. Στις 30 Σεπτέμβρη του 1938, οι πρωθυπουργοί της Αγγλίας Νέβιλ Τσάμπερλεν και της Γαλλίας Εντουάρντ Νταλαντιέ υπέγραψαν με τους Χίτλερ και Μουσολίνι το σύμφωνο του Μονάχου, ανάβοντας το πράσινο φως για την κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας, η οποία έγινε στις 5 Μάρτη του 1939 (αλήθεια, η κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας δεν ήταν πολεμική ενέργεια;).
Μύχιος πόθος των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ ήταν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, για να νικήσει τον «επάρατο μπολσεβικισμό». Γι’ αυτό και ακολουθούσαν την πολιτική που έγινε γνωστή ως «πολιτική του κατευνασμού», φτάνοντας μέχρι τη συμφωνία του Μονάχου, απορρίπτοντας παράλληλα όλες τις σοβιετικές προτάσεις για τριμερή συμμαχία Αγγλίας-Γαλλίας-ΕΣΣΔ ενάντια στο ναζισμό. Επ’ αυτού, αρκούν οι επισημάνσεις δυο ανθρώπων που κάθε άλλο παρά για… φιλομπολσεβικισμό μπορούν να κατηγορηθούν.
Ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Εάν ο Τσάμπερλεν απαντούσε αμέσως όταν έλαβε τη ρωσική πρόταση “ναι, ας ενωθούμε εμείς οι τρεις και ας σπάσουμε τα πλευρά του Χίτλερ”, η Βουλή θα ενέκρινε τη στάση του, ο Στάλιν θα αντιλαμβανόταν την κατάσταση και η Ιστορία μπορεί να είχε ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο. Χειρότερο πάντως δεν θα μπορούσε να είχε πάρει». Ο Σαρλ Ντε Γκολ σημειώνει γεμάτος οργή για τη γαλλική κυβέρνηση: «Τον Σεπτέμβριο (1938), ο Φίρερ, με τη συνενοχή του Λονδίνου και του Παρισιού εκτελούσε την Τσεχοσλοβακία… Η αποτύφλωση ενός καθεστώτος που έπαιζε ένα παράλογο παιχνίδι απέναντι στο Ράιχ, που ήταν έτοιμο να χιμήξει πάνω μας, η ηλιθιότητα αυτών που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν την εγκατάλειψη, δεν ήταν παρά τα σημάδια μιας εθνικής παραίτησης με βαθιές ρίζες».
Παρά ταύτα, η σοβιετική κυβέρνηση επέμεινε και μετά την κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας από τους ναζί στη σύμπηξη αντιχιτλερικής συμμαχίας. Γράφει ο αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα Τζ. Ντέιβις: «Ο Στάλιν δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στη Γαλλία ούτε στην Αγγλία και φοβάται μήπως η ΕΣΣΔ ριχτεί σ’ έναν ευρωπαϊκό πόλεμο που θα την αφήσουν να σηκώσει όλο το βάρος του… Είναι καθαρά υπέρ της ειρήνης τόσο για λόγους αρχής όσο και από οικονομικά κίνητρα. Η σοβιετική κυβέρνηση νιώθει φρίκη και αηδία για τις μεθόδους του κατευνασμού που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα και πιστεύει ότι οι επιδρομείς δεν θα λογικευτούν παρά μόνον αν τους αντιπαραταχθούν ανοιχτές στρατιωτικές συμμαχίες».
Οι Αγγλογάλλοι τρενάρουν τις διαπραγματεύσεις και στέλνουν στη Μόσχα αντιπροσωπείες της πλάκας (χαμηλού επιπέδου), που δεν έχουν καμιά εξουσιοδότηση να κλείσουν συμμαχίες. «Η βρετανική διεξαγωγή διαπραγματεύσεων ήταν τόσο αργή και άτολμη, ώστε να οδηγήσει σε αποτυχία», γράφει ο αστός ιστορικός Π. Μπελ στο έργο του «Τα αίτια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη». Ετσι, η σοβιετική ηγεσία αναγκάζεται να υπογράψει το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία, σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο για να οργανώσει την άμυνά της. Ηταν μια καθαρά αμυντική πράξη, η οποία επιβλήθηκε στην ΕΣΣΔ. Η μόνη επιλογή που της είχε απομείνει, όπως σημειώνει και ο Τσόρτσιλ. Ο Στάλιν και οι μπολσεβίκοι ήξεραν ότι ο Χίτλερ θα παραβίαζε το σύμφωνο μη επίθεσης, όπως και έγινε δυο χρόνια μετά. Δυο πολύτιμα για την οργάνωση της σοβιετικής άμυνας χρόνια.
Οσο για το δήθεν διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, όσοι επιδιώκουν την αναθεώρηση της Ιστορίας «ξεχνούν» κάποιες «λεπτομέρειες»: 1. Οταν στις 17 Νοέμβρη 1939 πέρασε τα σοβιετοπολωνικά σύνορα ο Κόκκινος Στρατός, η Πολωνία είχε ήδη συντριβεί και όπως δήλωσε ο Μολότοφ «η πολωνική κυβέρνηση έχει πάψει να δίνει οποιοδήποτε σημείο ζωής». 2. Ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στα εδάφη που η σοβιετική εξουσία είχε αναγκαστεί να παραδώσει με τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ το 1918!