Εγινε και γίνεται ακόμα –και σωστά– πολλή συζήτηση για το εκβιαστικό δίλημμα που έθεσε ο Παπανδρέου πριν τις εκλογές, φτάνοντας στο αισχρό σημείο να μιλήσει για πατριωτισμό και αντιπατριωτισμό. Ομως δεν ήταν μόνο ο Παπανδρέου που προσπάθησε να θέσει διλήμματα. Το ίδιο έκαναν όλα τα κόμματα και όλοι οι υποψήφιοι απέναντι σε όσους και όσες είχαν κατά νου να εκφραστούν πολιτικά μέσω της αποχής. Ιδιαίτερα το έκαναν κόμματα, οργανώσεις και υποψήφιοι που στην προμετωπίδα τους έχουν… κάτι το αριστερό. Αυτοί είναι που προσπάθησαν να απαξιώσουν την αποχή, να λοιδορήσουν προκαταβολικά όσους και όσες θα τη χρησιμοποιούσαν, να λασπώσουν μια συγκεκριμένη πολιτική συμπεριφορά, υποψιαζόμενοι μάλλον ότι η αποχή θα τους στερούσε εκλογική πελατεία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το έκαναν. Το ξαναδοκίμασαν και πριν τις ευρωεκλογές του 2009. Και τι δεν μηχανεύτηκαν. Εσχατο όπλο τους το γεγονός ότι κάποιοι χαβαλέδες τύποι της αστικής δημοσιολογίας μιλούσαν επίσης για αποχή. Αυτή τη φορά, όμως, οι χαβαλέδες απείχαν από το χαβαλέ περί αποχής. Οι εκλογές είχαν πάρει διλημματικό χαρακτήρα από τους ηγέτες του δικομματισμού («αντιμνημονιακός» ο Σαμαράς, μνημονιακός ο Παπανδρέου) και σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν σηκώνει χαβαλέ. Ετσι, το ρεκόρ αποχής (αλλά και άκυρων-λευκών) που σημειώθηκε ήταν μια αυθεντική πολιτική έκφραση οργής και αποδοκιμασίας ολόκληρου του πολιτικού συστήματος.
Γι’ αυτό και από το βράδυ των εκλογών, η πλάκα άλλαξε πλευρά. Από τον Παπανδρέου και το Σαμαρά, που δήλωσαν «προβληματισμένοι», μέχρι την Παπαρήγα, όλοι άρχισαν να γλείφουν αντί να λοιδορούν όσους απείχαν από τις κάλπες της απάτης.
«Εκαναν αποχή θέλοντας να δώσουν ένα σαφές μήνυμα καταδίκης της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ», δήλωσε η Παπαρήγα, λες και το κόμμα της εξαιρέθηκε κατά κάποιο μαγικό τρόπο από την αποδοκιμασία. «Ενα μεγάλο μέρος αποχής που σημειώθηκε, ιδιαί-τερα στο λεκανοπέδιο της Αττικής και στο Δήμο της Αθήνας, εκφράζει λαϊκή δυσαρέσκεια και καταδίκη τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, έχει σχετικά μεγαλύτερο πολιτικό βάθος σε σύγκριση με το αντίστοιχο φαινόμενο των ευρωεκλογών. Εκφράζει θετικές διεργασίες, που ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί, για απεγκλωβισμό από τα αστικά κόμματα και τη λογική της διαχείρισης της κρίσης του συστήματος», απεφάνθη η ΚΕ του Περισσού.
Ηταν αυτοί, όμως, που προεκλογικά έλεγαν ότι αποχή σημαίνει στήριξη του δικομματισμού και της αστικής εξουσίας. Οσοι κάνουν αποχή «λένε στην κυβέρνηση, στα άλλα αστικά κόμματα και στο κεφάλαιο “συνεχίστε να κάνετε ό,τι κάνετε, εμείς δεν αντιδρούμε”. Η αποχή είναι, τελικά, συναίνεση», έγραφε προεκλογικά ο «Ριζοσπάστης». Γλείφοντας τώρα όσους και όσες απείχαν, ευελπιστούν να κάνουν κάποιους απ’ αυτούς ψηφοφόρους τους την επόμενη φορά. Δεν εξη- γούν, όμως, γιατί είναι προτιμότερο να ψηφίσουμε αυτούς παρά να κάνουμε αποχή; Ποια η διαφορά από την άποψη των λαϊκών και εργατικών αγώνων, την ανάπτυξη των οποίων υποτίθεται ότι επιθυμούν; Πώς γίνεται να δείχνουν τόσο «ανοιχτοί» απέναντι στην αποχή, αλλά την ίδια στιγμή να λένε σε όλο τον κόσμο πως οι αγώνες μπορούν να γίνουν μόνο μέσα στο δικό τους κομματικό μαντρί;
Η αποχή ήταν μια έκφραση οργής απέναντι στη βαρβαρότητα του συστήματος. Με διαφορετικές βαθμίδες συνειδητοποίησης και πολιτικής προδιάθεσης. Ηταν η ενδεδειγμένη στάση σ’ αυτές τις συνθήκες. Οσοι δηλώνουν αντικαπιταλιστές και προτίμησαν να ψα- ρεύουν ψήφους βρέθηκαν σε απόσταση (τουλάχιστον) απ’ όλον αυτό τον κόσμο. Ομως, η αποχή ήδη τέλειωσε. Ζητούμενο πλέον είναι η «συμμετοχή» στους αγώνες. Και μέγα ζητούμενο είναι η ανεξάρτητη πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, για να πάψει να είναι μια πολιτικά άμορφη μάζα, που άγεται και φέρεται από τα αστικά κόμματα.