Ηταν μια μουντή κρύα μέρα το περασμένο Σάββατο στα Χανιά. Λες και θρηνούσε ακόμα και η φύση για το θάνατο του Κωστή Νικηφοράκη. Του «Κωστή» όπως τον ήξεραν και τον φώναζαν όλοι. Εκατοντάδες είναι οι Κωστήδες στα Χανιά, ένας όμως ήταν «ο Κωστής». Ο άνθρωπος στον οποίο κανείς δε μπορούσε να πει όχι. Γιατί ο ίδιος δεν είχε πει ποτέ όχι, όταν του ζητούνταν να περιθάλψει αρρώστους, να βοηθήσει κατατρεγμένους, να συνδράμει πρόσφυγες και μετανάστες, να ταΐσει πεινασμένους, να προωθήσει ζητήματα, να μπει μπροστά σε αγώνες. Αυτή την καθολική αναγνώριση και αποδοχή την έβλεπες στα πρωτοσέλιδα των τοπικών εφημερίδων, που μόλις είχαν κρεμαστεί στα περίπτερα όταν βγήκαμε από τη Σούδα στο κέντρο της πόλης: «Εφυγε ο αγωνιστής γιατρός». Στις μέσα σελίδες ένα ατέλειωτο κατεβατό από δηλώσεις πολιτικών παραγόντων και ψηφίσματα φορέων, που μιλούσαν για τις αρετές του εκλιπόντος και την τεράστια κοινωνική του προσφορά.
Ομως το τι πραγματικά σήμαινε ο Κωστής για τα Χανιά το είδαμε αργότερα. Οταν το φέρετρο με τη σορό του διήνυσε μερικά χιλιόμετρα μέσα στην πόλη. Από το σπίτι του (μια απλή, παλιά μονοκατοικία), στη Σπλάντζια, εκεί όπου και το έργο ζωής του Κωστή, η «Κοινωνική Παρέμβαση – Συσσίτια Σπλάντζιας», και από τη Σπλάντζια στο κοιμητήριο της πόλης. Το είδαμε στα πρόσωπα του πλήθους που συγκεντρώθηκε (πρέπει να ξεπερνούσε τα 2.000 άτομα), στα δάκρυα που χαράκωναν τα πρόσωπα, στους λυγμούς ανδρών και γυναικών καθώς για πάνω από δυο ώρες περνούσαν σε μια ατέλειωτη ουρά για να τον αποχαιρετίσουν από κοντά, στις κουβέντες στα πεζοδρόμια, όπου στήναμε αυτί. Και στο ζεστό παρατεταμένο χειροκρότημα που συνόδευε κάθε εμφάνιση της σορού του: έξω από το σπίτι του, στη Σπλάντζια όταν έφτασε και όταν αναχώρησε η πομπή, στο νεκροταφείο κατά την άφιξη και στο τέλος, όταν η σορός καταδυόταν στο μνήμα: το ύστατο χειροκρότημα και οι φωνές «αθάνατος Κωστή». Το έβλεπες και σε κάτι άλλο. Στα ελάχιστα στεφάνια που στάλθηκαν στην κηδεία. Πέντε μετρήσαμε όλα κι όλα κι αυτά μάλλον από κακό υπολογισμό στάλθηκαν. Και δεν ήταν από αρχές και φορείς. Καμιά αρχή, κανένας φορέας δεν διανοήθηκε να ξοδέψει λεφτά για στεφάνι. Δεν ξέρουμε αν τους το είχε μηνύσει ο ίδιος (μιλούσε φυσιολογικά για τον επερχόμενο θάνατο), αλλά ήταν σαν να τον έβλεπαν όλοι να τους κουνάει το δάχτυλο: «τα λεφτά να πάνε στη Σπλάντζια». Και εκεί πήγαν, όπως είδαμε από τις αποφάσεις φορέων που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο. «Για δέκα χρόνια θα τρώνε οι φτωχοί», μας είπε ένας Χανιώτης σύντροφος και πρέπει να ‘χει δίκιο.
Οι αρχές ήταν εκεί: νομάρχης, δημοτικοί και νομαρχιακοί σύμβουλοι, βουλευτές, δεσποτάδες, παπάδες, συνδικαλιστές, εκπρόσωποι όλων σχεδόν των μαζικών φορέων της πόλης. Επί δυο ώρες διαδεχόταν ο ένας τον άλλο σε μια σκυταλοδρομία επικήδειων. Πολλοί ήταν εκεί γιατί έπρεπε να είναι. Γιατί δε μπορούσαν να μην είναι. Τα λόγια τους ήταν τα τυπικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που μάλλον θόλωναν την εικόνα του νεκρού. Εξαιρούμε τον πρώην νομάρχη Γιώργο Κατσανεβάκη, που πραγματικά τίμησε το φίλο του, αναφερόμενος σε όλες τις πτυχές της δράσης του (αναφέρθηκε ακόμα και στις καταθέσεις του Κωστή στη δίκη της 17Ν), και βάδισε όλη την πορεία μέχρι το κοιμητήριο παρέα με τον Χρήστο Τσιγαρίδα. Αλλοι μας φάνηκαν ειλικρινείς, γνήσιοι, γήινοι. Κατέθεσαν τη δική τους αλήθεια, αυτό που εισέπραξαν αυτοί τόσα χρόνια από τον Κωστή. Η προσωπικότητα του Κωστή, όμως, σκιαγραφήθηκε ολόκληρη, σε όλο το μέγεθός της, στο τέλος. Με τα λόγια των φοιτητών, με τις επισημάνσεις μιας γιατρού, μαθήτριας του Κωστή, με τις ομιλίες του Γιώτη και του Γιαννόπουλου, που μολονότι ήταν κι αυτές φορτισμένες συναισθηματικά, στάθηκαν στις πολιτικές πλευρές της δράσης του Κωστή, που προσδιόρισαν και καθόρισαν την κοινωνική του δράση.
Κι ύστερα, η τελευταία διαδήλωση. Μια διαδήλωση με το πανό μπροστά (με μια από τις αγαπημένες φράσεις του Κωστή:
«Δεν χρειάζεται να κατακτήσουμε τον κόσμο. Αρκεί να τον ξαναφτιάξουμε από την αρχή»), με δεκάδες κόκκινες σημαίες ν’ ακολουθούν, με συνθήματα («Κωστή ζεις, εσύ μας οδηγείς») και τραγούδια («Pantiera rosa», «Πότε θα κάνει ξαστεριά»).
Μια πολυπληθής πομπή, εκατοντάδες άνθρωποι, διέσχισαν τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και ανηφόρισαν προς το κοιμητήριο για τον ύστατο χαιρετισμό. Ηταν η τελευταία διαδήλωση του Κωστή. Οπως θα την ήθελε. Οπως άξιζε σ’ αυτόν τον Ανθρωπο, τον αγωνιστή γιατρό, τον σκαπανέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, στον επαναστάτη κομμουνιστή, που δεν έχασε ποτέ την πίστη του στο φωτεινό αύριο της ανθρωπότητας, που δε βολεύτηκε, που ξόδεψε αφειδώλευτα ολόκληρο το «είναι» του για τη συλλογική μας υπόθεση.
«Δεν χρειάζεται να κατακτήσουμε τον κόσμο. Αρκεί να τον ξαναφτιάξουμε από την αρχή»), με δεκάδες κόκκινες σημαίες ν’ ακολουθούν, με συνθήματα («Κωστή ζεις, εσύ μας οδηγείς») και τραγούδια («Pantiera rosa», «Πότε θα κάνει ξαστεριά»).
Μια πολυπληθής πομπή, εκατοντάδες άνθρωποι, διέσχισαν τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και ανηφόρισαν προς το κοιμητήριο για τον ύστατο χαιρετισμό. Ηταν η τελευταία διαδήλωση του Κωστή. Οπως θα την ήθελε. Οπως άξιζε σ’ αυτόν τον Ανθρωπο, τον αγωνιστή γιατρό, τον σκαπανέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, στον επαναστάτη κομμουνιστή, που δεν έχασε ποτέ την πίστη του στο φωτεινό αύριο της ανθρωπότητας, που δε βολεύτηκε, που ξόδεψε αφειδώλευτα ολόκληρο το «είναι» του για τη συλλογική μας υπόθεση.