Αδάμ πεσόντος πας ανήρ ξυλεύεται! Με τα τόσα που ακούμε και διαβάζουμε τις τελευταίες μέρες λίγο ακόμα και θα μας γίνει συμπαθής ο τέως υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών με το περιποιημένο μουσάκι και το τσακίρικο μάτι. Στο ρόλο (ενός ακόμη) αποδιοπομπαίου τράγου αίρει τις αμαρτίες της αστικής πολιτικής και γίνεται θύμα μιας ακόμη ψευτοκάθαρσης. Τον αδειάζουν ακόμα και οι συνάδελφοί του στην κυβέρνηση και το κόμμα. Μας χώριζε ακόμα και πολιτιστικό χάος (!) διοχετεύουν στους δημοσιογράφους ο Αλογοσκούφης με τον Δούκα και το αναπαράγουν ακόμα και οι «πράσινες» φυλλάδες. Ετσι είναι. Αλογοσκούφης και Δούκας είναι από αστικά τζάκια. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα βόρεια προάστια της Αθήνας, σπούδασαν σε κολλέγια και πανεπιστήμια του εξωτερικού, έκαναν καλούς γάμους, ξέρουν να φερθούν σε μια δεξίωση. Ενώ ο Ρεγκούζας, οποία μπαναλιτέ. Ενας δημόσιος υπάλληλος ήταν, εφοριακός, παιδί της πιάτσας, με τους τρόπους του γραφειοκράτη συνδικαλιστή, που κατάφερε να εκμεταλλευτεί την «τρύπα» που άφησε ο (αριστοκρατικής καταγωγής) Τζιτζικώστας στη Β’ Θεσσαλονίκης και να «τρουπώσει» στη Βουλή. Πώς να πολιτευθεί ο έρμος ο Αδάμ; Με τα εργαλεία της πιάτσας. Με τα τσοντοκάναλα του Χρηστίδη, που τα βλέπει ο κοσμάκης και φέρνουν ψήφους. Ξέρεις τί είναι να παίζουν τα τσοντοκάναλα συνεχώς Αδάμ την προεκλογική περίοδο;
Ενώ ο Αλογοσκούφης δεν έχει ανάγκη τα τσοντοκάναλα και τον κάθε Χρηστίδη. Αυτός παίζει σε άλλα επίπεδα. Ρέει άφθονο το χρήμα από τους ανθρώπους της τάξης του. Εχει απευθείας γραμμή με την αφρόκρεμα της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας. Συχνάζει στα μυστικά και φανερά δείπνα στις βίλες τους (εκεί που ο Ρεγκούζας δεν μπορεί να μπει παρά μόνο από την είσοδο υπηρεσίας). Παίζει μαζί τους τένις στο «Εcali Club». Το ίδιο και ο Δούκας. Του φτάνει και μόνο ο μηχανισμός του πεθερού του (Εβερτ). Χώρια η στήριξη από τους τραπεζίτες, των οποίων θεωρείται επίλεκτο στέλεχος. Πού πας, ρε έρμε Ρεγκούζα, με τέτοιους αντιπάλους; Δεν ξέρεις πως το μυρμήγκι όταν βγάλει φτερά πέφτει και ψοφάει;
Μην κοιτάς τους Πασόκους που ξεκίνησαν από χαμηλά, όπως εσύ, και φτιάχτηκαν με βίλες, κότερα, λογαριασμούς στην Ελβετία και γαμήλιες δεξιώσεις στο «Ριτζ» των Παρισίων. Δεν είναι συγκρίσιμα τα μεγέθη, αγόρι μου. Αλλη η πολιτική παράδοση σ’ ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ και άλλες οι εποχές που φτιάχτηκαν οι Πασόκοι. Τότε η πολιτική είχε τη σχετική της αυτονομία. Τώρα είναι απλή θεραπαινίδα, διεκπεραιώτρια. Τότε υπήρχε ανάγκη να φτιαχτεί ένας δεύτερος μεγάλος πολιτικός πόλος εξουσίας. Τώρα τέτοια ανάγκη δεν υπάρχει. Επαιξες και έχασες, λοιπόν, κάτσε τώρα στην ακρούλα σου και κοίταξε πώς θα ξαναβγείς βουλευτής, γιατί δεν σε βλέπουμε και τόσο σίγουρο (κάποιες φήμες λένε ότι οι τοπικοί σου ανταγωνιστές κερδίζουν έδαφος).
Να το σοβαρέψουμε; Σοβαρά είναι και όσα προηγήθηκαν κι ας γράφτηκαν σε ευτράπελο ύφος. Εκείνο για το οποίο μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Ρεγκούζα είναι ότι πιάστηκε μαλάκας. Τον κυρίεψε η αλαζονεία της εξουσίας, δεν μέτρησε καλά τα πράγματα και την πάτησε. Εκτέθηκε, χωρίς να λογαριάζει ότι του την είχαν στημένη οι αντίπαλοί του μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Ως εκεί. Από εκεί και πέρα, δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάνουν όλοι οι αστοί πολιτικοί. Διαπλέχτηκε με καναλάρχη της εκλογικής του περιφέρειας. Επεσε, όμως, και πάνω στην περίπτωση. Πλακώθηκαν οι τσοντοκαναλάρχες μεταξύ τους, άρχισαν ο ένας να βγάζει τα άπλυτα του άλλου στη φόρα και πάνω στον καυγά την πάτησε και ο Ρεγκούζας.
Πριν κάμποσα χρόνια, ο «πολύς» Βαρδής Βαρδινογιάννης, σε συνομιλία που είχε με δημοσιογράφους, δήλωσε ότι δίνει λεφτά σε όλα τα κόμματα. Εγινε ένα σούσουρο, αλλά κανένα κόμμα δεν βγήκε να τον καταγγείλει. Πιο πρόσφατα, ο νεοεκλεγείς τότε πρόεδρος του ΣΕΒ Οδυσσέας Κυριακόπουλος έκανε μια ανάλογη δήλωση. Ξαναέγινε ένα σούσουρο και ο Κυριακόπουλος, όπως ο ίδιος δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του, διδάχτηκε ότι γι’ αυτά τα πράγματα δεν μιλάνε δημόσια. Είναι κάτι σαν τα… ιδιωτικά βίτσια, δημόσιες αρετές. Ο μακαρίτης Κ. Καραμανλής το είχε πει διαφορετικά: «Στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται».
Αυτό που τα τελευταία χρόνια άρχισαν να το ονομάζουν διαπλοκή (παλιότερα μιλούσαν απλά για διαφθορά) είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της αστικής πολιτικής. Οσο μάλιστα αυτή η πολιτική συντηρητικοποιείται τόσο πιο ασφυκτικός γίνεται ο έλεγχος των διάφορων επιχειρηματιών ή ομάδων επιχειρηματιών πάνω της. Δεν έχουμε απλά το φαινόμενο της προστασίας γενικά των συμφερόντων του συστήματος, αλλά το φαινόμενο της ιδιαίτερης προστασίας ξεχωριστών συμφερόντων. Στις ΗΠΑ αυτό από παλιά το ονομάζουν «λόμπινγκ». Δηλαδή, οι μεγάλες επιχειρήσεις, τα μονοπώλια που ελέγχουν ολόκληρους παραγωγικούς κλάδους και δραστηριοποιούνται σε πλανητικό επίπεδο, δημιουργούν στρατιές πολιτικών που ενεργούν ως υπάλληλοί τους. Στις ΗΠΑ αυτό το ζήτημα είναι λυμένο. Βλέπεις μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων να χρησιμοποιούνται ως υπουργοί και υφυπουργοί ή επικεφαλής ομοσπονδιακών οργανισμών χωρίς να υπάρχει κανένα πρόβλημα. Στην Ευρώπη η κοινοβουλευτική παράδοση είναι διαφορετική. Εδώ το «λόμπινγκ» είναι υπόγειο. Σ’ αυτό τον τομέα ρόλο σημαντικό έπαιζαν πάντοτε τα ΜΜΕ και αυτός ο ρόλος τα τελευταία χρόνια έχει αναβαθμιστεί, εξαιτίας της εξάτμισης των μαζικών πολιτικών διαδικασιών και της υποκατάστασής τους από τη διαμεσολάβηση των ΜΜΕ. Κάθε καπιταλιστικός όμιλος διαθέτει μια «δική του» ομάδα πολιτικών, μέσω της οποίας ρυθμίζει τις σχέσεις του με το πολιτικό σύστημα και προωθεί τα συμφέροντά του, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που μαίνεται και που οδηγεί σε μια ατέρμονη αλυσίδα συγκρούσεων και συμφωνιών. Κάθε καπιταλιστικός όμιλος φροντίζει το πολιτικό του «λόμπι». Χρηματοδοτεί πολιτικές καμπάνιες, φροντίζει για την ραδιοτηλεοπτική προβολή τους, πιέζει να κατακτήσουν κυβερνητικές θέσεις ή ηγετικές θέσεις στα κόμματα. Και βέβαια, όπως συμβαίνει σε κάθε χώρο, και στο χώρο του «λόμπινγκ» έχουμε αποχωρήσεις και μεταγραφές.
Αυτό πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο, γι’ αυτό και συνιστά φαρισαϊσμό να μιλάμε για τον Ρεγκούζα και τον κάθε Ρεγκούζα που δεν πρόσεξε ή του έκατσε η στραβή, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη γενική διαπλοκή και διαφθορά, που αποτελεί μόνιμο συνοδευτικό του αστικού συστήματος εξουσίας. Δεν γίνεται διαφορετικά, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αυτά που διαρρέουν και αποκαλύπτονται, σε συνθήκες πολιτικής κρίσης ή επειδή αυτό απαιτεί ο ανταγωνισμός, είναι απειροελάχιστα μπροστά σ’ αυτά που πραγματικά συμβαίνουν. Οταν θέτεις το ζήτημα, όμως, σου έχουν έτοιμη την απάντηση: Εχεις στοιχεία; Αν δεν έχεις, τότε… σπιλώνεις την τιμή του πολιτικού κόσμου (σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου).
Η ενασχόληση με τα φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς, όμως, δεν πρέπει να μας παρασύρει στην επικίνδυνη ατραπό της ηθικολογίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της αστικής πολιτικής είναι ότι είναι αστική, δηλαδή υπερασπίζεται το σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτή είναι η «υλική βάση» της. Η διαφθορά είναι το «εποικοδόμημα» ή, αλλιώς, το κερασάκι στην τούρτα.