Αυτοπαγιδευμένο στην επιλογή της Γκιουλμπεγιάζ Καραχασάν και ταλαντευόμενο ανάμεσα στους πόλους της βασικής αντίφασης που συνεπάγεται αυτή η επιλογή εμφανίζεται το ΠΑΣΟΚ, καθώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι αναδιφούν σε κείμενα και έντυπα και ανακαλύπτουν πότε μια δήλωση της κ. Καραχασάν για την ανάγκη να εκλέγεται ο μουφτής και να μη διορίζεται και πότε την υπογραφή της σε επιστολή διαμαρτυρίας προς το Ευρωκοινοβούλιο για τη μη αναγνώριση από το ελληνικό κράτος της Τουρκικής Ενωσης Θράκης.
Η ίδια η κ. Καραχασάν εξαναγκάζεται σε καθημερινές δηλώσεις εθνικοφροσύνης και σε γελοίες διαψεύσεις αυτών που είπε ή έχει υπογράψει (το τελευταίο ανέκδοτο είναι η δήλωση συνεργατών της, ότι η υπογραφή της κάτω από τη διαμαρτυρία για την Τουρκική Ενωση… υπεκλάπη), ενώ τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να πάνε την κουβέντα αλλού, προστατεύοντας την επιλογή τους, αλλά όχι τις επιλογές της ως μέλος της μειονότητας. Ετσι, γνωρίζουμε δύο Γκιουλμπεγιάζ: μία διάσημη και «επώνυμη», που όπου δει μικρόφωνο επαναλαμβάνει (πριν ακόμη ερωτηθεί) τη φράση «είμαι ελληνίδα μουσουλμάνα» και μία άγνωστη και «ανώνυμη», η οποία έχει υποστηρίξει όλα εκείνα που είναι αυτονόητα για κάθε μέλος της μειονότητας στην οποία ανήκει.
Πριν γίνει διάσημη ως επιλογή του Γιωργάκη, η κ. Καραχασάν ήταν ένα μορφωμένο μέλος της μειονότητας, που προσπαθούσε να κάνει καριέρα δικηγόρου. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να υποστηρίζει αυτά που θέλει η μειονότητα και που της αρνείται το ελληνικό κράτος. Πρώτο ανάμεσα σ’ αυτά είναι η αναγνώρισή της ως εθνικής μειονότητας, ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι παράγωγα. Για παράδειγμα, να μπορεί να εκλέγει τη θρησκευτική της ηγεσία, όπως κάθε άλλο θρησκευτικό δόγμα και να χρησιμοποιεί το εθνικό της επίθετο σε συλλόγους, σωματεία και άλλες συλλογικότητες. Αυτές οι δύο Γκιουλμπεγιάζ δε μπορεί να γίνουν μία. Είναι σαν να προσπαθείς να κάνεις γαλάκτωμα με νερό και λάδι. Οσο και να χτυπήσεις σε σέικερ, τα δυο υλικά θα ξεχωρίσουν. Ομως, για το ΠΑΣΟΚ η Καραχασάν είναι αναλώσιμο υλικό και τίποτα περισσότερο. Αναλώσιμο υλικό για να παίξει ο Γιωργάκης το παιχνίδι της «ανανέωσης» και του «προοδευτισμού» και -εκ των πραγμάτων- της «μοντέρνας» άρνησης των δικαιωμάτων της μειονότητας.
Αν η κυβερνητική πλευρά επιτίθεται χρησιμοποιώντας το παραδοσιακό εθνικιστικό οπλοστάσιο, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να αντεπιτεθεί χρησιμοποιώντας κάποιες αφηρημένες διακηρύξεις της ΕΕ περί «αυτοκαθορισμού των ατόμων που συγκροτούν τη μειονότητα». Δηλαδή, ο καθένας θα μπορεί να προσδιορίζεται όπως νομίζει, όμως ως σύνολο η μειονότητα πρέπει να αποδεχτεί ότι θα χαρακτηρίζεται ως θρησκευτική, χωρίς εθνικό προσδιορισμό. Μπορεί η Καραχασάν και όποιοι/ες άλλοι/ες να δέχονται να παίξουν σ’ αυτό το παιχνίδι, για να ικανοποιήσουν προσωπικές φιλοδοξίες, όμως η μειονότητα ως τέτοια δεν υπάρχει περίπτωση να το δεχτεί αυτό, όπως δεν το έχει δεχτεί κανένα έθνος και καμιά εθνική μειονότητα στην Ιστορία. Και είναι αυτός ο «μοντέρνος» εθνικισμός που επιτρέπει στην Αγκυρα να παίζει τα δικά της εθνικιστικά παιχνίδια.