Συνέντευξη στα «Νέα» (21. 11.05) έδωσε ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και μεταξύ των άλλων ρωτήθηκε και για τα όσα εκστομίζει ο Βασίλης Τζωρτζάτος ενάντια στον Δημήτρη Κουφοντίνα. Απαντώντας, υπερασπίστηκε τον Τζωρτζάτο και εμμέσως πλην σαφώς υιοθέτησε τα όσα συκοφαντικά και σπιλωτικά για την προσωπικότητα και το αγωνιστικό ήθος του Δ. Κουφοντίνα αυτός λέει, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος με τον Β. Τζωρτζάτο. Ετσι, το παζλ (που για μας δεν ήταν παζλ) συμπληρώθηκε.
Το ερώτημα που τέθηκε από τον Δ. Τζάθα, δημοσιογράφο που έχει αναλάβει σχεδόν εργολαβικά τη διεκπεραίωση όλων των πρακτορολογικών και λασπολογικών σεναρίων (ιδιαίτερες επιδόσεις είχε σημειώσει και με την περίπτωση του Κανά), ήταν το εξής: «Πού αποδίδετε την αντιπαράθεση που εκδηλώθηκε τελευταία ανάμεσα στους Β. Τζωρτζάτο και Δ. Κουφοντίνα; Υπάρχει περίπτωση κάποιοι να ωφεληθούν από αυτή την κατάσταση;». Ο Α. Γιωτόπουλος έδωσε μια μακροσκελή απάντηση, που ξεκίνησε από το επιχείρημα ότι «ορισμένοι καταδικάστηκαν χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο κι ότι είναι αθώοι». Κατά συνέπεια, «ο μόνος τρόπος που τους απομένει για να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους είναι να απευθυνθούν στην κοινή γνώμη». Και κατέληξε με τα εξής, που περιλαμβάνουν και το ζουμί: «Ποιοι είναι αυτοί που ωφελούνται από τη σιωπή των καταδικασθέντων και ποιοι ενοχλούνται από το σπάσιμο της σιωπής; Μήπως είναι οι εγκέφαλοι της “στημένης” απόφασης που επιχειρούν σήμερα νέα, εν κρυπτώ, καταδίκη;».
Εδώ έχουμε μια καθαρή περίπτωση στρεψοδικίας. Ετέθη ποτέ και από κανέναν ζήτημα ότι δεν πρέπει να μιλήσουν οι πολιτικοί κρατούμενοι που διακηρύσσουν την αθωότητά τους για τις άδικες καταδίκες τους; Μήπως μέχρι τώρα σιωπούσαν και με τις δηλώσεις Τζωρτζάτου έσπασαν τη σιωπή τους; Και ο Τζωρτζάτος και άλλοι έχουν μιλήσει κατ’ επανάληψη και έχουν καταγγείλει τη μεταχείρισή τους από το δικαστήριο που τους καταδίκασε. Το ίδιο έχει κάνει και το κίνημα αλληλεγγύης, που πρέπει να σημειωθεί ότι έριξε πολύ περισσότερο βάρος σ’ αυτές τις περιπτώσεις των πολιτικών κρατούμενων, καταγγέλλοντας την παραβίαση του τεκμήριου αθωότητας και τη μετατροπή του σε τεκμήριο ενοχής, όπως και τις προκλητικές δικονομικές και ουσιαστικές παραβιάσεις με τις οποίες μεθοδεύτηκε η προειλημμένη καταδικαστική απόφαση. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για το δικαίωμα και την υποχρέωσή τους να μιλήσουν δημόσια και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, προβάλλοντας τα υπερασπιστικά τους επιχειρήματα, αλλά για κάτι άλλο. Πρόκειται για τη λάσπη που ο Τζωρτζάτος πετάει ενάντια στον Κουφοντίνα.
Αυτή τη λάσπη υιοθετεί ο Α. Γιωτόπουλος και την κάνει δική του υπόθεση. Κάνει τώρα το βήμα που δεν είχε κάνει όταν ο επί 30ετία φίλος του και μάρτυρας υπεράσπισής του στη δίκη Αντώνης Βεζύρογλου είχε κάνει μια εξίσου βρόμικη επίθεση ενάντια στον Δ. Κουφοντίνα και τη 17Ν, με άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία». Τότε, μολονότι προ(σ)κλήθηκε δημόσια, ο Α. Γιωτόπουλος δεν πήρε θέση. Τώρα, με αυτόν τον έμμεσο τρόπο, «υιοθετώντας» τον Τζωρτζάτο, παίρνει θέση και για τον υπερασπιστή του Βεζύρογλου.
Και πάλι, όμως, δεν μπαίνει στην ουσία. Αφήνει τη λάσπη να παίζει το διαβρωτικό της ρόλο. Δεν προσπαθεί να μας εξηγήσει, πώς μπορεί η υπερασπιστική γραμμή του οποιουδήποτε κατηγορούμενου να περνάει μέσα από τη σπίλωση συγκατηγορουμένων του, με ανυπόστατες και αστήρικτες κατηγορίες, με λάσπη βγαλμένη από τους πιο νοσηρούς εγκεφάλους; Με ποιο τρόπο ο Κουφοντίνας πρέπει «να σπάσει τη σιωπή του», για να πάψουν να εκτοξεύουν εναντίον του λάσπη; Και γιατί θυμήθηκαν τόσο αργά να θέσουν τέτοιο ζήτημα, συνοδεύοντας το αίτημα με μια πρωτοφανή συκοφαντική εκστρατεία; Αλήθεια, αυτή η συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στον άνθρωπο που προσωποποιεί το αγωνιστικό ήθος του επαναστάτη πολιτικού κρατούμενου και υπερασπίζεται όχι μια προσωπική πολιτική διαδρομή, αλλά μια συλλογική υπόθεση, ποιους εξυπηρετεί; Θα είχε ενδιαφέρον να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα ο Α. Γιωτόπουλος κι όχι να υπεκφεύγει.
Για μας και για το κίνημα αλληλεγγύης τίποτα δεν έχει αλλάξει στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Απέναντι στην τρομοκρατική υστερία του αστικού κράτους υπερασπιστήκαμε, υπερασπιζόμαστε και θα υπερασπιστούμε όλους, τον καθένα με την υπερασπιστική του γραμμή και τη στάση που επέλεξε, φτάνει να μη συνεργάζεται με την «αντιτρομοκρατία».
Υπερασπιζόμαστε, για παράδειγμα τον Α. Γιωτόπουλο, που υποστηρίζει βάσιμα, ότι ο ίδιος διαφωνεί με τη 17Ν και την τακτική της, επειδή είχε και έχει άλλη άποψη για το ένοπλο και θεωρούσε ότι στις συνθήκες της μεταπολίτευσης το ένοπλο ήταν λάθος. Δεν είδαμε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι ήταν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που υποστηρίζει για τον εαυτό του: ένας αντιστασιακός της περιόδου της χούντας, που επέλεξε την ιδιώτευση μετά το 1974.
Και βέβαια, υπερασπιζόμαστε τον Δ. Κουφοντίνα γι’ αυτό που υπήρξε. Ενας αντάρτης πόλεων, μέλος της 17Ν, που όντας αιχμάλωτος του αστικού κράτους εξακολουθεί να μην ιδιωτεύει, αλλά να πολιτεύεται σύμφωνα με τις αρχές που καθόρισαν την ύπαρξή του.