Eπίθεση στην «Κόντρα» επεχείρησε ο συνήγορος Θ. Μαντάς. Πήρε όμως πληρωμένη απάντηση από τον Χρ. Τσάκαλο, που μίλησε εξ ονόματος όλων των φυλακισμένων μελών της ΣΠΦ. Σε ό,τι μας αφορά, πρέπει να πούμε στον κ. Μαντά, ότι η «Κόντρα» ούτε εκφοβίζεται, ούτε κάμπτεται, ούτε δέχεται υποδείξεις από άτομα όπως αυτός.
Αμέσως μετά την καθιερωμένη ανάγνωση από την πρόεδρο του τρομοδικείου Μ. Τζανακάκη των ονομάτων των κατηγορούμενων και την λήψη παρουσιών των παριστάμενων συνηγόρων υπεράσπισης, ζήτησε και πήρε το λόγο ο Θ. Μαντάς για να κάνει μια δήλωση. Στο πρώτο μέρος της δήλωσής του στράφηκε ευθέως κατά των δημοσιευμάτων της «Κ» (10η και 19η συνεδρίαση), στα οποία σχολιάζαμε και τη δική του στάση, που προκάλεσε αλγεινή εντύπωση (και όχι μόνο σε μας). Εφτασε στο σημείο να ζητήσει, εμμέσως πλην σαφώς, από την πρόεδρο του τρομοδικείου τη λήψη κατασταλτικού μέρους σε βάρος μας με την απαγόρευση της χρήσης δημοσιογραφικού κασετοφώνου που μας βοηθά να κάνουμε τη δουλειά μας και να αποδίδουμε με πιστότητα τα διαμειβόμενα στη δίκη.
Εν προκειμένω, ο συγκεκριμένος συνήγορος πιάστηκε αδιάβαστος. Θα έπρεπε να γνωρίζει, ότι οι δημοσιογράφοι του δικαστικού ρεπορτάζ που παρακολουθούν τις πολιτικές δίκες, όπως αυτή της ΣΠΦ, έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν κασετόφωνο. Δικαίωμα το οποίο έχει αναγνωριστεί με αποφάσεις των τριμελών και πενταμελών εφετείων σε όλες τις μεγάλες και ιστορικές πολιτικές δίκες (17Ν, ΕΛΑ, Επαναστατικού Αγώνα και ΣΠΦ). Αλλωστε, χρησιμοποιούμε τα κασετόφωνά μας φανερά και όχι κρυφά και στη συγκεκριμένη δίκη.
Οταν τελείωσε ο Θ. Μαντάς η πρόεδρος απλώς συνέχισε τη διαδικασία. Τότε πήρε το λόγο ο Χρήστος Τσάκαλος και ανακοίνωσε ότι θέλει να κάνει μια τοποθέτηση απ’ αφορμή τη δήλωση Μαντά. Η τοποθέτηση ήταν η εξής:
«Πριν συνεχίσετε, θέλουμε και εμείς να σχολιάσουμε την τοποθέτηση του συνηγόρου. Γιατί προκύπτουν κάποια ζητήματα. Επειδή δεν θέλουμε τίποτα να αφήνεται και να λέγεται χωρίς την κατάλληλη απάντηση από εμάς τους ίδιους, που δικαζόμαστε εδώ πέρα -μιλώ για τη ΣΠΦ- θα κάνω ένα σχολιασμό και μια μικρή τοποθέτηση.
Καταρχάς, είμαστε ενήμεροι για το δημοσίευμα αυτό, το οποίο ανέφερε ο συνήγορος. Το διαβάσαμε και εμείς οι ίδιοι και εν ολίγοις το προσυπογράφουμε. Συμφωνούμε απόλυτα για όλα αυτά που γράφει και θα εξηγήσω για ποιους λόγους συμφωνούμε.
Eμείς οι ίδιοι, έχουμε τοποθετηθεί από την πρώτη στιγμή του δικαστηρίου για το θέμα που τέθηκε ξεκάθαρα, το κατά πόσο δηλαδή κάποιες ενστάσεις που έχουν κατατεθεί εδώ πέρα είναι προσχηματικές και καθυστερούν τη διαδικασία και την απονομή της δικαιοσύνης, σύμφωνα με την άποψη του συνηγόρου. Αν και, όπως και όλα τα μέλη της ΣΠΦ, νομικοί δεν είμαστε και είναι μεγάλη μας τιμή που δεν είμαστε και επιλέξαμε να είμαστε αντάρτες πόλης, παρολαυτά οφείλουμε να σχολιάσουμε κάποια πράγματα που ακούγονται και αφορούν εμάς τους ίδιους. Κανείς δε μιλάει εδώ πέρα, χωρίς να έχει τη δική μας συναίνεση και συγκατάθεση των απόψεων υπεράσπισής μας. Υπεράσπιση σε εισαγωγικά, γιατί υπερασπιζόμαστε μόνοι μας τον εαυτό μας και απέναντι στα δικαστήρια, αλλά απέναντι και στη ζωή, αναλαμβάνοντας με αξιοπρέπεια τις ευθύνες μας.
Από κει και πέρα, υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο ζήτημα. Σ’ αυτό το δικαστήριο, αν θυμάμαι καλά στην πρώτη συνεδρίαση, βγήκαμε και ξεκάθαρα είπαμε τα εξής: Οτι εμείς οι εννιά, που έχουμε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μας στη ΣΠΦ, είμαστε οι μοναδικοί που έχουμε σχέση με τη ΣΠΦ. Απαλλάξαμε όλους τους άλλους “κατηγορούμενους“ από οποιαδήποτε ποινική και πολιτική ευθύνη σε σχέση με την οργάνωσή μας, σε σχέση με οποιαδήποτε ενέργεια που την αφορούσε -και ήταν τιμή μας- και την αφορά ακόμα, καθώς είναι ενεργή. Αρα, λοιπόν, εμείς οι ίδιοι θέσαμε ένα διαχωρισμό.
Ομως είναι αντιφατικό, όταν ένας συνήγορος υπεράσπισης βάζει και ο ίδιος αυτούς τους διαχωρισμούς. Αν θέλουν να μιλήσουν κάποιοι θα ‘ναι οι “κατηγορούμενοι“. Οταν κάποιος συνήγορος υπεράσπισης μιλάει για “αθώους“ και “ένοχους“, ξεπερνάει κάποια όρια και δεν είναι απλός συνήγορος, γίνεται δικαστής, γιατί έχει κρίνει. Οταν λοιπόν γίνεται η συγκεκριμένη αναφορά από τον δικηγόρο, ότι “κάποιοι κατηγορούμενοι βρίσκονται υπό δικαστική ομηρία και εγώ θέλω να τους παραδώσω ως πάλλευκα παιδιά στην κοινωνία“, εδώ έχουμε μια πλήρη πολιτική επίθεση στις θέσεις της ΣΠΦ. Σ’ αυτή τη δίκη δικάζεται η οργάνωση ΣΠΦ και εμείς οι ίδιοι έχουμε πει για τους άλλους “κατηγορούμενους“, που βρίσκονται εδώ πέρα, ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καμία σχέση.
Από εκεί και πέρα, λοιπόν, όσον αφορά τον δήθεν προσχηματικό τρόπο, όπως τον αποκάλεσε αυτός ο συνήγορος, με τον οποίο τέθηκαν κάποιες ενστάσεις σχετικά με τον πολιτικό χαρακτήρα της δίκης, έγιναν με τη δική μας συναίνεση. Δεν θεωρούμε, λοιπόν, ότι είναι τρόπος ή κόλπο καθυστέρησης της δίκης το να μιλάνε οι συνήγοροί μας και να λένε για συγκεκριμένα ζητήματα, είτε για την υγεία του Παναγιώτη Αργυρού, είτε για το ζήτημα των ταυτοτήτων, είτε για άλλες ενστάσεις, είτε για την πολιτική δίκη. Καταρχάς, ο ίδιος ο συνήγορος ανέφερε ότι αυτή η δίκη είναι ποινική. Αυτό αντιβαίνει σ’ αυτό που λέμε. Εμείς λέμε ότι είναι ξεκάθαρα πολιτική δίκη.
Λοιπόν, αυτό που θέλω να τονίσω είναι το εξής: Επειδή δεν μας ενδιαφέρει και δεν θέλουμε να μπούμε σε μια διαδικασία νομικών αντεγκλήσεων, γιατί μας είναι αδιάφορο, ας προσέχει ο κάθε δικηγόρος τα όριά του και τις γραμμές της υπερασπιστικής λογικής που έχει επιλέξει. Γιατί ο καθένας φέρνει μια συγκεκριμένη ευθύνη, γιατί τέτοιες δηλώσεις, εδώ πέρα, είναι ύποπτες και πολύ περίεργες. Και αν διαβάστηκε, όπως διαβάστηκε, η δήλωση του Δένδια, θα μπορούσα και εγώ να πω το εξής: Εάν κάποιος συνήγορος υπεράσπισης κάνει τοποθέτηση σε σχέση με το χρονικό πλαίσιο της δίκης, αυτό και εάν είναι αξιοπερίεργο. Ιδιαίτερα σε μια πολιτική δίκη ο χρόνος είναι ρευστός, δεν είναι ούτε αντικειμενικός ούτε υποκειμενικός. Ο χρόνος είναι αυτός που βγαίνει μέσα από τις διαδικασίες. Δεν υπάρχουν ούτε ημερολόγια, ούτε ρολόγια που τον μετρούν».
Η παρέμβαση αυτή του Χ. Τσάκαλου και ιδιαίτερα η επανάληψη της δήλωσης των εννιά μελών της ΣΠΦ,ότι απάλλαξαν τους υπόλοιπους κατηγορούμενους από κάθε ποινική και πολιτική ευθύνη σε σχέση με την οργάνωσή τους και τις ενέργειές της, ενόχλησε την πρόεδρο του τρομοδικείου. Απαντώνας στα επιχειρήματα του Χ. Τσάκαλου περί απαλλαγής των άλλων κατηγορουμένων, είπε ότι αυτοί μπορεί να τους απάλλαξαν και ότι από το δικαστήριο θα συνεκτιμηθεί αυτή η δήλωσή τους, όμως υπάρχει ένα κατηγορητήριο και το δικαστήριο οφείλει να το διερευνήσει, όπως θα διερευνήσει και το εάν υπάρχει εμπλοκή ή όχι των εννέα. Εμείς αυτή την τοποθέτηση, σε συνδυασμό με τα λεγόμενα της προέδρου και τις αποφάσεις του τρομοδικείου, τόσο στις προηγούμενες συνεδριάσεις όσο και στη σημερινή (θα αναφερθούμε στη συνέχεια σ’ αυτές),την ερμηνεύουμε ως απόδειξη του ότι το τρομοδικείο έχει πάρει τις αποφάσεις του και γι’ αυτό θέλει να «τρέξει» την ακροαματική διαδικασία.
Οπως έχουμε γράψει, στη 17η συνεδρίαση της δίκης (4 Γενάρη), ο εισαγγελέας Σ. Μπάγιας εισηγήθηκε την απόρριψη των δύο αιτημάτων της υπεράσπισης, που αφορούσαν την κατάργηση του μέτρου της κατακράτησης των ταυτοτήτων και την επίσημη τήρηση μαγνητοφωνημένων πρακτικών. Ακολούθησαν σήμερα οι αναμενόμενες δευτερολογίες των συνηγόρων υπεράσπισης
Η Α. Παπαρρούσου επεσήμανε, μεταξύ των άλλων, ότι με το αστυνομικό μέτρο της κατακράτησης των ταυτοτήτων, που είναι παράνομο, δημιουργείται ένα παράνομο αρχείο. Κάποιος μπορεί να συναγάγει την πολιτική ένταξη του υφιστάμενου την καταγραφή των στοιχείων της ταυτότητάς του και πρέπει να διερευνηθεί ποιος θα επεξεργαστεί τα στοιχεία αυτά, τόνισε. Είπε επίσης, ότι είναι θετικό όταν γίνεται η ανεπίσημη καταγραφή των πρακτικών της δίκης από τον Τύπο, διότι αυτή η καταγραφή βοηθά και τους ίδιους τους συνηγόρους.
Μόλις ολοκλήρωσε η συνήγορος, ρωτήθηκε από την πρόεδρο η Ολγα Οικονομίδου, η οποία είχε στο μεταξύ προσέλθει στην αίθουσα , εάν επιβεβαιώνει ότι ανακάλεσε τη δήλωσή της περί ανάκλησης του διορισμού των συνηγόρων της. Η Ο. Οικονομίδου το επιβεβαίωσε.
Ακολούθησε ο Θ. Μαντάς, ο οποίος επίσης κατέρριψε με αναλυτικό τρόπο τα επιχειρήματα του εισαγγελέα, υιοθέτησε τα δύο αιτήματα και προέβη σε μια σημαντική καταγγελία για γεγονός που συνέβη στην 25χρονη εντολέα του (που η Αντιτρομοκρατική συνέλαβε ως μέλος της ΣΠΦ), κατά την εξέτασή της από τον ειδικό εφέτη ανακριτή. Οπως κατήγγειλε ο συνήγορος, η εντολέας του ρωτήθηκε από τον ανακριτή, γιατί παρακολουθούσε ανελλιπώς τη δίκη για τη ΣΠΦ! Ο ανακριτής, βέβαια, -λέμε εμείς- δεν μπορούσε να γνωρίζει ποιος παρακολουθεί τη δκη. Η Αντιτρομοκρατική σέρβιρε την πληροφορία και ο ανακριτής τη θεώρησε ως στοιχείο που ενοχοποιεί κάποιον και μάλιστο σοβαρό. Γι’ αυτό και στους περιοριστικούς όρους που τέθηκαν και στην 25χρονη και στον 29χρονο περιλαμβάνεται και ο πρωτοφανής όρος να μην έρχονται σε επαφή με κατηγορούμενους στη συγκεκριμένη δίκη.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι τις παράνομες λίστες που φτιάχνει η αστυνομία στην είσοδο της δικαστικής αίθουσας των φυλακών Κορυδαλλού, τις στέλνει στην Αντιτρομοκρατική, η οποία αντλεί απ’ αυτές δεδομένα για την κατασκευή των σεναρίων της. Η συγκεκριμένη αποκάλυψη τρόμαξε το τρομοδικείο που με νύχια και με δόντια προσπάθησε να καλύψει τον ειδικό εφέτη ανακριτή.
Ο Γ. Φωτόπουλος ήταν επίσης αναλυτικός και καταιγιστικός. Αντέκρουσε τα επιχειρήματα του εισαγγελέα και είπε χαρακτηριστικά ότι δεν μπορούμε να παρακάμπτουμε τη λύση των ειδικών προβλημάτων που αναφύονται σ’ αυτή τη δίκη επικαλούμενοι τα γενικότερα προβλήματα της Δικαιοσύνης.
Ο Φρ. Ραγκούσης και οι άλλοι συνήγοροι που πήραν τον λόγο στη συνέχεια καυτηρίασαν τη στάση του ειδικού εφέτη ανακριτή και υιοθέτησαν την πρόταση της Α. Παπαρρούσου. Οι καταγγελίες των συνηγόρων ενόχλησαν την πρόεδρο του τρομοδικείου, που επαναλάμβανε συνέχεια, πως δεν έχουμε ενδείξεις ότι αξιοποιήθηκε ο κατάλογος από τρίτους, εννοώντας προφανώς και τον ειδικό εφέτη ανακριτή!
Ο συνήγορος Δ. Κατσαρής είπε, ότι αν το δικαστήριο αποφασίσει την τήρηση μαγνητοφωνημένων πρακτικών, η εταιρία που έχει σύμβαση και έχει αναλάβει τις μαγνητοφωνήσεις είναι υποχρεωμένη να το κάνει χωρίς καμιά πρόσθετη επιβάρυνση. Δήλωσε, ακόμη, ότι δε θα πειθαρχήσει στο αστυνομικό μέτρο της κατακράτησης των στοιχείων κι ότι αν κάποιος τολμήσει να τον εμποδίσει να μπει στην αίθουσα θα δημιουργηθεί δικονομικό ζήτημα. Παίρνοντας ξανά το λόγο ο Γ. Φωτόπουλος συμπλήρωσε ότι την τοποθέτηση του συναδέλφου του Δ. Κατσαρή για απείθεια στο αστυνομικό μέτρο την εξέλαβε ως προτροπή και δήλωσε ότι ο ίδιος βρίσκεται στο δίλλημα ανάμεσα στα αδικήματα της αντίστασης και της απείθειας.
Το τρομοδικείο, όπως ήταν αναμενόμενο, αγνόησε τις νομικά επιχειρηματολογημένες τοποθετήσεις των συνηγόρων και τις τοποθετήσεις δύο συνηγόρων ότι θα αρνηθούν να δώσουν τις ταυτότητές τους στην είσοδο και απέρριψε ομόφωνα και τα δύο αιτήματα. Η αιτιολογία για την κατακράτηση των ταυτοτήτων ήταν εξαιρετικά προκλητική, αναφέροντας μεταξύ των άλλων ότι ποτελεί ενδεδειγμένο μέτρο, λόγω του είδους και της σοβαρότητας της υπόθεσης, για την αποτροπή παράτολμων ενεργειών. Το τρομοδικείο αποφάνθηκε, όχι μόνο ότι οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι, αλλά και ότι πολλοί –αν όχι όλοι– από τους προσερχόμενους στο δικαστήριο είναι εν δυνάμει ένοχοι!
Απορρίφτηκε (κατά πλειοψηφία) και το αίτημα της Α. Παπαρρούσου για τη μη συγκρότηση και αξιοποίηση του παράνομου καταλόγου με προσωπικά δεδομένα. Η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση του ότιο περιβόητος νόμος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων θεσπίστηκε μόνο για να συγκαλύπτεται η δράση των καπιταλιστών, των στελεχών των αστικών πολιτικών κομμάτων και όσων κατέχουν νευραλγικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό που υπηρετεί το κεφάλαιο.
Μετά την απόφαση, η Α. Παπαρρούσου επανήλθε και κάλεσε πρόεδρο και εισαγγελέα να πάρουν θέση στο ζήτημα της κατάρτισης αυτού του παράνομου καταλόγου. Ο εισαγγελέας δήλωσε ότι ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει κάτι, διότι το συμβάν διαδραματίζεται εκτός της αιθούσης, όμως για το καλό της διαφάνειας το δικαστήριο πρέπει, αφού διερευνήσει την υπόθεση, να διαβιβάσει στην εισαγγελία το φάκελο με τα στοιχεία, στα οποία θα συμπεριλαμβάνονται και όσα κατήγγειλε ο συνήγορος Θ. Μαντάς. Ακόμη, μετά από τις συχνές και έντονες παρεμβάσεις της Α. Παπαρρούσου, ο εισαγγελέας αναγκάστηκε να προτείνει την κλήση του επικεφαλής της αστυνομικής φρουράς ως μάρτυρα, προκειμένου να διερευνηθούν τα καταγγελλόμενα για την αξιοποίηση του παράνομου καταλόγου, διευκρινίζοντας ότι αυτό δεν το θεωρεί ως προαπαιτούμενο για να σταλεί ο φάκελος στην εισαγγελία. Η Α. Παπαρρούσου συμφώνησε με την πρόταση του εισαγγελέα, όμως το τρομοδικείο απέρριψε και αυτό το αίτημα . Είχε πολλούς λόγους να το απορρίψει, μεταξύ των οποίων και η προστασία του ειδικού εφέτη ανακριτή.
Η δίκη συνεχίστηκε με την ένσταση που είχε υποβληθεί από την υπεράσπιση του Κ. Σακκά για αοριστία του κλητήριου θεσπίσαμτος. Η συνήγορος Μ. Δαλιάνη, που αρχικά είχε επιφυλαχτεί, προκειμένου να εξεταστούν πρώτα οι ενστάσεις για αναρμοδιότητα και για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, ανέπτυξε διεξοδικά και εμπεριστατωμένα την ένσταση.
Ο εισαγγελέας, αφού εισαγωγικά έπλεξε το εγκώμιο των υπερασπιστών και ειδικά της Μ. Δαλιάνη, την αγόρευση της οποίας χαρακτήρισε ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη, δήλωσε ότι θα μπορούσε να επιφυλαχτεί, αλλά αποφάσισε να τοποθετηθεί. Μίλησε και πάλι για αοριστία (στην 11η συνεδρίαση, στις 3 Δεκέμβρη, είχε πει ότι πράγματι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο 187Α του Ποινικού Κώδικα και την κατηγορία και πως ο ίδιος κατέφυγε και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και δεν βρήκε τίποτα που να αιτιολογεί το συγκεκριμένο άρθρο), έσπευσε όμως αμέσως μετά να καταστήσει καθαρά φιλολογική και πρακτικά άχρηστη την τοποθέτησή του, συμπληρώνοντας ότι δεν πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να χαρακτηρίσουμε το νόμο που εισήγαγε το 187Α ως αντισυνταγματικό. Πρότεινε δε στο δικαστήριο να εφαρμόσει την επιεικέστερη ερμηνεία για τους κατηγορούμενους (!!;;). Δεν γίνεται, όμως, όπως λέει και το κατά Λουκάν, «δυσί κυρίοις δουλεύειν», κύριε Μπάγια. Από τη μια ως νομικός να διαπιστώνετε ότι το 187Α είναι εντελώς αόριστο και από την άλλη ως εισαγγελέας τρομοδικείου να προτείνετε την εφαρμογή του στην ποινική διαδικασία. ‘Η υπηρετείς τη νομική επιστήμη ή υπηρετείς τις πολιτικές σκοπιμότητες ενός στυγνού κατασταλτικού μηχανισμού. Η υποκριτική επίκληση της νομικής επιστήμης εξατμίζεται, όταν έρχεται η ώρα της πράξης. Τότε αποκαλύπτεται το αποκρουστικό πρόσωπο της πολιτικής σκοπιμότητας.
Τη συνεδρίαση έκλεισε ο εισαγγελέας με μερικές «πρώτες σκέψεις» του για αυτοτελείς νομικούς ισχυρισμούς, που έχουν κατατεθεί, καταλήγοντας ότι οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν στο τέλος της διαδικασίας.
Η δίκη συνεχίζεται σήμερα, Τετάρτη 23 Γενάρη.