Με τις πολιτικές δηλώσεις των κατηγορούμενων επί του κατηγορητήριου ξεκίνησε επί της ουσίας η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα σε δεύτερο βαθμό. Αρχικά, ο Νίκος Μαζιώτης διάβασε ένα εκτενές κείμενο της Πόλας Ρούπα, που ως γνωστόν δεν παρίσταται στη δίκη, καθώς έχει περάσει στην παρανομία και καταζητείται. Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του κειμένου της Π. Ρούπας αλληλέγγυοι που βρίσκονταν στο ακροατήριο φώναξαν πολιτικά συνθήματα αλληλεγγύης και άνοιξαν δύο πανό που έγραφαν: «Αλληλεγγύη στα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα και σε όσους διώκονται για την ίδια υπόθεση» και «Δύναμη στην επικηρυγμένη και καταζητούμενη Πόλα Ρούπα μέλος του Επαναστατικού Αγώνα». Η έδρα αποχώρησε για λίγο, χωρίς να επιδιώξει τη δημιουργία έντασης και τη λήψη κατασταλτικών μέτρων και όταν επανήλθε συνεχίστηκε η διαδικασία με τις υπόλοιπες τοποθετήσεις.
Θυμίζουμε, ότι στις 23 Μάη, μια μέρα μετά την 1η συνεδρίαση της δίκης, με εντολή του υπουργού Δικαιοσύνης επιχείρησαν να μεταγάγουν στις φυλακές Δομοκού τους Ν. Μαζιώτη και Κ. Γουρνά. Η μεταγωγή αποτράπηκε χάρις στην αποφασιστικότητα των δύο αγωνιστών και στην αλληλεγγύη και τη μαχητική στάση των αγωνιστών της ΣΠΦ που κρατούνται στην ίδια πτέρυγα. Για να μην επαναληφθεί το ίδιο αύριο, οι συνήγοροι υπεράσπισης των Ν. Μαζιώτη και Κ. Γουρνά, Σπύρος Φυτράκης και Μαρίνα Δαλιάνη υπέβαλαν αίτημα στο τρομοδικείο να πάρει απόφαση να μην μεταχθούν οι δύο πολιτικοί κρατούμενοι. Το τρομοδικείο δέχτηκε το αίτημα, να μην μεταχθούν οι δύο αγωνιστές στις φυλακές Δομοκού για όσο καιρό θα διεξάγεται η δίκη και χρέωσε τον εισαγγελέα της έδρας Παν. Πούλιο να επιληφθεί του ζητήματος της παραμονής τους στις φυλακές Κορυδαλλού.
Στα «παράξενα» της διαδικασίας ήταν η «πρωτοβουλία» αστυνομικού της φρουράς να απαιτήσει από κατηγορούμενο να κλείσει το κασετόφωνό του. Αντιδράσαμε έντονα, καταγγέλλοντας την παράνομη αυτή ενέργεια τόσο στον πρόεδρο όσο και στον επικεφαλής της φρουράς. Επιστήσαμε την προσοχή του τελευταίου σε τέτοιες συμπεριφορές των οργάνων του, όταν γίνονται με δική τους πρωτοβουλία.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη 7 Ιούλη.
Η Πόλα Ρούπα
Το κείμενο της Πόλας Ρούπας, που διάβασε ο Ν. Μαζιώτης, έχει ως εξής.
Οπως και το πρώτο δικαστήριο που έγινε για τον Επαναστατικό Αγώνα, έτσι κι αυτό αποτελεί ένα ιστορικής σημασίας πολιτικό γεγονός. Αποτελεί μια πολιτική μάχη με τον ταξικό και κοινωνικό εχθρό, το κράτος και τον καπιταλισμό, τον οποίο εσείς εκπροσωπείτε.
Η πρώτη δίκη για τον Επαναστατικό Αγώνα δεν ήταν απλώς μια υπεράσπιση των επιλογών δράσης της οργάνωσης κατά την περίοδο 2003-2010. Σε εκείνη την δίκη όχι μόνο αναβίωσε η δράση της οργάνωσης μέσα στη δικαστική αίθουσα. Ολο το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που κυριαρχούσε την περίοδο διεξαγωγής της δίκης υπήρχε μέσα στη διαδικασία και διαπερνούσε την κάθε στιγμή της. Πέρα από τις αναφορές στους πολιτικούς λόγους που είχαν κυριαρχήσει στην επιλογή κάθε ενέργειας, εστιάσαμε στην ανάδειξη του πόσο επίκαιρες ήταν όλες οι ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα. Η δίκη εκείνη εξ' άλλου διεξαγόταν μέσα στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Ο Επαναστατικός Αγώνας με το που εκδηλώθηκαν τα πρώτα σημάδια της κρίσης και πολύ πριν αυτή αναγνωριστεί ως μια μεγάλη κρίση με διεθνείς διαστάσεις, ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων με κατεύθυνση την ανάδειξη των αιτιών της -την οποία εξηγούσε πως είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία του συστήματος-, την στοχοποίηση των υπευθύνων, την ανάδειξη των επιπτώσεων των κυρίαρχων πολιτικών που έμελλε να εφαρμοστούν για το ξεπέρασμά της, των πραγματικών προοπτικών να ξεπεραστεί μέσα από την επαναστατική πρόταση.
Η στρατηγική δράσης που είχε θέσει ο Επαναστατικός Αγώνας και που εκφραζόταν με μεγάλα χτυπήματα σε κομβικής σημασίας για την λειτουργία του συστήματος στόχους, ήταν και παραμένει σωστή και καίρια. Το κατασταλτικό χτύπημα εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα συνέπεσε χρονικά με την επιβολή της πρώτης μνημονιακής σύμβασης μεταξύ της κυβέρνησης Παπανδρέου και της τρόικας. Ενώ ο Επαναστατικός Αγώνας περίμενε μήνες πριν την υπαγωγή της χώρας στην κυριαρχία του ΔΝΤ και των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προετοίμαζε χτύπημα για αυτό, ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας έπεσε νεκρός στις 10 Μάρτη του 2010 σε συμπλοκή με αστυνομικούς στην Δάφνη κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του επικείμενου χτυπήματος της οργάνωσης. Ακολούθησε το κατασταλτικό χτύπημα εναντίον της οργάνωσης στις 10 Απρίλη, το οποίο συνέπεσε με την έναρξη της πιο καταστροφικής για τον τόπο περιόδου των μνημονίων.
Με πρώτη την κυβέρνηση Παπανδρέου όλες οι κυβερνήσεις ακολουθούν πειθήνια τις επιταγές των υπερεθνικών μηχανισμών κυριαρχίας και των δανειστών, εφαρμόζουν τις πιο απεχθείς πολιτικές αφαίμαξης της κοινωνικής βάσης για λογαριασμό της ελίτ επιβάλλοντας τη μόνη αποδεκτή από την κυριαρχία πολιτική “ξεπεράσματος της κρίσης”, αυτήν της δραστικής υφαρπαγής όλου του κοινωνικού πλούτου που βρίσκεται στην κοινωνική βάση προς την κορυφή, τους οικονομικά ισχυρούς. Αυτήν την πολιτική που πάγια εφαρμόζεται από τους κυρίαρχους σε κάθε εποχή κρίσης, εξέφρασε με μεγάλη σαφήνεια μέσα σε μια μόνο πρόταση ο Άντριου Μέλλον, υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του '20, λέγοντας ότι “η κρίση είναι η περίοδος αυτή που ο πλούτος επιστρέφει στους δικαιούχους του”. Φέρνοντας αυτήν την φράση στις πραγματικές της διαστάσεις εμείς λέμε ότι “η κρίση είναι η περίοδος που ο πλούτος περνάει στο σύνολό του από τα χέρια αυτών που τον παράγουν και τον δικαιούνται, σε αυτούς που πλουτίζουν μέσα από την εκμετάλλευση”.
Παρά τις όποιες τροποποιήσεις, προσαρμογές και εκφράσεις πάρει αυτή η πολιτική, είτε αιτιολογείται στην βάση του οικονομικού αδιεξόδου μιας κρίσης χρέους όπως εκφράζεται στην Ελλάδα είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, είναι πάντα στην ίδια στρατηγική κατεύθυνση που θέλει το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής λόγω μιας συστημικής κρίσης να συνοδεύεται από την δραστική υφαρπαγή του κοινωνικού πλούτου και την μεταφορά του στις τσέπες της οικονομικής ελίτ. Γι' αυτό και οι όποιες “ανησυχίες” εκφράζονται με περίσσια υποκρισία από μερίδα των καθεστωτικών πολιτικών που κυβερνούν σχετικά με την πρωτοφανή κοινωνική κρίση κρίση που γέννησαν οι πολιτικές της τρόικας στην χώρα, μόνο οργή και αγανάκτηση θα έπρεπε να προκαλούν, αφού είναι καθολική η αποδοχή όλων των κομμάτων και των κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του Σύριζα, αυτής της κεντρικής πολιτικής διάσωσης του συστήματος.
Όταν λέμε ότι θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την κοινωνική κρίση (ανθρωπιστική κατά την γνωστή έκφραση των καθεστωτικών αριστερών), αυτό προϋποθέτει την ανατροπή της πολιτικής που την γεννά. Και η πολιτική αυτή είναι αυτή που προανέφερα, την οποία για να ανατρέψεις, οφείλεις να συγκρουστείς και να ανατρέψεις όλο το φάσμα των κυρίαρχων πολιτικών και των εξουσιαστικών σχέσεων που τις γεννούν και τις αναπαράγουν. Με δυο λόγια το ξεπέρασμα της κοινωνικής κρίσης μόνο μέσω της ανατροπής του καθεστώτος μπορεί να υλοποιηθεί. Αυτά ο Επαναστατικός Αγώνας τα έχει πει και τα έχει γράψει εδώ και πολύ καιρό. Όπως επίσης έχει πει ότι η παραπάνω κεντρική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης που παρά τις επί μέρους τροποποιήσεις, υιοθετούν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, η κοινωνική γενοκτονία που προκαλείται στην χώρα, είναι τελικά προϋπόθεση για την επιβίωση της άρχουσας οικονομικά τάξης και για την διασφάλιση της επιβίωσης του συστήματος και όχι μια “ατυχής παρενέργεια των πολιτικών λιτότητας που επιβάλλονται”.
Αυτήν την κοινωνική γενοκτονία θα συνεχίσουν να προκαλούν οι πολιτικές εξουσίες του τόπου κάθε πολιτικής απόχρωσης, αφού συνιστά τον πυρήνα της ταξικής πολιτικής που επιβάλει η οικονομική και πολιτική ελίτ. Αυτή η πολιτική ως αδιαχώριστη με το καθεστώς και τις δυνάμεις που το υπηρετούν, θα πεθάνει μόνο αν αυτές ανατραπούν. Μόνο αν ανατραπεί συνολικά το πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Και αυτό μπορεί να το κάνει πράξη μόνο μια ένοπλη προλεταριακή κοινωνική Επανάσταση, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί την οριστική έξοδο από αυτήν και από κάθε κρίση του συστήματος. Σε αυτήν την κατεύθυνση αγωνιζόταν και αγωνίζεται ο Επαναστατικός Αγώνας. Για αυτήν την Επανάσταση, για αυτόν τον σκοπό έδωσε την ζωή του ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας. Ενάντια στην πολιτική των μνημονίων που επιβάλουν τους πιο απεχθείς όρους κοινωνικής υποδούλωσης. Μέσα από κομβικής πολιτικής σημασίας χτυπήματα και έχοντας πάντα στον πυρήνα της πολιτικής του την κοινωνικοποίηση της ένοπλης επαναστατικής δράσης, της ανατροπής του καθεστώτος και της κοινωνικής Επανάστασης. Κόντρα σε κάθε καθεστωτική απόπειρα εγκληματοποίησης της ένοπλης δράσης, απάλειψης του κοινωνικού και ταξικού της νοήματος και της σημασίας της, κόντρα σε κάθε προσπάθεια δαιμονοποίησης της Επανάστασης και των επαναστατών, κόντρα σε κάθε κυρίαρχη τάση που θέλει να την παρουσιάσει ως μάταιη, ανεδαφική και ουτοπική, ο Επαναστατικός Αγώνας πάλεψε και κατάφερε να αφήσει μια σημαντική πολιτική παρακαταθήκη και κληρονομιά. Και συνεχίζει…
Αυτός είναι ο Επαναστατικός Αγώνας που καλείστε να δικάσετε. Ως εκπρόσωποι όχι μόνο του κρατικού μηχανισμού με την διαχρονικά εχθρική στάση απέναντι σε αναρχικούς, αλλά -και αυτή είναι η πιο έγκυρη προσέγγιση για την εποχή μας- ως εκπρόσωποι της οικονομικής ελίτ, των δανειστών, των τραπεζιτών, των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ, της γνωστής τρόικας. Ως εκπρόσωποι αυτού του σάπιου οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος που ρουφά το αίμα των κοινωνικά αδύνατων για να επιβιώσει. Και η στρατηγική σας -όπως και κάθε ειδικού δικαστηρίου που δικάζει ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις-, η μάχη που επιδιώκετε να δώσετε σε αυτή τη δίκη, είναι να επιχειρήσετε να αφαιρέσετε από τις πράξεις του Επαναστατικού Αγώνα το πολιτικό τους νόημα. Το πρώτο δικαστήριο δεν το κατάφερε. Δεν θα τα καταφέρετε ούτε εσείς.
Οπως έχουμε πει αλλού, η δράση της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας χωρίζεται σε δυο πολιτικές περιόδους. Η πρώτη αφορά την περίοδο 2003-2007, πριν δηλαδή ξεσπάσει η συστημική κρίση, όπου η οργάνωση με συμβολικά ως επί το πλείστον χτυπήματα, σε στόχους όμως που είχαν κεντρικό ρόλο στην χάραξη και εφαρμογή της οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής του καθεστώτος, είχε θέσει ως πολιτική αιχμή της δράσης του τη νεοφιλελεύθερη επίθεση του κεφαλαίου και του κράτους και τον πόλεμο κατά της “τρομοκρατίας”. Πρόκειται για το δίπτυχο της πολιτικής του σύγχρονου διεθνοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος. Μέσα σε αυτή την περίοδο εντάσσονται οι επιθέσεις ενάντια στα δικαστήρια της Ευελπίδων, η βομβιστική απόπειρα εναντίον της Citibank στο Νέο Ψυχικό, η τριπλή βομβιστική επίθεση στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας, η βομβιστική επίθεση εναντίον του λεωφορείου των ΜΑΤ στην Πέτρου Ράλλη που κατευθυνόταν στις φυλακές Κορυδαλλού, η βομβιστικές επιθέσεις στα υπουργεία Απασχόλησης και Οικονομίας κ' Οικονομικών, η επίθεση εναντίον του πρώην υπουργού δημόσιας τάξης Γιώργου Βουλγαράκη, η επίθεση με αντιαρματική ρουκέτα εναντίον της αμερικάνικης πρεσβείας, η ένοπλη επίθεση εναντίον του αστυνομικού τμήματος στον Περισσό. Οι ένοπλες επιθέσεις εναντίον του λεωφορείου των ΜΑΤ στο Γουδή και εναντίον διμοιρίας ΜΑΤ στο υπουργείο Πολιτισμού πραγματοποιούνται στο μεταίχμιο της πρώτης και δεύτερης περιόδου δράσης της οργάνωσης. Η δεύτερη περίοδος που συνεχίζεται ως σήμερα, αφορά την διεξαγωγή ισχυρών χτυπημάτων εναντίον στόχων που σχετίζονται με την κρίση τις αιτίες και τους υπευθύνους αυτής, αλλά και των αντικοινωνικών μέτρων που επιβάλλονται προκειμένου το σύστημα να βγει από την κρίση. Σε αυτήν την περίοδο εντάσσονται η απόπειρα ανατίναξης των κεντρικών γραφείων της Citibank και η βομβιστική επίθεση εναντίον καταστήματος της ίδιας τράπεζας, η ανατίναξη της Eurobank στην Αργυρούπολη, η ανατίναξη του χρηματιστηρίου.
Στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο βρίσκεται και αυτό το εφετείο. Η κρίση όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά βαθαίνει όλο και περισσότερο, εκατομμύρια άνθρωποι έχουν βυθιστεί στην εξαθλίωση και ο αριθμός τους αυξάνεται, ενώ καμία προοπτική ξεπεράσματός της μέσω των εγκληματικών πολιτικών που εφαρμόζει το σύνολο των καθεστωτικών κομμάτων δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Κάτι που για τον Επαναστατικό Αγώνα ήταν εντελών προβλέψιμο. Όπως προβλέψιμη ήταν και η στάση του Σύριζα με την άνοδό του στην εξουσία.
Έρχεστε λοιπόν, εσείς ως δικαστικοί εκπρόσωποι του κράτους να δικάσετε ξανά τον Επαναστατικό Αγώνα, την οργάνωση αυτή που με τη μακρά και συνεπή δράση της, αλλά και τη στάση μας μετά το κατασταλτικό χτύπημα του 2010, έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των ανθρώπων αυτού του τόπου ως μια πολιτική οργάνωση με βαθιά κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, που δρα προς το συμφέρον των προλετάριων, των φτωχών, των κολασμένων αυτού του κόσμου. Ως μια πολιτική δύναμη που αντιτίθεται με ουσιαστικό και αποφασιστικό τρόπο στις επιταγές της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, της τρόικας ή των “θεσμών” -όπως την βάφτισε ο Σύριζα στα πλαίσια μιας επικοινωνιακής απόπειρας εξαπάτησης- και των ελληνικών κυβερνήσεων. Ενώ έχει εμπεδωθεί στις συνειδήσεις πως εγκληματίες και τρομοκράτες είναι αυτοί που μας κυβερνούν. Θα δικάσετε τον Επαναστατικό Αγώνα ως “τρομοκρατική” οργάνωση και με αυτό τον τρόπο καλύπτετε τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει οι πάσης φύσεως εξουσιαστές το τελευταίο διάστημα. Τις χιλιάδες αυτοκτονίες που είναι ωμές καθεστωτικές δολοφονίες, τον υποσιτισμό παιδιών και ενηλίκων, τους θανάτους από αρρώστιες λόγω του διαλυμένου συστήματος υγείας και της κοινωνικής φτώχειας, τους άστεγους, τους απελπισμένους, τους “τρελούς”, τους κατεστραμμένους οικονομικά και κοινωνικά.
Αυτό που καλείστε να δικάσετε κι εσείς, όπως έκανε και το πρώτο δικαστήριο, δεν είναι απλώς μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση. Είναι πάνω απ' όλα η πολιτική που αυτή η οργάνωση ασκεί, είναι η θέση ότι αυτό το εγκληματικό και δολοφονικό σύστημα που εδραιώθηκε και διαιωνίζεται πάνω στην καταπίεση, την εκμετάλλευση, την εξόντωση, το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων, ανατρέπεται μόνο με την ένοπλη κοινωνική αντεπίθεση.
Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να αλλάξει η οικονομική και κοινωνική οργάνωση προς το συμφέρων της κοινωνικής βάσης, των φτωχών, μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει πραγματική δικαιοσύνη. Γιατί η δικαιοσύνη είναι ταξική. Υπάρχει το δίκαιο των ισχυρών και το δίκαιο αυτών που δεν έχουν ούτε οικονομική ούτε κοινωνική ισχύ. Αυτές οι δυο μορφές δικαίου δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία η μια υπάρχει μόνο εις βάρος της άλλης και βρίσκονται συνεχώς σε σύγκρουση. Είναι ο ίδιος ο ταξικός πόλεμος που ορίζει αυτή την σύγκρουση, και αυτόν τον πόλεμο ο Επαναστατικός Αγώνας τον υπηρέτησε και τον υπηρετεί με κάθε κόστος και τίμημα. Σήμερα που ζούμε τη μεγαλύτερη κρίση του συστήματος, ο ταξικός πόλεμος έχει λάβει την πιο άγρια μορφή των τελευταίων δεκαετιών. Και στο όνομα του ξεπεράσματος της κρίσης η πλειοψηφία των ανθρώπων υποχρεώνονται με την βία την οικονομική, την αστυνομική, την δικαστική, να υποκύψουν στις απειλές και τους εκβιασμούς των ισχυρών και να υποστούν με σκυμμένο το κεφάλι τους εξευτελισμούς που τους επιβάλλουν ως “αναγκαίες θυσίες για να βγούμε από την κρίση”.
Ομως τον αντιλαμβάνεται ο καθένας, το αντιλαμβάνεστε ακόμα και εσείς, πως δεν είναι δυνατό να αντέξουν για πολύ ακόμα όλοι αυτοί οι σύγχρονοι ραγιάδες τέτοια ταπείνωση. Να ακροβατούν καθημερινά μεταξύ της επιβίωσης και του θανάτου, να βυθίζονται στην απόλυτη εξαθλίωση, να ζουν με τα αποφάγια, να μην έχουν σπίτι, φαϊ να πάνε στα παιδιά τους, να μην μπορούν να τα προστατέψουν από την πείνα και τις αρρώστιες. Το γνωρίζεται και εσείς πως το δικό τους το δίκαιο κάποια στιγμή θα συγκρουστεί με το δικός σας, πως δεν είναι δυνατό να διαιωνίζεται εσαεί αυτή η συνθήκη. Ναι, ο ταξικός πόλεμος είναι υπαρκτός και πιο ανελέητος από ποτέ. Και μέχρι αυτή τη στιγμή αυτός που κερδίζει είναι οι πλούσιοι, οι κρατιστές, τα αφεντικά, η οικονομική και πολιτική ελίτ. Μέχρι στιγμής κερδίζετε εσείς και τα συμφέροντα που υπηρετείτε. Όμως αυτή η νίκη είναι μόνο προσωρινή.
Ο Επαναστατικός Αγώνας όλα αυτά τα χρόνια αγωνιζόταν και θα συνεχίσει να αγωνίζεται για να αντιστραφούν οι όροι στον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο, για να νικήσει το δίκαιο το επαναστατικό. Για να εδραιωθεί στις συνειδήσεις των καταπιεσμένων ότι είναι δίκαιο, απαραίτητο και δυνατό να πολεμήσουν το σύστημα και να το νικήσουν. Ότι η μόνη πραγματική δικαιοσύνη μπορεί να υπάρξει μόνο όταν ανατρέψουμε το καθεστώς της αδικίας, μόνο όταν πάψουν να υπάρχουν προνομιούχοι, ισχυροί και ανίσχυροι, πλούσιοι και φτωχοί, μόνο όταν εξαφανιστούν όλοι οι όροι που εμποδίζουν να υπάρξει μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους. Και αυτό δεν είναι μια υπόθεση που κατακτιέται με την πειθώ, τον λόγο, τις ειρηνικές διαμαρτυρίες. Δυστυχώς, οι ισχυροί αυτού του πλανήτη έβαλαν οι ίδιοι τους όρους με τους οποίους πρέπει να τους πολεμήσουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν θα εγκαταλείψουν τις θέσεις και τα προνόμιά τους παρά μόνο αν εξαναγκαστούν. Μόνο με το μαζικό ένοπλο αγώνα των καταπιεσμένων θα υποχρεωθούν να οπισθοχωρήσουν. Μόνο αν υποστούν το κόστος της βίας που ασκούν στην κοινωνία, αν καταλάβουν ότι δεν έχουν πια σκλάβους να διαχειριστούν, αλλά ελεύθερους ανθρώπους έτοιμους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους και την κοινωνική δικαιοσύνη, μόνο τότε θα εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και θα τρέχουν να κρυφτούν, μόνο τότε θα φοβηθούν πραγματικά. Και μια τέτοια επιτυχία, ας μην γελιόμαστε, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί από έναν άοπλο λαό, όσο μεγάλη και αποφασιστική εξέγερση κι αν κάνει.
Γι’ αυτή την προοπτική αγωνιζόταν και θα συνεχίσει να αγωνίζεται ο Επαναστατικός Αγώνας. Με τις επιθέσεις του επεδίωκε την αποδυνάμωση του συστήματος και παράλληλα καλλιεργούσε τους υποκειμενικούς αυτούς όρους στην κοινωνική βάση ώστε μέσα στο ιδανικό περιβάλλον που διαμορφώνει η κρίση του συστήματος, να μπορεί να γίνει πραγματικότητα η δημιουργία ενός μαζικού ένοπλου επαναστατικού κινήματος. Αυτή την προοπτική καλείστε να δικάσετε και να καταδικάσετε για μια ακόμη φορά.
Ο Επαναστατικός Αγώνας υπήρξε ένας φάρος που έδειχνε την κατεύθυνση στην οποία έπρεπε να στραφεί η οργανωμένη οργή των καταπιεσμένων. Έδειχνε αυτούς που ευθύνονται για τα δεινά της κοινωνίας, αυτούς που βάζουν τους όρους και περιφρουρούν την αδικία, αυτούς που έχουν καίριες θέσεις στον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο. Έδειχνε αυτούς που ευθύνονται για την κρίση, της οποίας τις συνέπειες πληρώνουν όλοι αυτοί που δεν έχουν καμία ευθύνη. Έδειχνε αυτούς που πρέπει να πληρώσουν. Έδειχνε και θα συνεχίσει να δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε αποτελεσματικά να αγωνιστούμε ως κοινωνία και να νικήσουμε. Έδειχνε και δείχνει τον δρόμο του ένοπλου επαναστατικού αγώνα. Και με αφορμή αυτή την δίκη καλώ όλους αυτούς που δεν αντέχουν πλέον να ζουν σαν δούλοι, να ζουν τον αποκλεισμό, την πείνα, την ταπείνωση, που δεν αντέχουν άλλο την κοροϊδία των κομμάτων και της πολιτικής ελίτ, να συνδράμουν με κάθε μέσο στην προσπάθεια της ένοπλης ανατροπής του καθεστώτος.
Είναι στην φύση της καθεστωτικής πολιτικής κάθε κομματικής απόχρωσης η εξαπάτηση του λαού και το ψέμα. Με το ψέμα καταλαμβάνουν την εξουσία, με το ψέμα την διαιωνίζουν, με το ψέμα περνάνε όλα τα αντικοινωνικά και εγκληματικά τους μέτρα για να συνεχίσει το σύστημα να αναπαράγεται. Μόνο που τώρα τα ψέματα τελείωσαν. Ύστερα και τη μεγαλύτερη εξαπάτηση που έζησε αυτός ο λαός, την εξαπάτηση ότι ο Σύριζα θα αντισταθεί στους δανειστές και την τρόικα, δεν έχει μείνει απολύτως κανένα όπλο στην φαρέτρα του καθεστώτος για να διατηρήσει μέσω των ψεμάτων την κοινωνική συναίνεση και την υποταγή. Κανένα πολιτικό δεκανίκι δεν απέμεινε στο σύστημα για να στηριχτεί που θα διασφαλίσει την κοινωνική και ταξική ειρήνη.
Ο Σύριζα ανέβηκε στην εξουσία ως η πολιτική έκφραση της ήττας των κοινωνικών και ταξικών αγώνων που έλαβαν χώρα στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής εποχής στην χώρα και αποστολή του είναι η διαχείριση αυτής της ήττας και η διασφάλιση ότι κανένας νέος ριζοσπαστικός αγώνας ικανός να απειλήσει την καθεστωτική παντοδυναμία δεν θα γεννηθεί. Μέσα από ατελείωτα ψέματα και αλλοιώνοντας τις έννοιες της αντίστασης, της αξιοπρέπειας, του αγώνα, πήρε την εξουσία και προσπαθεί να την κρατήσει, παρόλο που γνωρίζει ότι η ρητορική της ψευτοαντίστασης έχει χάσει την ισχύ της. Έτσι λοιπόν, συνεχίζει ακριβώς την ίδια πολιτική της κοινωνικής γενοκτονίας για την επιβίωση του καπιταλισμού, του σάπιου αυτού συστήματος, επιχειρώντας κάποιες τροποποιήσεις στα προγράμματα χρηματοδότησης από τους δανειστές, οι οποίες τροποποιήσεις δεν αλλάζουν ούτε στο ελάχιστο την συνθήκη της κοινωνικής χρεοκοπίας.
Η αριστερή κυβέρνηση έχει καταφέρει μια και μόνο ιστορική επιτυχία. Να αποδείξει στα μάτια όλου του πλανήτη πόσο ανεδαφικό και μάταιο είναι να προσπαθείς να βελτιώσεις τις συνθήκες ζωής των λαών χωρίς σύγκρουση, χωρίς αντίσταση, χωρίς καμιά πρόθεση ουσιαστικής ρήξης, πολέμου με το σύστημα και τους φορείς του. Πόσο μάταιο είναι να προσπαθεί ένα κόμμα να εφαρμόσει κάποιες έστω και μικρές κεϋνσιανιστικές αλλαγές στο σύστημα εν μέσω νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εντός του πλαισίου της ΕΕ που ο ίδιος της ο πυρήνας είναι νεοφιλελεύθερος και μέσα σε περιβάλλον διεθνούς συστημικής κρίσης. Αυτό που κατάφερε ο Σύριζα ήταν ότι έγινε σαφές στον καθένα πως η ουσιαστική αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης που βαθαίνει, μόνο η ρήξη με την τρόικα και τους δανειστές μπορεί να καταφέρει. Όχι η “ρήξη” έτσι όπως την προβάλουν οι υπουργοί και τα στελέχη του Σύριζα, της αδυναμίας πληρωμών κάποιων τόκων στους δανειστές και αφού πρώτα έχουν εξαντληθεί όλα τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, έχει αποστραγγιστεί και το τελευταίο ευρώ από τα δημόσια ταμεία για να πληρώνουμε τόκους και δάνεια στην υπερεθνική ελίτ και τα τσιράκια της. Όχι η “ρήξη” του οικονομικά κατεστραμμένου κράτος, που εκλιπαρεί για έλεος τα γεράκια της ΕΕ και του ΔΝΤ. Όχι η “ρήξη” που δεν αγγίζει στο ελάχιστο τις πραγματικές αιτίες της κατάντιας που έχει επέλθει η κοινωνία και τους υπεύθυνους της κρίσης. Που δεν αγγίζει καν το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, την ΕΕ, το ευρώ. Όχι στην “ρήξη” της απελπισίας και της ήττας. Αλλά στην ρήξη που θα είναι η αρχή μιας διαδικασίας συνολικής οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής του συστήματος. Που θα στραφεί ενάντια όχι μόνο στους δανειστές και την τρόικα, αλλά και ενάντια στο σύνολο των καθεστωτικών πολιτικών, στο σύνολο της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, ντόπιας και ξένης, στο σύνολο του συστήματος. Στην ρήξη που θα φέρει τα θύματα στη θέση του θύτη και θα αντιστρέψει τους όρους του ταξικού και κοινωνικού πολέμου. Στην ρήξη που θα σημάνει την αρχή για την κοινωνική Επανάσταση. Αυτή θα είναι η πραγματική ρήξη που θα σημάνει την μεγάλη στροφή στην ιστορία.
Είναι η εποχή που επιβεβαιώνεται με τον πλέον ορατό τρόπο αυτό που ο Επαναστατικός Αγώνας δεν έχει κουραστεί να λέει όλα αυτά τα χρόνια. Πως η μόνη διέξοδος από την κρίση είναι η κοινωνική Επανάσταση. Που θα πετάξει στα σκουπίδια της ιστορίας όλο το πολιτικό προσωπικό του συστήματος κάθε κομματικής απόχρωσης. Που θα απαλλοτριώσει τις περιουσίες των πλουσίων και θα προχωρήσει σε αναδιανομή του κλεμμένου κοινωνικού πλούτου στους κοινωνικά αδύναμους και μέσα από την επαναστατική αναδιοργάνωση της οικονομικής λειτουργίας με βασική αρχή την οικονομική ισότητα για όλους. Που θα προχωρήσει στην δημιουργία μιας κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας για όλους, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς διαχωρισμούς και ταξικές διαιρέσεις, χωρίς αδικίες. Και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό μήνυμα που αξίζει να βγει και από από αυτή τη δίκη.
Αξίζει όμως να αναφέρω μερικές “πρωτιές” αυτής της κυβέρνησης. Είναι η πρώτη κυβέρνηση που κατάφερε τέτοιο εύρος εξαπάτησης στην κοινωνία. Που πίστευε παιδαριωδώς πως η τρόικα θα λύγιζε μπροστά στους αριστερούς λεονταρισμούς της και θα αναθεωρούσε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της. Είναι η πρώτη κυβέρνηση που με τέτοια ταχύτητα ξέσκισε τόσες προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις φτάνοντας να υιοθετεί πλήρως το κυρίαρχο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, δηλώνοντας δια στόματος υπουργού που ανήκει στην αριστερή πλατφόρμα, ότι “ο Σύριζα είναι υπέρ της απελευθέρωσης των αγορών”. Και όταν λέμε απελευθέρωση των αγορών, εννοούμε την βασική αρχή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που σημαίνει την διασφάλιση κάθε μορφής ελευθερίας στο κεφάλαιο να ρυθμίζει μονομερώς την οικονομική λειτουργία του συστήματος, να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος σε κάθε οικονομική, άρα, κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Και φυσικά, εννοούμε την απελευθέρωση της “αγοράς εργασίας”, την κατοχύρωση της δυνατότητας στο κεφάλαιο να επιβάλει όρους δουλεμπορίου στους εργαζόμενους. Είναι πράγματι, οι μεγαλύτεροι πολιτικοί απατεώνες που έχουν περάσει από αυτό τον τόπο.
Αυτή η κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες, έχουν ευθύνη για την κρίση και την διαιώνισή της, έχουν ευθύνη για τους όρους σκλαβιάς που κυριαρχούν στον τόπο, για το αδηφάγο χρέος που κανείς καθεστωτικός σχηματισμός δεν τολμά να προσβάλει, για τα μνημόνια που όχι μόνο δεν τα σκίζουν, αλλά τα ανανεώνουν. Έχουν ευθύνη για το πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο που επιβάλλεται ως μονόδρομος. Έχουν κοινή αποστολή να διατηρούν τις συνθήκες σκλαβιάς, να μην σηκώσει κανείς κεφάλι, να μην γίνει καμία απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος, να μην γίνει καμία επανάσταση. Είναι όλοι τους εγκληματίες και τρομοκράτες.
Αυτούς που ευθύνονται για σωρεία εγκλημάτων, ποιος θα τους δικάσει; Δεν πρόκειται να δικαστούν ποτέ από ένα δικός σας δικαστήριο αυτοί που ευθύνονται για τους “αυτοκτονημένους”, για τα υποσιτισμένα παιδιά, για την τόση φτώχεια. Δεν θα δικαστούν ποτέ από ένα τέτοιο δικαστήριο το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οικονομική και πολιτική ελίτ, οι ελληνικές κυβερνήσεις που οι επιβάλλουν πολιτικές εξόντωσης της κοινωνικής βάσης. Δεν θα δικαστούν ποτέ οι πλούσιοι, τα μεγάλα αφεντικά για τα χιλιάδες κάθε χρόνο εργατικά ατυχήματα, πολλά εκ των οποίων είναι θανατηφόρα. Δεν θα δικάσετε ποτέ τον Λάτση που δολοφόνησε τέσσερις εργάτες στις εγκαταστάσεις των ΕΛΠΕ. Δεν θα δικαστούν ποτέ αυτοί που λεηλάτησαν τον δημόσιο πλούτο, που συστηματικά αδειάζουν τα ασφαλιστικά ταμεία για να γεμίζουν οι τσέπες των δανειστών. Όλους αυτούς, το μόνο δικαστήριο που θα μπορούσε να τους δικάσει είναι ένα λαϊκό δικαστήριο σε μια επαναστατημένη κοινωνία.
Οταν ο Επαναστατικός Αγώνας ξεκίνησε την δράση του το 2003, κρίση φαινομικά, δεν υπήρχε. Ομως από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μιλούσε για την κρίση και για αυτό που επρόκειτο να συμβεί λίγα χρόνια αργότερα. Στις προκηρύξεις για την επίθεση στο υπουργείο Απασχόλησης και Οικονομίας κ' Οικονομικών που έγιναν το 2005, υπάρχουν εκτενείς αναφορές τόσο στην δεινή οικονομική θέση της Ελλάδας, στην πιθανότητα κατάρρευσης της ελληνικές οικονομίας λόγω του χρέους και της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, στην παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Στις προκηρύξεις για την επίθεση ενάντια στα ΜΑΤ στο υπουργείο πολιτισμού τον Ιανουάριο του 2009, για την απόπειρα ανατίναξης των κεντρικών γραφείων της Citibank στην Ελλάδα και για την ανατίναξη του χρηματιστηρίου τον Φεβρουάριο και τον Σεπτέμβριο αντίστοιχα του ίδιου χρόνου, γίνονται εκτενείς αναφορές για την κρίση και προαναγγέλλονται πολλά από αυτά που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Στην προκήρυξη για την Citibank γίνεται αναφορά στο ελληνικό χρέος, προαναγγέλλοντας τη μορφή που επρόκειτο να πάρει η κρίση στην Ελλάδα, τον ρόλο του χρέους και των μεθόδων αποπληρωμής του σε αυτή την κρίση. Όμως αυτό που θέλω αυτή τη στιγμή να επαναφέρω είναι ένα πρόταγμα που υπήρχε σε εκείνη την προκήρυξη σχετικά με αυτό το ζήτημα, όχι μόνο γιατί είναι επίκαιρο, αλλά είναι πιο επιτακτικό από κάθε άλλη φορά να το κάνουμε άμεσα πράξη. “Η πολιτική βούληση για μια κοινωνία να αποτινάξει μια για πάντα τον ζυγό του χρέους από πάνω της, όχι μόνο γιατί δεν τον αντέχει, αλλά γιατί δεν τον θέλει, είναι συνυφασμένη με την απόφαση να έρθει σε ρήξη με το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με την απόφαση να ανατρέψει το καθεστώς που την κρατάει σκλαβωμένη”. Αυτή την εποχή που όλες οι ψευδαισθήσεις έχουν διαλυθεί για το χρέος, την κρίση και την προοπτική ξεπεράσματός της μέσα από την καθεστωτική οδό, αυτή η πρόταση συνιστά μονόδρομο.
Η στάση η δική μας στην προηγούμενη δίκη απορρέει από την πολιτική μας οπτική για την συνολική στάση που οφείλει να κρατάει ένας επαναστάτης σε κάθε περίπτωση. Από την στιγμή που ξεκινάει την επαναστατική δράση του, την στιγμή της καταστολής και των δικαστηρίων, αλλά και την αναγκαιότητα να συνεχίζεται η δράση της επαναστατικής οργάνωσης μετά την καταστολή. Η στάση αυτή οφείλει να είναι συνεχής και συνεπής, όχι μόνο για ηθικούς λόγους, αλλά γιατί μόνο έτσι διασφαλίζεται η διατήρηση της πολιτικής σχέσεις μεταξύ των αγωνιστών και της κοινωνίας που απευθύνονται, μια σχέση που αρχίζει με την δράση της οργάνωσης και τον λόγο που αυτή αρθρώνει.
Ξεκινώντας την ένοπλη επαναστατική δράση ο αγωνιστής γράφει μια επαναστατική ιστορία ενάντια στο καθεστώς. Οταν το κράτος χτυπά την οργάνωση και συλλαμβάνει τους αγωνιστές, ξεκινάει η πιο κρίσιμη σύγκρουση με τον εχθρό για το ποιος θα συνεχίσει να γράφει την ιστορία της συγκεκριμένης οργάνωσης και των αγωνιστών που συμμετέχουν σε αυτήν. Το κράτος δεν βλέπει μόνο την τιμωρία της φυλάκισης και τον αφοπλισμό των αγωνιστών ως επιτυχία. Ακόμα σημαντικότερο για αυτό είναι η πολιτική αποδόμηση της επαναστατικής οργάνωσης, γεγονός που στον βαθμό που επιτευχθεί, συνιστά τη μεγάλη πολιτική επιτυχία στην προσπάθεια του κράτους να αποδομήσει πολιτικά την ίδια την επαναστατική προοπτική. Γι' αυτό και η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης δεν αφορά μόνο στην υπεράσπιση της επιλογής μας, δεν αφορά μόνο στην υπεράσπιση των νεκρών μας, όπως ισχύει για εμάς που έχουμε έναν νεκρό σύντροφο, τον Λάμπρο Φούντα. Αφορά πρώτα και κύρια την απάντηση στο ερώτημα, από ποια σκοπιά, από ποιο χέρι θα γραφτεί η ιστορία μας. Αν δεν προχωρούσαμε στην ανάληψη πολιτικής ευθύνης και δεν συνεχίζαμε ακούραστα μέσα από την φυλακή, στα αμφιθέατρα, στο δικαστήριο, να μιλάμε για την οργάνωση, την δράση μας, την επιλογή μας, αν σιωπούσαμε, θα προσφέραμε την μεγαλύτερη επιτυχία στο κράτος. Να γράψει αυτό μέσω της κυβέρνησης, των μπάτσων, των δημοσιογράφων και των δικαστών την ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα και συνεπώς και την ιστορία του συντρόφου μας Λάμπρου Φούντα. Να αποδομήσει πολιτικά μια σημαντική επαναστατική ιστορία, να την προβάλει ως αυτό που επιδιώκει. Αυτό για εμένα είναι ήττα.
Το κράτος έκανε το λάθος να μας αποφυλακίσει με την διέλευση του δεκαοχταμήνου. Αυτό για εμάς ήταν η καλύτερη ευκαιρία να περάσουμε στην “παρανομία” και να συνεχίσουμε την δράση του Επαναστατικού Αγώνα, αφού πρώτα ολοκληρώσαμε την πολιτική μάχη που είχαμε πολιτικό χρέος να δώσουμε στο δικαστήριο. Και αυτή η απόφασή μας ήταν η τελική ταφόπλακα στην “επιτυχία” της καταστολής το 2010. Όχι μόνο δεν κατάφερε το κράτος να αφήσει το στίγμα του πάνω στην ιστορία μας, όχι μόνο το νικήσαμε σε πολιτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της φυλάκισης και του δικαστηρίου, αλλά η δράση της οργάνωσης συνεχίστηκε με επόμενο της καταστολής χτύπημα αυτό της Τράπεζας της Ελλάδας. Με δυο λόγια το κατασταλτικό χτύπημα έπεσε στο κενό.
Θα ήταν για κάποιους ίσως λογικό μετά από τόσα χρόνια δράσης, μετά από συλλήψεις φυλακίσεις, δίκες, να πάρουμε το παιδί μας και να προσπαθήσουμε να ζήσουμε μια “ήσυχη οικογενειακή ζωή”, όσο βέβαια, ήσυχη ζωή μπορεί να κάνει κανείς στην “παρανομία”, καταζητούμενος και επικηρυγμένος. Το παιδί μας εξ' άλλου ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για αυτή την απόφασή μας, να μείνουμε μαζί του, ενωμένοι, να μην το εγκαταλείψουμε, να μην μεγαλώσει βλέποντας τους γονείς του πίσω από κάγκελα. Το τίμημα που έχει πληρώσει και πληρώνει αυτό το παιδί όλα αυτά τα χρόνια είναι μεγάλο. Αποκλειστικοί υπεύθυνοι για αυτό και τις δυσκολίες στη ζωή του είναι το κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί, οι κυβερνήσεις και φυσικά, οι δικαστές. Και αυτό το γεγονός περισσότερο ατσαλώνει την εχθρική μου στάση απέναντι στο σύστημα παρά την αμβλύνει. Πίστευα και πιστεύω ότι εγώ έχω δίκιο να πολεμάω το καθεστώς, δεν έχουν οι εξουσιαστές, δεν έχετε εσείς δίκιο. Και ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα αδικίας που έχω βιώσει και βιώνω στο πετσί μου είναι η ζωή που εξαιτίας σας υποχρεώνεται να κάνει το παιδί μου. Που μεταξύ όλων των άλλων έζησε την βίαιη εξαφάνιση του πατέρα του από την ζωή του, τον οποίον δεν μπορεί να δει ούτε να μιλήσει, με ότι αυτό συνεπάγεται για το ίδιο. Οπότε και απέναντι στο παιδί μας έχουμε ένα πολύ μεγάλο χρέος. Να συνεχίσουμε να στεκόμαστε όρθιοι, να μην παραιτηθούμε, να μην κάνουμε βήμα πίσω.
Την πρώτη περίοδο που περάσαμε στην “παρανομία”, οι διωκτικοί μηχανισμοί έκαναν σενάρια για την πορεία που θα ακολουθήσουμε. Δεν ήταν δύσκολο να καταλήξουν στην σωστή εκτίμηση την οποία κοινοποίησαν με την φράση “ο Μαζιώτης και η Ρούπα δεν είναι από αυτούς που θα καταλήξουν να γίνουν απόμαχοι του ένοπλου αγώνα”. Για εμάς η μη συνέχιση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα θα ήταν μια εγκατάλειψη, μια οπισθοχώρηση, μια ήττα. Η συνέχιση της δράσης της οργάνωσης -και μάλιστα, διατηρώντας την ίδια στρατηγική κατεύθυνση που είχε πριν την επίθεση του 2010, αφού το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον όχι μόνο παρέμενε ίδιο, αλλά δικαίωνε την επιλογή της συγκεκριμένης στρατηγικής κατεύθυνσης-, υπήρξε η ολοκληρωτική ήττα του κράτους στην απόπειρά του να σκοτώσει τον Επαναστατικό Αγώνα.
Οπως είναι γνωστό, ένα εφετείο συνιστά την επανεξέταση μιας υπόθεσης. Και γνωρίζω ότι η ενημέρωσή σας σχετικά με την πρώτη δίκη έγινε από τα πρακτικά της. Σας διαβεβαιώνω ότι τα πρακτικά της πρώτης δίκης δεν αντανακλούν ούτε στο ελάχιστο την πολύμηνη διαδικασία της. Εξάλλου δεν υπάρχει σε κανένα καθεστωτικό μέσο κάποια ουσιαστική αναφορά για εκείνη τη δίκη, καθώς τα ΜΜΕ αποσιώπησαν για πολιτικούς λόγους οτιδήποτε ουσιαστικό την αφορούσε. Ο μόνος τρόπος για ουσιαστική ενημέρωση είναι το βιβλίο που κυκλοφορεί με τίτλο “ο Επαναστατικός Αγώνας απέναντι στο ειδικό δικαστήριο”. Αυτό το βιβλίο είναι είναι η μόνη πηγή που υπάρχει για εκείνη την δίκη. Μια δίκη που καταγράφηκε ιστορικά ως μια σημαντική πολιτική σύγκρουση με το καθεστώς. Με πολλές παρεμβάσεις και τοποθετήσεις για την δράση της οργάνωσης, την οποία υπερασπιστήκαμε ακούραστα και χωρίς να μας ενδιαφέρει το κόστος.
Στο πρώτο δικαστήριο η πολιτική σύγκρουση που έγινε, ήταν μεγάλη και αφορούσε κάθε πτυχή της υπόθεσης. Καθώς πιστεύαμε και πιστεύουμε πως σε ένα δικαστήριο που δικάζεται ένοπλη επαναστατική οργάνωση, κάθε νομική πτυχή -από το βούλευμα, τις κατηγορίες έως την επιλογή των μαρτύρων κατηγορίας και το συνολικό “στήσιμο” της διαδικασίας από την έδρα- έχουν έναν πολιτικό πυρήνα, αυτόν της πολιτικής επίθεσης στην οργάνωση και τους φορείς της, γι' αυτό και η μάχη μας δεν περιορίστηκε στην πολιτική υπεράσπιση των ενεργειών της οργάνωσης, αλλά δόθηκε ενάντια σε όλα όσα προανέφερα. Αντιμετωπίσαμε εκείνη την δίκη ως μια ενότητα, όπου κάθε πτυχή της, κάθε διάστασή της είχε ως αφετηρία και ως τελικό ζητούμενο να πλήξει πολιτικά τον Επαναστατικό Αγώνα. Και αυτό το κράτος δεν το κατάφερε. Εκείνο το δικαστήριο ήταν μια δικιά μας ουσιαστικά ιστορική σελίδα, γεγονός που αποτυπώθηκε στο σκεπτικό του εισαγγελέα (το μόνο που εκφράστηκε) και την απόφαση. Εκείνη η έδρα αναγκάστηκε να υποχωρήσει κάτω από την δική μας πολιτική πίεση σε σειρά ζητημάτων, υποχώρηση που καθόρισε τις καταδίκες και τις ίδιες τις ποινές.
Η πρώτη πολιτική υποχώρηση αφορούσε στην οπτική της για τον Επαναστατικό Αγώνα και στο γεγονός ότι αποδέχτηκε πως τόσο η οργάνωση όσο και τα πρόσωπα είναι πολιτικά. Η αντίφαση που εκφράστηκε ότι “παραμένουν ποινικά ζητήματα οι πράξεις”, αφορά στην αδυναμία απεγκλωβισμού εκείνου -όπως και κάθε δικαστηρίου-, από το πλαίσιο που θέτει ο “αντιτρομοκρατικός” νόμος. Πλαίσιο που αφορά κάθε δίκη ένοπλων οργανώσεων. Κοιτώντας σε βάθος τον “αντιτρομοκρατικό” νομικό οπλοστάσιο που δημιούργησε το κράτος, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κάποιος ότι πρόκειται για ένα νόμο με πολιτικό πυρήνα. Η δημιουργία του και ο σκοπός του δεν αφορά μόνο στην σκλήρυνση των ποινών που επιβάλλονται σε όσους επιλέγουν την ένοπλη δράση ενάντια στο καθεστώς. Είναι η πολεμική έκφραση ενός καθεστώτος απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους, των οποίων την πολιτική φύση, την πολιτική δράση, την πολιτική υπόσταση πρέπει να προσπαθήσει τουλάχιστο να ακυρώσει. Σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός παλεύει να παραμείνει η μόνη πολιτική, οικονομική και κοινωνική δομή στον πλανήτη, η ύπαρξη μέσων για την αντιμετώπιση μιας πολιτικής επαναστατικής πρότασης που αφορά όχι μόνο στην οργάνωση για την βίαιη ανατροπή του, αλλά εμπεριέχει και προωθεί ένα επαναστατικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, έχει εξέχουσα σημασία για την επιβίωσή του. Και ένα τέτοιο μέσο είναι ο “αντιτρομοκρατικός”. Το πρώτο δικαστήριο λοιπόν, παρά το γεγονός ότι δεν το πίστευε, μίλησε για ποινικές πράξεις προκειμένου να μην ακυρώσει πλήρως τον δικό του ρόλο, γεγονός που θα οδηγούσε σε ακύρωση της ίδιας της διαδικασίας.
Στην πρόταση που έκανε ο εισαγγελέας και που υιοθέτησε πλήρως η έδρα χωρίς να το ομολογεί ρητώς παρά μόνο μέσω των καταδικαστικών αποφάσεων και των ποινών που επέβαλε, υπήρχαν σειρά θέσεων που ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής μάχης που δώσαμε κατά τη διάρκεια της δίκης. Κάποιες από τις πολιτικές θέσεις μας, ο εισαγγελέας τις ενσωμάτωσε ατόφιες στην πρότασή του Ήταν αδύνατο να μην αποδεχτεί το δικαστήριο εκείνο ότι ο Επαναστατικός Αγώνας είναι μια οριζόντια οργάνωση χωρίς αρχηγούς και να καταρρεύσει η κατηγορία της αρχηγίας, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι το μοντέλο με βάση το οποίο οργανωθήκαμε είναι το ίδιο με αυτό που προτείνουμε κοινωνικά. Το μοντέλο μιας οριζόντιας κοινωνικής οργάνωσης, χωρίς κράτος, χωρίς ιεραρχίες, μιας κοινωνίας οικονομικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους. Αυτό το αφομοίωσαν καλά και το δήλωσαν και δημοσίως.
Ομως αυτό από μόνο του έρχεται να ακυρώσει τον ίδιον τον πυρήνα του “αντιτρομοκρατικού” που κεντρικό στόχο έχει να διασφαλίσει τη μη αναγνώριση πολιτικού αντιπάλου στο υπάρχον πολιτικό και οικονομικό καθεστώς. Η αναγνώριση από το πρώτο δικαστήριο μιας πρότασης κοινωνικής οργάνωσης εχθρικής προς την κυρίαρχη, στην ουσία είναι μια συντριπτική ήττα του ίδιου του “αντιτρομοκρατικού”, ασχέτως αν αυτό έγινε κατανοητό ή όχι από το ίδιο το δικαστήριο. Το ζήτημα που ειπώθηκε ότι “οι πράξεις παραμένουν ποινικές”, δεν αφορά παρά ένα προκάλυμμα που χρησιμοποίησε το δικαστήριο εκείνο για να καλύψει την γύμνια του καθεστώτος απέναντι στον Επαναστατικό Αγώνα και την αδιαμφισβήτητη πολιτική του υπεροχή.
Οσον αφορά την κατηγορία της αρχηγίας, για εμάς η απόσυρσή της δεν αφορούσε το ύψος των ποινών, αλλά ήταν μια πολιτική και αξιακή αναγκαιότητα. Όμως ο στόχος που έχει αυτή η κατηγορία, στόχος κατά βάση πολιτικός, είναι η ανάδειξη και η επιβολή μιας ακόμα πιο παραδειγματικής τιμωρίας -χρησιμοποιώντας την λανθάνουσα σχέση που πηγάζει από το ίδιο το κοινωνικό μοντέλο το οποίο επιβάλλει το κράτος, αυτή της ανισότητας, της ιεραρχίας και των κάθετων κοινωνικών σχέσεων, την οποία θέλει να “φορέσει” και στους πολιτικούς του αντιπάλους- στα πρόσωπα αυτά που κατά την εκτίμηση του κράτους, όχι μόνο έχουν παίξει κεντρικό και καθοριστικό ρόλο στην δράση της οργάνωσης που δικάζεται, αλλά προοπτικά και εν δυνάμει μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο ή να αποτελέσουν σημείο αναφοράς στην προοπτική μιας επαναστατικής απόπειρας ενάντια στο καθεστώς. Και αυτό γιατί η ένοπλη επαναστατική δράση είναι το κατεξοχήν μέσο αγώνα που φέρνει με έμπρακτο τρόπο στο παρόν το ζήτημα της ένοπλης προλεταριακής αντεπίθεσης για την βίαιη ανατροπή του καθεστώτος και την κοινωνική Επανάσταση.
Αυτό αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στην ίδια την πρόταση του εισαγγελέα στην πρώτη δίκη όπου πρότεινε την επιβολή της κατηγορίας της “συνέργειας” σε όλες τις ενέργειες της οργάνωσης για όσους ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη, αφού η καταδίκη μας με βάση την ηθική αυτουργία, όπως θα προέκυπτε από την κατηγορία της αρχηγίας αν αυτή δεν κατέρρεε, ήταν αδύνατη. Η καταδίκη μας για “συνέργεια” -ενώ ο εισαγγελέας επιχειρηματολόγησε για την αναγκαία προϋπόθεση να υπάρχουν τεκμήρια ενοχής και όχι μόνο ενδείξεων- βασίστηκε τελικά σε καθαρά πολιτικά κριτήρια, καθώς τα “τεκμήρια” που παρέθεσε όταν πρότεινε την καταδίκη μας με βάση αυτήν την κατηγορία -και που έγινε δεκτή και από τους δικαστές-, ήταν η ανάληψη πολιτικής ευθύνης, το “πάθος και η θέρμη που υπερασπίστηκαν τις ενέργειες της οργάνωσης”, κάνοντας μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά στο κύρος -λόγω της ιστορικής του διαδρομής- του συντρόφου Νίκου Μαζιώτη. Και ακριβώς πάνω σε αυτήν την ιστορική βαρύτητα βασίστηκε και η νέα κατηγορία της αρχηγίας που έχει ο σύντροφος Μαζιώτης για την επικείμενη δίκη που αφορά την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας.
Τα παραπάνω ήταν αρκετά γι αυτόν για να καταλήξει στο ότι ο ρόλος αυτών που προχώρησαν στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης ήταν καταλυτικός στις αποφάσεις και στην υλοποίηση των ενεργειών, ασχέτως αν συμμετείχαν σε αυτές όχι. 'Η όπως είχε πει ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε μια συνεδρίαση που συζητιόταν το ζήτημα της αρχηγίας, “ναι μεν δεν υπήρχαν αρχηγοί, αλλά κάποιοι είχαν έναν κεντρικό ρόλο”, για να του απαντήσω αμέσως μετά, ότι “ούτε κέντρα ούτε περιφέρειες δεν υπήρχαν στον Επαναστατικό Αγώνα. Αυτές είναι δομές και σχέσεις ανθρώπινες ή γεωγραφικές του καπιταλισμού”.
Ετσι λοιπόν, το πρώτο δικαστήριο είχε την υποχρέωση να μην εγκαταλείψει ολοκληρωτικά το πνεύμα του “αντιτρομοκρατικού” και τις πολιτικές του στοχεύσεις, κρατώντας κάποια αντίσταση στην υποχώρηση που είχε υποχρεωθεί να κάνει λόγω της πολιτικής πίεσης που δεχόταν. Εμείς πιέζαμε για σειρά κατηγοριών που πρόσβαλαν πολιτικά εμάς και την οργάνωσή μας, η πλειοψηφία των οποίων τελικά κατέρρευσε, με αποτέλεσμα την επιβολή ποινών μικρών σχετικά με το είδος της υπόθεσης και για πρώτη φορά στην ιστορία ανάλογων δικών για εμάς που έχουμε αναλάβει την ευθύνη. Η αντιστοιχία μεταξύ των ποινών θα έπρεπε να είναι τέτοια που να μην ακυρώνει την αναγκαιότητα επιβολής μιας ποινής σε αυτούς που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη, τέτοιας η οποία να μπορεί να παίξει έναν παραδειγματικό πολιτικά χαρακτήρα κρατώντας παράλληλα μια διακριτή απόσταση από τις καταδίκες και τις ποινές των υπολοίπων κατηγορουμένων.
Η ακύρωση εμπράκτως των στοχεύσεων του “αντιτρομοκρατικού” που έγινε σε εκείνη την δίκη δεν σταματάει εδώ. Ένα ακόμα αποτέλεσμα των πολιτικών πιέσεων που ασκήσαμε, ήταν ότι αποδέχτηκε το πρώτο δικαστήριο πως οι περισσότεροι στόχοι της οργάνωσης δεν αφορούσαν “κοινωφελείς οργανισμούς” όπως έλεγε το βούλευμα. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός δεν είναι τυχαίος. Δεν αφορά μόνο στο γεγονός ότι δίνει το περιθώριο για την επιβολή μεγάλων ποινών σε βομβιστικές επιθέσεις, ποινές που μπορούν να φτάσουν έως τα ισόβια. Η ουσία αυτής της κατηγορίας είναι η δημιουργία ενός εξωραϊσμένου πολιτικού και κοινωνικού περιβλήματος σε κέντρα, οργανισμούς και θεσμούς με βαθιά αντικοινωνική φύση και δράση και με ρόλο ταξικό και εγκληματικό, όπως είναι οι τράπεζες, το χρηματιστήριο, τα υπουργεία, η αμερικάνικη πρεσβεία. Ο “αντιτρομοκρατικός” μεταξύ όλων των άλλων σκοπών του είναι να προστατέψει πολιτικά το σύστημα μέσα από την εξυγίανση και τον καθαγιασμό του ρόλου του. Γι' αυτό η αναφορά σε “κοινωφελείς οργανισμούς”, σε οργανισμούς που δρουν για το κοινό συμφέρον, είναι ένας χαρακτηρισμός με καθαρή πολιτική στόχευση και αποκαλύπτει χωρίς περιστροφές, πως μια δίκη που διεξάγεται με βάση τον “αντιτρομοκρατικό” είναι μια πολιτική σύγκρουση, πως ο συγκεκριμένος νόμος είναι πρώτα και πάνω απ' όλα ένα πολιτικό όπλο του καθεστώτος απέναντι στις ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις και απέναντι στην ίδια την επαναστατική προοπτική.
Ο “αντιτρομοκρατικός” είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένος στην συνολική λειτουργία του συστήματος, που είναι αδιανόητο σε οποιονδήποτε βρίσκεται στην εξουσία να τον προσβάλει. Και αυτό γιατί είναι πλέον κοινός τόπος σε κάθε καθεστωτική τάση πως ο νόμος αυτός είναι ένα πολύτιμο όπλο για την οχύρωση του καθεστώτος, ένα βασικό στήριγμα για να κρατιέται όρθιο το σάπιο σύστημα. Και όποιος θέλει να το υποστηρίξει, θα χρειαστεί και τον “αντιτρομοκρατικό”. Παρά τις διαμαρτυρίες, τις καταγγελίες και τις υποσχέσεις για κατάργησή του από τις αριστερές τάσεις του καθεστώτος, κανένας δεν τολμά να βάλει χέρι σε αυτόν. Είναι γνωστό εξ' άλλου ότι και ο Σύριζα πριν ανέβει στην εξουσία είχε τέτοιες θέσεις, και ως εξουσία οι αλλαγές που έκανε ύστερα από πολυήμερη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων και του συντρόφου Νίκου Μαζιώτη, ήταν να καταργήσει τις φυλακές τύπου Γ' και το νομικό πλαίσιο που τις συμπεριλάμβανε, να δεχτεί την κατ' οίκον κράτηση του Σάββα Ξηρού και όσων κρατούμενων έχουν μεγάλο ποσοστό αναπηρίας και να καταργήσει τον λεγόμενο “κουκουλονόμο”. Οι παραπάνω αλλαγές που συνιστούν επιτυχία της απεργίας πείνας, ήταν ό,τι περισσότερο που να δώσει ο Σύριζα υπό τις υπάρχουσες συνθήκες για την βελτίωση του κατασταλτικού οπλοστασίου μέσα στην συγκεκριμένη περίοδο και ενώ δεν είχε ακόμα επίγνωση των αρνητικών πολιτικών προεκτάσεων κάποιων εκ των αλλαγών αυτών στις διπλωματικές σχέσεις του με τμήμα των πολιτικών προϊσταμένων του, γεγονός που φάνηκε με τις σφοδρές αντιδράσεις του αμερικάνικου κράτους στην ψήφιση νόμου για τον Ξηρό.
Η άμεση αντίδραση του αμερικάνικου κράτους ήταν να εντάξει στην διεθνή λίστα των “τρομοκρατών” δυο καταδικασμένους για ένοπλη δράση στην Ελλάδα, ένας εκ των οποίων είναι ο Νίκος Μαζιώτης, απόφαση που αφορά την πλέον δημοφιλή επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην Ελλάδα, την επίθεση με αντιαρματική ρουκέτα στην αμερικάνικη πρεσβεία, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο στην ελληνική κυβέρνηση, ότι σε περίπτωση που αυτοί οι δυο βρεθούν εκτός φυλακής, το αμερικάνικο κράτος θα γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις αρχές εθνικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και θα προβεί αυτόνομα σε δράσεις εντοπισμού και σύλληψής τους. Και λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε η συγνώμη της κυβέρνησης μέσω δήλωσης κυβερνητικού παράγοντα που είπε περίλυπος -διατηρώντας όμως την ανωνυμία του- ότι “αν ξέραμε ότι θα υπήρχαν τέτοιες αντιδράσεις με τον συγκεκριμένο νόμο, δεν θα τον ψηφίζαμε”. Με άλλα λόγια το κοινωνικά “ευαίσθητο” προσωπείο του, το φοράει ο Σύριζα γιατί έχει άγνοια της διεθνούς διπλωματίας, των σχέσεων με τους πολιτικούς προϊσταμένους του ελληνικού καθεστώτος και των ορίων τους, άγνοια που αν δεν υπήρχε, θα το είχε πετάξει εξ' αρχής στα σκουπίδια.
Μια απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων με στόχο την κατάργηση του αντιτρομοκρατικού θα μπορούσε να δημιουργήσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην κυβέρνηση, ακόμα ίσως και να προκαλέσει την κατάρρευσή της, στο βαθμό που στηριζόταν σε ένα αρραγές μέτωπο εντός και εκτός φυλακών με κεντρικό και κοινό στόχο τον αντιτρομοκρατικό και στον βαθμό που κατάφερνε να αποτελέσει εφαλτήριο για μια άμεση μαζική και δυναμική πολιτική και κοινωνική επίθεση εναντίον της κυβέρνησης σε όλα τα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα που αφορούν ευρύτερα την κοινωνία αυτήν την περίοδο. Στον βαθμό δηλαδή, που αποτελούσε αφορμή για μια άμεση επαναστατική αντεπίθεση με αιχμή τον αντιτρομοκρατικό. Και επειδή όπως προείπα, ο αντιτρομοκρατικός έχει άρρηκτη σχέση με την αναπαραγωγή του συστήματος στην εποχή μας, μια ισχυρή πολιτική και κοινωνική πίεση για την κατάργησή του θα μπορούσε να υπονομεύσει και να προσβάλει την ίδια την κυβερνητική σταθερότητα.
Μπορεί αυτή η απεργία να μην κατάφερε αυτόν τον μείζονα στόχο για λόγους που δεν αφορούν το δικαστήριο, όμως κατάφερε αν μη τι άλλο να αναδείξει την υποκρισία της αριστερής κυβέρνησης και την ταύτισή της ουσιαστικά με το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό του καθεστώτος στην Ελλάδα.
Εδώ αξίζει να αναφέρω άλλες δυο πρωτιές της κυβέρνησης. Είναι η πρώτη κυβέρνηση που άφησε πολιτικό κρατούμενο απεργό πείνας να φτάσει τόσο κοντά στον θάνατο, αφού υπέστη τρία καρδιακά εμφράγματα. Μιλώ για το μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, Νικολόπουλο. Και μια ακόμη πρωτιά της κυβέρνησης αυτής που καταδεικνύει όχι μόνο την υποκρισία της, αλλά και το βάθος της χυδαιότητάς της, είναι ότι για πρώτη φορά δόθηκαν λεφτά επικήρυξης σε καταδότη που “έδωσε” στους μηχανισμούς καταστολής καταζητούμενο για “τρομοκρατία”. Και αυτό ως κίνηση καλής θέλησης και συμμόρφωσης στους κανόνες για την αντιμετώπιση της “τρομοκρατίας”, με βασικό αποδέκτη την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Ενώ λοιπόν, ο Σύριζα έχει βάλει χέρι σε συνταξιοδοτικά ταμεία και αποθεματικά δημόσιων οργανισμών και φορέων για να πληρώνει δόσεις στους δανειστές, ενώ δεν έχει να πληρώσει συντάξεις και αφήνει ταμεία να “σπάνε” και να πουλάνε ομόλογα για να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους προς τους συνταξιούχους, ενώ έχει κηρύξει στάση πληρωμών στο εσωτερικό για να πληρώνει τα δάνεια στο εξωτερικό, έδειξε παραδειγματική συνέπεια στην ανταμοιβή της κατάδοσης και βρήκε ένα εκατομμύριο για να ανταμείψει έναν ρουφιάνο, επικυρώνοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την μέθοδο της κατάδοσης, των επικηρύξεων και νομιμοποιώντας τους “κυνηγούς κεφαλών”. Και επειδή είμαι και εγώ επικηρυγμένη με το ίδιο ποσό, γίνεται αντιληπτό πως η χυδαιότητα αυτής της αριστερής κυβέρνησης έχει καταστήσει τον εντοπισμό τον δικό μου μια ιδιαίτερα επικερδή υπόθεση εν μέσω κρίσης και καλεί κάθε επίδοξο ρουφιάνο να δράσει υποσχόμενη πως το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό του ενός εκατομμυρίου της επικήρυξης θα δοθεί, παρά το γεγονός ότι τα κρατικά ταμεία είναι άδεια για τις κοινωνικές υποχρεώσεις του κράτους απέναντι στους φτωχούς αυτού του τόπου. Κοροϊδία και υποκρισία για τους φτωχούς, τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τους ρημαγμένους από την κρίση ανθρώπους αυτού του τόπου, συνέπεια, ειλικρίνεια και επιβράβευση για τα ανθρώπινα σκουλήκια, τους ρουφιάνους. Αυτό συνιστά για εμένα ένα γεγονός που δείχνει πως όχι μόνο ο Σύριζα ταυτίζεται με κάθε άλλη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και στο κεντρικό για την καθεστωτική σταθερότητα ζήτημα του “αντιτρομοκρατικού” πολέμου, αλλά πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Στηρίζει με υλικούς και ηθικούς όρους την ρουφιανιά στην κοινωνία για τους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος, την προπαγανδίζει, τη νομιμοποιεί, την επιβραβεύει. Αυτή είναι η κουλτούρα των αριστερών του Σύριζα, αυτές είναι οι αξίες τους.
Ολα τα παραπάνω μπορεί να συνιστούν μια νέα σελίδα στην ελληνική ιστορία, καθώς μια αριστερή κυβέρνηση έρχεται να ανταγωνιστεί κάθε προηγούμενη κυβέρνηση στα ψέμματα προς την κοινωνία και την χυδαιότητα, αλλά δεν είναι μια εξέλιξη που εμάς στον Επαναστατικό Αγώνα και πιστεύω κάθε άνθρωπο που μπορεί να κάνει μια στοιχειώδη πολιτική ανάλυση, τον εξέπληξε. Ολα ήταν προβλέψιμα και αναμενόμενα, όχι μόνο η αναπόφευκτη ταύτισή του με τους δανειστές και την τρόικα, αλλά και το γεγονός ότι δηλώνει πως θα πολεμήσει με κάθε τρόπο όσους σηκώσουν ανάστημα απέναντι στην πολιτική του, σε όσους θελήσουν με δυναμικούς όρους να εμποδίσουν το έργο του για την διάσωση του συστήματος, σε όσους θέσουν εμπράκτως το ζήτημα της ένοπλης επαναστατικής δράσης, το ζήτημα της ανατροπής αυτής και κάθε κυβέρνησης, το ζήτημα της κοινωνικής Επανάστασης. Σε όσους πολεμήσουν ενάντια σε αυτό που υπηρετεί ο Σύριζα και κάθε κυβέρνηση, να επιβληθεί ως μονόδρομος η υποταγή στην οικονομική και πολιτική εξουσία, η υποταγή στο καθεστώς.
Αυτόν τον πόλεμο υπηρετείτε κι εσείς όπως και κάθε ειδικό δικαστήριο που δικάζει ένοπλους αγωνιστές. Αυτόν τον πόλεμο υπηρετεί και αυτό το εφετείο. Να δικάσει και να καταδικάσει τον ένοπλο αγώνα ενάντια στο καθεστώς. Να καταδείξει την κυρίαρχη πρόταση της υποταγής, της φτωχοποίησης, του αποκλεισμού, της κοινωνικής γενοκτονίας ως την μόνη επιλογή για την έξοδο από την κρίση. Να επιβάλει τη μακροχρόνια φυλάκιση σε όποιον αγωνιστή σηκώσει τα όπλα ενάντια στο σύστημα στο όνομα της κοινωνικής αξιοπρέπειας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της ελευθερίας. Υπηρετείτε τον πόλεμο που διεξάγει η κυριαρχία ενάντια σε όσους με τα όπλα καλούν τον λαό σε ξεσηκωμό, σε Επανάσταση.
Αυτό τελικά που εξυπηρετεί ο “αντιτρομοκρατικός”, αυτό που κάνετε κι εσείς, είναι η αντιστροφή της πραγματικότητας. Δικάζετε ως “τρομοκρατική” μια επαναστατική οργάνωση, καλύπτοντας έτσι την πραγματική τρομοκρατία, αυτήν που ασκεί η οικονομική και πολιτική ελίτ, αυτήν που ασκεί το κράτος και το κεφάλαιο. Γιατί η πραγματική τρομοκρατία είναι οι πολιτικές αναπαραγωγής του συστήματος, πολιτικές που διαιωνίζουν και βαθαίνουν την ανισότητα, τους ταξικούς διαχωρισμούς, την κοινωνική αδικία. Που αναπαράγουν την φτώχεια, την δυστυχία, τον αποκλεισμό, τον κοινωνικό θάνατο. Που επιβάλλουν με την βία την υποταγή, την σκλαβιά σε οικονομικό, εργασιακό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Που υποχρεώνουν την κοινωνική πλειοψηφία να ζει χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς ελευθερίες. Τρομοκρατία είναι τα μνημόνια που παραχωρούν γη και ύδωρ σε ντόπιους και ξένους τοκογλύφους. Τρομοκρατία είναι η οικονομική κρίση και όλο το οικονομικό σύστημα που τις γεννά. Τρομοκράτες είναι όλοι αυτοί που κυβερνούν και έχουν ονοματεπώνυμο. Τρομοκράτες είναι ο Ντάιζεμπλουμ, η Λαγκάρντ, ο Γιούνκερ, ο Ντράγκι, ο Τουσκ, οι κυβερνήσεις και όλοι αυτοί που απαρτίζουν την τρόικα και αποτελούν την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ. Τρομοκράτες είναι ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος, ο Σαμαράς, ο Παπαδήμος, ενώ στο κάδρο θα μπει άμεσα και ο Τσίπρας με το μνημόνιο που θέλει να συνδιαμορφώσει με τους δανειστές. Όλοι τους ασκούν την ίδια εγκληματική πολιτική, όλοι τους είναι αφοσιωμένοι στην υπηρεσία των πλουσίων ντόπιων και ξένων.
Ο Επαναστατικός Αγώνας ήταν, είναι και θα παραμείνει η ζωντανή πολιτική έκφραση της κοινωνικής αναγκαιότητας για τον αγώνα ενάντια στους τρομοκράτες, τους εγκληματίες, τους δολοφόνους του καθεστώτος. Της αναγκαιότητας για την ανατροπή αυτού του εγκληματικού συστήματος, της αναγκαιότητας για Επανάσταση. Της Επανάστασης, που όπως δεν έχει κουραστεί ο Επαναστατικός Αγώνας και εμείς σαν πρόσωπα να διακηρύττουμε, δεν αφορά την επίλυση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων μιας μειοψηφίας. Δεν αφορά την υλοποίηση των συμφερόντων ενός μικρού τμήματος της κοινωνίας. Αφορά την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, αφορά τα συμφέροντα των περισσότερων ανθρώπων. Αφορά αυτούς που έχει χτυπήσει η κρίση, αυτούς που έχουν περιθωριοποιηθεί, που αργοπεθαίνουν σε ένα καθεστώς ανελευθερίας, ανέχειας, αναξιοπρέπειας. Αφορά όλους τους σύγχρονους σκλάβους όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ένοπλη κοινωνική Επανάσταση είναι ο μόνος δρόμος για να νικήσουμε, ο μόνος δρόμος για την ελευθερία. Γιατί η ελευθερία, όπου και αν κοιτάξει κανείς στην ιστορία, κατακτιέται μόνο με τα όπλα.
ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΑΜΠΡΟ ΦΟΥΝΤΑ
ΖΗΤΩ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΖΗΤΩ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Πόλα Ρούπα
Ο Νίκος Μαζιώτης
Στη συνέχεια, ο Ν. Μαζιώτης, αφού δήλωσε εισαγωγικά ότι σε πολλά τον κάλυψε η τοποθέτηση της συντρόφισσάς του, που μόλις είχε διαβάσει, σημείωσε πως σ’ αυτό το δικαστήριο βρίσκεται κατά λάθος, γιατί ο ίδιος και η Π. Ρούπα δεν ήθελαν να κάνουν έφεση, αλλά κατά λάθος την υπέβαλαν οι συνήγοροί τους, ενώ οι ίδιοι είχαν σπάσει τους περιοριστικούς όρους και είχαν περάσει στην παρανομία για να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα της οργάνωσής τους, οπότε δεν είχαν καμιά πρόθεση να εμφανιστούν σε κάποιο εφετείο. Δεν έχω αυταπάτες ότι η ποινή θα μείνει η ίδια, κατέληξε, για να αναφερθεί στη συνέχεια στη συνέχιση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα με την τοποθέτηση μιας βόμβας 75 κιλών στην ΤτΕ στην οδό Αμερικής, όπου ήταν και το γραφείο του Γουές Μακγκρόου, του μονίμου αντιπροσώπου του ΔΝΤ στην Ελλάδα.
Το πρώτο που θέλω να πω, συνέχισε, είναι ότι αυτή η δίκη είναι πολιτική. Δικάζονται εχθροί του συστήματος που εσείς εκπροσωπείτε. Σ’ ένα βαθμό, έμμεσα, γιατί ποτέ καμιά εξουσία δε θα πει άμεσα ότι δικάζει πολιτικούς αντιπάλους, αυτό αναγνωρίστηκε από τον εισαγγελέα της πρώτης δίκης κ. Λιόγα, που στην αρχή της αγόρευσής του είπε ότι το φαινόμενο που δικάζουμε είναι πολιτικό και οι κατηγορούμενοι είναι πολιτικά πρόσωπα, αλλά οι πράξεις είναι ποινικές. Σε άλλο σημείο της αγόρευσής του ο κ. Λιόγας είπε ότι ο ΕΑ είναι μια αναρχική οργάνωση, της οποίας τα μέλη απεχθάνονται κάθε σχέση ιεραρχίας, δεν υπάρχουν αρχηγοί. Με βάση αυτό απορρίφθηκε η κατηγορία της «διεύθυνσης». Βρήκαν, βέβαια, έναν άλλο τρόπο να μας «χώσουνε» και τις δεκαέξι ενέργειες της οργάνωσης, με τη συνέργεια, ενώ δεν υπήρξε καμιά μαρτυρία, το παραμικρό στοιχείο για την παρουσία μας σε οποιαδήποτε ενέργεια. Επειδή αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη, βρέθηκε η πατέντα ότι είμαστε συνεργοί. Δεν έχω την αυταπάτη ότι και το δικό σας δικαστήριο θα κόψει κάτι.
Ο μόνος που σκοπός που βρίσκομαι εδώ πέρα, έστω από σπόντα, είναι για να υπερασπιστώ την οργάνωσή μου. Θυμίζω ότι και σε πρότερες εποχές, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού ως «ληστοσυμμορίτες» δικάζονταν από τα έκτακτα στρατοδικεία. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν «ληστοσυμμοριτισμός», δεν ήταν επανάσταση, ούτε αντάρτικο, ούτε εξέγερση, δεν είχε πολιτική χροιά για το τότε καθεστώς. Και οι αντάρτες ήταν «κοινοί εγκληματίες», όπως κι εμείς. Το ίδιο έχει γίνει και με όλες τις οργανώσεις αντάρτικου πόλης σε όλο τον κόσμο (αναφέρθηκε αναλυτικά στις οργανώσεις του αντάρτικου πόλης).
Ενώ μας δικάζετε ως ποινικούς, εντούτοις η μεταχείρισή μας είναι εντελώς διαφορετική από των ποινικών, συνέχισε ο Ν. Μαζιώτης, αναφερόμενος στο ειδικό «αντιτρομοκρατικό» καθεστώς και στους διάφορους σταθμούς του. Ειδικοί νόμοι, ειδική υπηρεσία καταστολής, ειδικά δικαστήρια, ενίοτε και ειδικές φυλακές. Δεν μας αντιμετωπίζετε ως κοινούς ποινικούς παραβάτες, αλλά με διακριτικότητα και με καθεστώς πολύ χειρότερο. Ο νόμος σας είναι πιο επιεικής σε παιδεραστές, σε νταβατζήδες, σε προαγωγούς, σε ανθρώπους του τράφικινγκ. Την αυστηρότητά σας σε εμάς την εξαντλείται, γιατί μας θεωρείται αντιπάλους σας.
Η κατηγορία περί «τρομοκρατίας», έτσι όπως περιγράφεται στο νόμο σας (σκοπός να βλάψει θεμελιώδεις δομές του πολιτεύματος), μπορώ να πω ότι ισχύει, όμως κι αυτή πολιτικά κίνητρα αναγνωρίζει, παρά την ασάφειά της. Αυτά δεν είναι κοινά ποινικά αδικήματα, αλλά πολιτικά αδικήματα. Την άλλη κατηγορία, όμως, ότι θέλουμε να εκφοβίσουμε τον πληθυσμό της χώρας, δεν τη δέχομαι. Αυτή είναι δική σας κατηγορία, το δικό σας καθεστώς εκφοβίζει τον πληθυσμό, το λαό, την κοινωνία και όχι ο ΕΑ. Αυτές τις κατηγορίες σας τις γυρίζω πίσω.
Στη συνέχεια, ο Ν. Μαζιώτης αναφέρθηκε στη συστηματική τρομοκρατία που ασκούν οι κυβερνήσεις με τα Μνημόνια. Αυτοί, είπε, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για μαζική ληστεία του λαού, για δολοφονίες, για προδοσία του λαού, γιατί για άλλα τους ψήφισε και άλλα κάνουν. Αυτές είναι οι πραγματικές κατηγορίες και ισχύουν για τους αντιπάλους μας, όχι για μας. Μίλησε στη συνέχεια αναλυτικά για τα εγκλήματα σε βάρος του λαού, που συνιστούν εκκαθάριση ενός τμήματος του πληθυσμού με οικονομικά μέσα, ενώ αναφέρθηκε και ονομαστικά στους αστούς πολιτικούς που πρωταγωνίστησαν στο αντιλαϊκό όργιο, ξεκινώντας από την κυβέρνηση Καραμανλή, που προετοίμασε το έδαφος, και συνεχίζοντας με τις επόμενες κυβερνήσεις, για να φτάσει μέχρι τη σημερινή κυβέρνηση και τα στελέχη της, που αποδείχτηκαν πιο απατεώνες από τους προηγούμενους, αφού εξαπάτησαν αδίστακτα το λαό (αναφέρθηκε αναλυτικά στην πολιτική της σημερινής κυβέρνησης).
Αυτοί στην πραγματικότητα, συνέχισε ο Ν. Μαζιώτης, είναι πολιτικοί εντολοδόχοι, όργανα κάποιων άλλων. Τα κεφάλια αυτής της διεθνούς εγκληματικής οργάνωσης είναι οι τραπεζίτες, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, τα στελέχη των πολυεθνικών, των hedge funds, που κι αυτοί έχουν ονοματεπώνυμο (αναφέρθηκε ονομαστικά σε έλληνες καπιταλιστές). Αναφέρθηκε επίσης στα μεγαλοστελέχη του ΔΝΤ, της ΕΚΤ, της Κομισιόν, αλλά και στα στελέχη της τρόικας.
Πιστεύετε πως θα βρείτε πολλούς απλούς έλληνες πολίτες που θα διαφωνήσουν μ’ αυτό το κατηγορητήριο που λέω; συνέχισε ο Ν. Μαζιώτης. Εσείς μας δικάζετε για λογαριασμό των τραπεζών και εγκληματικών μηχανισμών όπως τα υπουργεία, για λογαριασμό των πραιτοριανών, του δικαστικού συστήματος που είναι ο σκληρός πυρήνας του κρατικού μηχανισμού. Αν οι τράπεζες βάζουν τη θηλιά στο λαιμό, εσείς οι δικαστές κλωτσάτε το σκαμνί από τα πόδια. Εμείς τρομοκρατήσαμε αυτούς για λογαριασμό των οποίων μας δικάζετε, την πολιτική και οικονομική ελίτ, κατέληξε.
Ο Κώστας Γουρνάς
Ο Κώστας Γουρνάς, στον οποίο δόθηκε στη συνέχεια ο λόγος, έκανε την εξής πολιτική δήλωση:
Εχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια από τη σύλληψη και φυλάκισή μου, μια περίοδος που χρονικά συμπίπτει με την πιο σκληρή φάση της κρίσης που γνώρισε ο τόπος. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων μελέτησα τις σφοδρές κοινωνικές ανακατατάξεις που επέφερε η επιβολή των μνημονίων, τόσο μέσα από τις συνθήκες εγκλεισμού -όπου η απόσταση εξασφαλίζει μια πιο ψύχραιμη ματιά- όσο και μέσα στη δίνη των εξελίξεων, κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης κι ενώ είχε παρέλθει το δεκαοχτάμηνό μου. Οπως συμβαίνει σε κάθε κατάσταση κρίσης, είτε στο μικρόκοσμο των ατομικών σχέσεων είτε στο μακρόκοσμο της κοινωνίας, η προηγούμενη τάξη πραγμάτων δίνει τη θέση της σε μια νέα. Γίνεται αναπόφευκτη η ρήξη με την κανονικότητα και αυτή η ασυμμετρία παράγει συγκρούσεις, διλήμματα, αδιέξοδα που οδηγούν είτε σε οπισθοδρόμηση είτε σε υπέρβαση. Γι' αυτό συνηθίζουμε να λέμε ότι κάθε κρίση είναι ταυτόχρονα και μια ευκαιρία.
Ετσι, είδα ανθρώπους να αυτοεξευτελίζονται αποδεχόμενοι ότι τα φάγανε όλοι μαζί, είδα άλλους να εμποτίζονται από το δηλητήριο του μίσους για τον πιο αδύναμο, είδα ένα κομμάτι της κοινωνίας να συντηρητικοποιείται, άκουσα για άλλους που επικρότησαν βασανισμούς, καταδίκες και τη φυλάκιση ανθρώπων που αγωνίζονται για την κοινωνική απελευθέρωση. Είδα, όμως, κι άλλους που όρθωσαν το ανάστημά τους, που άνοιξαν τα αυτιά και τα μάτια τους, που ξεκλείδωσαν τη μιλιά τους. Ακουσα για ανθρώπους αγνώστους που έσφιξαν το χέρι της μάνας μου, που για να βοηθήσουν έδωσαν κι από το έλλειμμά τους, για ανθρώπους που ξανακέρδισαν την αυτοεκτίμησή τους διώχνοντας το φόβο που προκαλεί η εξουσία, ανθρώπους που ένιωσαν τις επιλογές μου ως δικιά τους υπόθεση. Ακουσα για ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ καμία τριβή με την πολιτική, που δεν είχαν διαβάσει τους θεωρητικούς της ταξικής πάλης ή τις προκηρύξεις του Ε.Α., που δε θυμούνται καν τις ενέργειες της οργάνωσης, να αντιλαμβάνονται την ιστορική αναγκαιότητα του αγώνα και της ένοπλης πάλης ως μια διαδικασία που υπερασπίζει τα δικά του συμφέροντα. Και είναι ακριβώς αυτές οι οξυμένες συνθήκες της κρίσης που κάνουν όλα αυτά πιο ξεκάθαρα στον καθένα.
Αυτή η εικόνα της κοινωνίας είναι η ζωογόνος δύναμη που δικαιώνει τις επιλογές μου, που με τροφοδοτεί για ακόμη μια μάχη. Κυρίως, όμως, είναι αυτή που κρατά άσβεστη την ελπίδα ότι οι δικοί μου άνθρωποι θα ζήσουν σε έναν κόσμο που δε θα έχει βυθιστεί στο μίσος, τον σκοταδισμό και την παραίτηση. Για όλους αυτούς που έκαναν την υπέρβασή τους-κι ας μην είναι ακόμη αρκετή-είμαι ένας δικός τους άνθρωπος και αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμή για μένα.
Ανέλαβα την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον Ε.Α. ως φυσική συνέχεια και συνέπεια των πολιτικών μου αρχών, αλλά κυρίως της ηθικής μου υπόστασης. Στο πρώτο δικαστήριο, μετά από μια πολύμηνη διαδικασία, αυτή και μόνο η στάση μου ήταν το ικανό τεκμήριο για να καταδικαστώ σε πενήντα έτη και έξι μήνες. Η ποινή που μου επεβλήθη ήταν απόρροια ενός καθαρά πολιτικού συλλογισμού που τιμωρούσε την ίδια την ανάληψη ευθύνης και την υπεράσπιση της οργάνωσης, ελλείψει άλλων στοιχείων. Σε μια δίκη όπου στερούνταν νομικής βάσης για να τεκμηριωθεί η τελική απόφαση, η έδρα κατέφυγε σε λογικά άλματα ταυτίζοντας αυθαίρετα την πολιτική υπεράσπιση των ενεργειών με τη συνέργεια στη διάπραξη τους. Ετσι, διατήρησε το δικαίωμα που της παρείχε η εξουσία της να αποφασίζει πολιτικά σε μια δίκη την οποία πάσχιζε να αποχαρακτηρίσει ως τέτοια.
Θα είμαι σαφής. Δεν πιστεύω ότι μέσα σε συνθήκες καπιταλισμού μπορεί να υπάρξει θεσμική απονομή Δικαιοσύνης. Δεν πίστεψα σε αυτή ακόμη κι όταν στο πρώτο δικαστήριο υπήρξε αθωοτική απόφαση που έκρινε, κατά πολλούς, το μέλλον των παιδιών μου. Η απονομή Δικαιοσύνης δεν είναι ζήτημα εκπλήρωσης συναισθηματικών προσδοκιών, δεν έχει να κάνει με την έκφραση «δικαιώθηκα» ή «αδικήθηκα» στο πέρας κάθε δίκης. Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι δικλείδα ασφαλείας, που κρατά τη συνοχή μιας κοινωνίας, αυτή που διασφαλίζει τα πιο όμορφα, τα πιο ευγενή αγαθά της ανθρωπότητας. Οχι, όμως, αυτής της κοινωνίας, όχι αυτής της ανθρωπότητας, αλλά ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, όπου ο παραγόμενος πλούτος και η παραγόμενη γνώση θα είναι διαθέσιμοι σε κάθε άνθρωπο ισότιμα, έτσι ώστε να δύναται να συνεισφέρει στην κοινωνική πρόοδο.
Κι έτσι γεννάται ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει σ' αυτή τη Δικαιοσύνη παρίσταται στο δικαστήριο; Είμαι αναρχικός, υπήρξα μέλος του Ε.Α. μέχρι το 2010, ήμουν προλετάριος από νεαρή ηλικία. Είμαι εδώ για να υπερασπιστώ τις επιλογές και την ιστορία μου. Αν μέσα στην έωλη αποδεικτική πραγματικότητα του κατηγορητηρίου, αυτή μου η στάση κρίνεται εκ νέου ικανή-να οδηγήσει στην ίδια ποινή, τότε ας γίνει σαφές από την αρχή ότι θα έχουμε μια νέα πολιτική απόφαση. Απέναντι σε αντίπαλο και όχι σε κατηγορούμενο, στηριζόμενη σε συσχετισμούς δύναμης και όχι, φυσικά στην ευαγγελιζόμενη τεκμηρίωση κατηγοριών που δεν έχουν κανένα αποδεικτικό μα και πραγματικό βάρος.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να δικαιωθεί ένας άνθρωπος και πολλοί περισσότεροι για να δικαιωθεί ένας αγωνιστής. Ο χώρος του δικαστηρίου δίνει το βήμα για να κριθεί δημόσια αυτή η δικαίωση. Από αυτούς που βρίσκονται εδώ και ακούνε, από αυτούς που δε βρίσκονται εδώ μα παρακολουθούν, αλλά, κυρίως από την ιστορική κατοχύρωση της αξιοπρεπούς στάσης αυτού που κρίνεται. Αυτή τη δικαίωση επιζητώ, γι' αυτό βρίσκομαι εδώ. Δεν αδιαφορώ για την ποινή μου. Είμαι εδώ και γι' αυτήν και δεν προτίθεμαι να χαριστώ στη δυνατότητα τη δικαίωση αυτή να την εκλαμβάνω και εκτός φυλακής, όσο πιο σύντομα μπορώ.
Ο Χριστόφορος Κορτέσης
Θέλω να πω κάποια πράγματα που συνδέονται με όλα τα προηγούμενα στάδια της δίωξής μου, από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου, τον Απρίλη του 2010, μέχρι αυτή την στιγμή που ξεκινάει αυτό το δικαστήριο.
Κατ’ αρχήν να επαναλάβω για πολλοστή φορά, ότι αρνούμαι κατηγορηματικά την συμμετοχή μου στον Επαναστατικό Αγώνα, ότι όλο αυτό το διάστημα, σε όλα τα στάδια της δίωξής μου, σε ότι δηλαδή αφορά την προανάκριση, την ανάκριση και την πολύμηνη 1η δίκη, θεωρώ ότι δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να βασίζεται στη ζωή και όχι σε ακροβασίες και εικασίες, που να με συνδέει με τις κατηγορίες στο σύνολό τους.
Στο πως στήθηκε η δίωξη αυτή από την Αντιτρομοκρατική, το πώς παρουσιάσθηκε με χυδαίο τρόπο και ψέματα από τα Μίντια και στο πως επικυρώθηκε σε μικρότερο μέρος από το πρώτο δικαστήριο φανερώνουν την ενορχηστρωμένη προσπάθεια των μηχανισμών του κράτους να εξοντώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Η εμπλοκή μου και η εντέλει καταδίκη μου, την οποία επ’ ουδενί δεν αποδέχομαι, οφείλεται στην πολιτική μου ταυτότητα και δράση μέσα από τις γραμμές του αναρχικού κινήματος για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια. Και το οποίο ουδέποτε αρνήθηκα. Αντιθέτως το υπερασπίσθηκα σε κάθε κατεύθυνση. Θεωρώ ενδεικτικώς πάντως ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν υπάρχει κανένα σχετικό που να με συνδέει με την απόφασή του, ότι δηλαδή είμαι μέλος της συγκεκριμένης οργάνωσης. Είναι εντελώς αόριστο, όπως αόριστο ήταν εξαρχής ολόκληρο το κατηγορητήριο, το οποίο περιελάμβανε τα μισά αδικήματα του ΠΚ, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αιτιολόγηση που να με συνδέει μ’ αυτά. Στο σημείο αυτό να πω ότι τη λέξη αδικήματα τη βάζω σε εισαγωγικά, γιατί η πολιτική μου τοποθέτηση ως αναρχικού δεν μου επιτρέπει να ονομάζω τις πολιτικές πράξεις όπως ο ΠΚ.
Πάντως το σημαντικότερο σ’ αυτή τη δίκη, όπως και σε άλλες παρόμοιες δίκες είναι ότι ο αντιτρομοκρατικός νόμος 187Α δίνει τη δυνατότητα στους δικαστές να ερμηνεύουν τελείως αόριστα το τι θεωρούν στοιχείο. Γι’ αυτό άλλωστε ο 187Α κατέχει κομβική θέση στο νομικό οπλοστάσιο του κράτους. Αποτελεί μάλιστα το βαρύ πυροβολικό του απέναντι σε όσους αγωνίζονται.
Δίνει την δυνατότητα στην αστυνομία με τις συλλήψεις και τα κατηγορητήρια να αποσύρει από την κυκλοφορία, όπως είχε πει ένας προηγούμενος υπουργός δημόσιας τάξης, ο κ. Χρυσοχοϊδης.
Δίνει την δυνατότητα σ’ αυτά τα δικαστήρια να παράγουν καταδίκες. Καταδίκες που είναι προειδοποιητικά μηνύματα απέναντι στους ανθρώπους που θέλουν να αγωνιστούν απέναντι στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να είναι ξεκομμένα από τους υπόλοιπους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Γι’ αυτό το λόγο είναι ένα άλλο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης με το καθεστώς.
Είναι ένα άλλο πεδίο του ταξικού πολέμου που διεξάγεται καθημερινά.
Είναι ένα άλλο πεδίο αντίστασης στο αδηφάγο σύστημα της εκμετάλλευσης και της εξουσίας.
Ο Βαγγέλης Σταθόπουλος
Εγώ αρνούμαι τις κατηγορίες και θεωρώ ότι αυτό το δικαστήριο, όπως και το πρώτο, έχει κληθεί για να δικάσει την πολιτική μου θέση ως αναρχικού σ’ αυτή την κοινωνία.