Η υπεράσπιση Αγαπίου δήλωσε ότι δεν στηρίζει τη συγκεκριμένη ένσταση (κακή σύνθεση του δικαστηρίου, διότι αξιολογεί ότι αποπροσανατολίζει και δημιουργεί καθυστέρηση. Τα νομικά άλματα που υπέστη ο κ. Αγαπίου μπορούν να αξιολογηθούν από οποιονδήποτε δικαστή. Η υπεράσπιση Αθανασάκη δήλωσε ότι έχει προσβάλει την παρεμπίπτουσα απόφαση της πρώτης δίκης για το συγκεκριμένο θέμα και γι’ αυτό θα τοποθετηθεί μόνο για το παραδεκτό των εφέσεων. (Οι συνήγοροι των Αγαπίου και Αθανασάκη διεμήνυσαν την τοποθέτησή τους μέσω συναδέλφου τους της υπεράσπισης Κανά, ο οποίος τους εκπροσώπησε στη συγκεκριμένη συνεδρίαση).
Η Αλέκα Ζορμπαλά (υπεράσπιση Τσιγαρίδα) δήλωσε ότι σκέφτηκαν πολύ αν θα υποβάλλουν τη συγκεκριμένη ένσταση, γιατί η μέχρι τώρα πείρα δείχνει ότι όλες οι ενστάσεις απορρίπτονται συλλήβδην. Παρά ταύτα, αποφάσισαν να την προβάλλουν αφού υπάρχει βάναυση παραβίαση του συντάγματος και των νόμων. Η συνήγορος παρουσίασε μια εμπεριστατωμένη και άρτια νομική επιχειρηματολογία, με αναφορές στη θεωρία και τη νομολογία.
Στη συνέχεια, ο λόγος δόθηκε στους κατηγορούμενους. Ο Χρ. Τσιγαρίδας, έφερε την υπόθεση στις πραγματικές της διαστάσεις, τις πολιτικές, κάνοντας την ακόλουθη δήλωση:
«Δεν έχω πρόθεση να μπω σε νομικά χωράφια. Νομίζω ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης εξάντλησαν όλα τα νομικά επιχειρήματα πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα και φάνηκε καθαρά ότι η ρύθμιση για την προεπιλογή κάποιων δικαστών που θα δικάσουν αυτές τις υποθέσεις παραβιάζει βασικές αρχές του ισχύοντος Δικαίου.
Την απλή λογική θα επικαλεστώ. Ποιος λογικός άνθρωπος θα πιστέψει, ότι το κράτος θυμήθηκε ξαφνικά να θεσπίσει αυτή τη ρύθμιση το 2002; Ποιος λογικός άνθρωπος θα πιστέψει πως είναι απλώς σύμπτωση το γεγονός, ότι αυτή η ρύθμιση έγινε τις παραμονές της πρώτης μεγάλης δίκης που αφορούσε υπόθεση του ρεύματος της ένοπλης λαϊκής αντιβίας στη χώρα μας;
Ακόμα κι αν ήθελε ένας λογικός άνθρωπος να πιστέψει ότι πρόκειται για σύμπτωση, τα ίδια τα γεγονότα δεν του το επιτρέπουν. Η συγκεκριμένη ρύθμιση εφαρμόστηκε μόνο σε δίκες που σχετίζονται με τη δράση της 17Ν και του ΕΛΑ. Τέσσερις φορές μέχρι τώρα και η παρούσα δίκη είναι η πέμπτη. Στην οκταετία που πέρασε από τότε, έγιναν και άλλες δίκες που κράτησαν πολύ χρόνο, όμως η διάταξη της προεπιλογής των δικαστών δεν εφαρμόστηκε.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι έχουμε να κάνουμε με μια ad hoc ρύθμιση, που εντάσσεται στη λεγόμενη «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία. Στο όνομα των πολιτικών σκοπιμοτήτων, στο όνομα της εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων ή ανθρώπων που αυθαίρετα βαφτίστηκαν πολιτικοί αντίπαλοι, παραβιάζεται και το ισχύον δίκαιο. Και όχι μόνο μία φορά.
Τι μας λέει αυτό; Μας λέει ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη ποινική υπόθεση, αλλά με μια υπόθεση άκρως πολιτική. Και όμως, η κρατική εξουσία δεν έχει το θάρρος να το παραδεχτεί αυτό, αλλά προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από νομικά προκαλύμματα, τη στιγμή που η ίδια παραβιάζει βάναυσα το νομικό της σύστημα, ειδικά γι’ αυτές τις υποθέσεις.
Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της ρύθμισης; Να εξασφαλιστεί η πάση θυσία ομαλή διεκπεραίωση αυτών των δικών. Να επιτευχθεί ο στόχος, δηλαδή να βγουν οι πολιτικά κατάλληλες αποφάσεις. Στις τέσσερις δίκες που έγιναν ως τώρα, ο στόχος επιτεύχθηκε τρεις φορές και απέτυχε μία. Αναφέρομαι στη δεύτερη δική μας δίκη, στην οποία δυο έντιμοι και θαρραλέοι δικαστές αποφάσισαν με νομικά κριτήρια και μας αθώωσαν, αρνούμενοι να υποκύψουν σε πολιτικές σκοπιμότητες.
Πέρα, λοιπόν, από το τι εσείς θα αποφασίσετε γι’ αυτή την ένσταση και τις άλλες που θα ακολουθήσουν, ένα είναι το δίλημμα μπροστά στο οποίο ήδη βρίσκεστε και θα βρίσκεστε μέχρι το τέλος αυτής της δίκης. Θα δικάσετε ως δικαστές, με βάση τα στοιχεία, τις αποδείξεις και το νόμο, οπότε το έργο σας θα είναι εύκολο, ή θα δικάσετε σαν εκπρόσωποι του καθεστώτος, που επιδιώκει την πάση θυσία εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων και αυτών που ονόμασε πολιτικούς του αντιπάλους;».
Φανερά ενοχλημένη η πρόεδρος προσπάθησε να διακόψει τον Χρ. Τσιγαρίδα στο σημείο που μιλούσε για πολιτικές σκοπιμότητες, ζητώντας του «να μην τα λέει αυτά», γιατί «οι δικαστές αποφασίζουν με βάση τη συνείδησή τους». Αυτός ολοκλήρωσε τη δήλωσή του και ήρεμα παρατήρησε, ότι τα ίδια έλεγαν και στην πρώτη δίκη, όμως με την απόφαση αποδείχτηκε ότι υπηρετούσαν μόνο πολιτικές σκοπιμότητες. Την απάντηση θα τη δώσετε με την απόφασή σας, κατέληξε.
Ο Κ. Αγαπίου ξεκίνησε λέγοντας πως και στις δυο προηγούμενες δίκες δεν υποστήριξε τη συγκεκριμένη και άλλες παρεμφερείς ενστάσεις, όχι για το περιεχόμενό τους, αλλά για συγκεκριμένους λόγους. Αναμφισβήτητα υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες, συνέχισε. Δεν λέω ότι τις έχετε εσείς, υπάρχουν και είναι πασίγνωστες. Υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες για την πάση θυσία καταδίκη κάποιων ανθρώπων. Στη δεύτερη δίκη αυτές οι πολιτικές σκοπιμότητες δεν μπόρεσαν να εξυπηρετηθούν, όχι λόγω αμεροληψίας – αμεροληψία δεν υπάρχει- αλλά επειδή υπήρξε η εντιμότητα. Εξέτασαν τα πάντα και οδηγήθηκαν στο απλό –και δύσκολο ταυτόχρονα- συμπέρασμα ότι δεν τίθεται θέμα συμμετοχής στον ΕΛΑ για τρεις κατηγορούμενους και επομένως εκεί τελείωσε το θέμα. Απέρριψαν επίσης τη ναζιστικής έμπνευσης συλλογική ευθύνη για τον τέταρτο κατηγορούμενο και απαλλάχτηκε και αυτός. Δεν με απασχολεί πως προέκυψε αυτή η σύνθεση, κατέληξε. Θα με ενδιέφερε ενδεχομένως αν το θέμα συζητιόταν σε κάποιο συνέδριο.
Εντύπωση μας προκάλεσε η απουσία κάθε ουσιαστικής επιχειρηματολογίας στις συντομότατες αγορεύσεις των εισαγγελέων. Ούτε μια απάντηση στην πληθώρα των νομικών επιχειρημάτων που παρέθεσαν οι συνήγοροι υπεράσπισης. Δικολαβίες και δημαγωγικές κορόνες ήταν η μόνη απάντησή τους. Ο τακτικός εισαγγελέας, για παράδειγμα, υποστήριξε πως ο νόμος δεν έγινε ad hoc γι’ αυτή τη δίκη, διότι όταν ψηφίστηκε κανένας δεν είχε συλληφθεί για τον ΕΛΑ! Του απάντησε στη δευτερολογία της η Αλ. Ζορμπαλά, θυμίζοντας πως όταν ψηφίστηκε ο νόμος όχι μόνο υπήρχαν κατηγορούμενοι για την υπόθεση 17Ν, αλλά τα παπαγαλάκια του Τύπου έγραφαν ήδη ότι επίκεινται συλλήψεις και για τον ΕΛΑ και μάλιστα έγραφαν και ονόματα ή φωτογράφιζαν ανθρώπους, ενώ η Ε. Κουβέλη θύμισε ότι η Κυριακίδου είχε καταθέσει ήδη από το Μάη του 2002. Ο αναπληρωτής εισαγγελέας περιορίστηκε σε κορόνες περί… καχυποψίας στα πρόσωπα των δικαστών και των εισαγγελέων, λες και η επιχειρηματολογία των συνηγόρων υπεράσπισης έχει να κάνει με πρόσωπα και όχι με τη θεσμική λειτουργία και την παραβίαση θεμελιωδών κανόνων δικαίου.
Την καλύτερη απάντηση, όμως, έδωσε ο συνήγορος πολιτικής αγωγής (εκπροσωπεί αστυνομικούς). Η νομοθετική εξουσία τα έκανε μούσκεμα, είπε. Ενα θέμα που έπρεπε να λυθεί πριν από 27 χρόνια λύθηκε το 2002 κάτω από την πίεση των γεγονότων. Φτιάχτηκε ένας νόμος για να δικάσει μια συγκεκριμένη υπόθεση! Τουλάχιστον, ας έγραφε στην εισηγητική έκθεση ότι γίνεται για λόγους ασφαλείας! Κοντολογίς, ο δικηγόρος είπε στο κράτος, ότι καλά θα κάνει να μην κρύβεται, αλλά να δηλώνει ευθέως ότι φτιάχνει έκτακτη «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και καλά κάνει.
Δευτερολογώντας ο Ι. Μυλωνάς (υπεράσπιση Κανά) σημείωσε την απουσία νομικής επιχειρηματολογίας από τις αγορεύσεις των εισαγγελέων και θύμισε στοιχεία της νομικής του επιχειρηματολογίας στα οποία οι εισαγγελείς δεν τοποθετήθηκαν, καταλήγοντας ότι αυτό που δεν έκαναν οι εισαγγελείς θα πρέπει να το κάνει το δικαστήριο, δηλαδή να απαντήσει στα επιχειρήματα.
Ο Κ. Αγαπίου ζήτησε από τους εισαγγελείς να μη μιλούν γενικά για δίκη ΕΛΑ, διότι δεν δικάζεται καμιά οργάνωση ΕΛΑ, αλλά δικάζονται συγκεκριμένοι άνθρωποι που τους έχουν αποδοθεί συγκεκριμένες κατηγορίες. Σε ό,τι αφορά τη μεροληψία, υποστήριξε ότι αυτή είναι ολοφάνερη από την αρχή. Θύμισε ότι ο ίδιος επί χρόνια υποδεικνύεται από τον Τύπο ως άνθρωπος με συγκεκριμένη δράση, γεγονός που φέρνει τον κάθε δικαστή σε δύσκολη θέση. Δε μπορεί, κατέληξε, το υποτιθέμενα ζητούμενο να εμφανίζεται ως δεδομένο. Εκείνο που μετράει δεν είναι η ενδεχόμενη μεροληψία ή αμεροληψία, αλλά η εντιμότητα. Δεν μπορεί ο εισαγγελέας να λέει «να απορριφθεί η ένσταση των κατηγορουμένων» επιχειρώντας να μας τσουβαλιάσει.
Γύρω στις 11:30 το δικαστήριο διέκοψε για το πρωί της Τετάρτης, επειδή –όπως είπε η πρόεδρος- ο χρόνος μέχρι τη λήξη της συνεδρίασης δεν επαρκεί για να πάρουν απόφαση επί της ένστασης.