Ο Νίκος Γιαννόπουλος, μάρτυρας υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδα, κατέθεσε ότι τον γνώρισε στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, σε διαδηλώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου. Θυμόταν μάλιστα πολύ καλά (το έχει καταθέσει και στις προηγούμενες δίκες), ότι στην απεργία των μαιών ο ίδιος συνελήφθη από την Αστυνομία και αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από παρέμβαση του Χρ. Τσιγαρίδα. Εκτοτε, τον συναντούσε τακτικά σε διαδηλώσεις και κοινωνικούς αγώνες. Είχε δε ξεχωρίσει τις απόψεις που ανέπτυσσε για την οργάνωση των απεργιών με διαφορετικό τρόπο, ώστε να ξεφεύγουν από τον έλεγχο των γραφειοκρατών συνδικαλιστών.
Ο Ν. Γιαννόπουλος είχε την ευκαιρία να μιλήσει για τον ΕΛΑ και να τον τοποθετήσει στο μωσαϊκό των κομμουνιστικών οργανώσεων της μεταπολίτευσης. Ο ΕΛΑ ήταν οργάνωση της αυτονομίας, που συγκροτούνταν από αυτόνομους πυρήνες με χαλαρή σύνδεση.
Απαντώντας σε ερώτηση για την έννοια της πολιτικής ευθύνης, που ανέλαβε ο Χρ. Τσιγαρίδας, εξήγησε ότι αυτό σημαίνει υποστήριξη των πολιτικών επιλογών της οργάνωσής του, που δεν έχει καμιά σχέση με τις ποινικές ευθύνες. Εφερε μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για να δείξει το χαρακτήρα της «συλλογικής ευθύνης» που έχει εφαρμοστεί ενάντια στους κατηγορούμενους αυτής της δίκης: αν συλληφθούν κάποιοι αφισοκολλητές του ΣΥΝ, δεν θα πάει κατηγορούμενος ο Τσίπρας, αλλά μόνο οι αφισοκολλητές.
Ο εισαγγελέας προσπάθησε κάποια στιγμή να παγιδεύσει τον μάρτυρα, ρωτώντας τον για το 1989 που άρχισαν οι επαφές ΕΛΑ και 1ης Μάη, χρονολογία η οποία βέβαια είναι εντελώς αυθαίρετη και δεν προκύπτει από πουθενά. Παρενέβη έντονα ο Τσιγαρίδας, λέγοντας στον εισαγγελέα να βάλει καλύτερα το 1988, για να ‘ναι σίγουρα και ο ίδιος μέσα. Η πρόεδρος προσπάθησε να αποφορτίσει το κλίμα, λέγοντας ότι ο εισαγγελέας δεν εννοούσε αυτό, όμως ο Τσιγαρίδας απάντησε ότι φυσικά και αυτό εννοούσε και κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσει αυτή η ιστορία με τις παραπειστικές ερωτήσεις προς τους μάρτυρες.
Απαντώντας σε άλλες ερωτήσεις ο Ν. Γιαννόπουλος χαρακτήρισε την Κυριακίδου χειραγωγίσιμη μάρτυρα, ενώ στις ενστάσεις που διατυπώθηκαν από έδρας απάντησε με τα παραδείγματα των διώξεων κατά Μπαλάφα και Λεσπέρογλου, οι οποίοι τελικά αθωώθηκαν από τα δικαστήρια. Ανέφερε ακόμη, ότι είναι σε θέση να γνωρίζει πως Χρυσοχοΐδης και Διώτης συναντιόντουσαν εκείνη την περίοδο σχεδόν καθημερινά με στελέχη εφημερίδων και έδιναν γραμμή για το τι θα γραφεί.
Ακολούθησαν δυο μάρτυρες υπεράσπισης του Α. Κανά.
Ο 85χρονος Αναστάσιος Λιλλής κατέθεσε ότι γνωρίζει τον Κανά από παιδί. Χαρακτήρισε ατυχία το γάμο του με την Κυριακίδου, που έγινε μόνο χάρη στην επιμονή της θρήσκας μητέρας του Κανά. Η σχέση τους από την πρώτη στιγμή δεν ήταν αρμονική. Αναφέρθηκε στο υβρεολόγιο της Κυριακίδου κατά Κανά και κατέθεσε πως την είχε δει ο ίδιος, στο καφενείο των Κιμωλίων στον Πειραιά, να βάζει Χ στο όνομα του Κανά ως υποψηφίου και να γράφει δίπλα «17 Νοέμβρη». Στον ίδιο χώρο την είχε δει με τον Βεντούρη κι ένα ακόμη πρόσωπο, που έμαθε ότι ήταν χωροφύλακας, αλλά δεν ξέρει τ’ όνομά του. Τέλος ο μάρτυρας κατέθεσε ότι ο ίδιος φιλοξενήθηκε μια νύχτα από τον Κανά στο διαμέρισμα της Αμορίου (μια από τις υποτιθέμενες γιάφκες!), για να δεχτεί έναν καταιγισμό ερωτήσεων από τους εισαγγελείς, οι οποίοι του ζητούσαν να περιγράψει κάθε λεπτομέρεια του διαμερίσματος!
Ο συνταξιούχος καρδιολόγος Εμμανουήλ Χριστουλάκης κατέθεσε ότι γνώρισε τον Κανά το 1993 στην Κίμωλο, όταν τον φώναξε για κάποιες ηλεκτρολογικές εργασίες και αναφέρθηκε με ζεστό και πειστικό τρόπο στην προσωπικότητα του ανθρώπου που αυτός γνώρισε.