Συνεχίστηκε η ανούσια παρέλαση δικηγόρων της πολιτικής αγωγής, που έχουν βαλθεί να επιβεβαιώσουν τον Ουμπέρτο Εκο, αναζητώντας τα δικά τους «πέντε λεπτά δημοσιότητας» (πέντε αράδες σε μονόστηλο, θα λέγαμε εν προκειμένω). Διαγωνιζόμενοι μεταξύ τους σε ύβρεις και στο ποιος θα πει τη μεγαλύτερη παπάρα (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων). Και καλυμμένοι απόλυτα από την πρωτόδικη απόφαση και την εισαγγελική πρόταση, που την έχει υιοθετήσει, κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της.
Ο Κ. Καπελλάκης (ΜΑΤ Καισαριανής, Σεπόλια) διεκδίκησε επάξια το βραβείο, εισηγούμενος: «Θα πρέπει να γίνει μνεία στην απόφαση του Εφετείου ότι τα εγκλήματα της 17Ν αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Διότι «όλη η Ελλάδα όχι ζούσε επί τόσα χρόνια με την ελπίδα διαλεύκανσης των εγκλημάτων και τιμωρίας των δραστών». Προφανώς, για τον εν λόγω δικηγόρο, τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας περιορίζονται στα κτίρια που στεγάζουν τις αστυνομικές υπηρεσίες.
Ο Γ. Πέτσος συνέχισε το δρόμο της ευπρέπειας που επέλεξε από την αρχή της δευτεροβάθμιας δίκης, διαβάζοντας απλώς μια δήλωση, στην οποία επανέλαβε τη γνωστή εμμονή του ότι «από αυτή την αίθουσα δεν πέρασε ολόκληρη η αλήθεια, πέρασε η μισή αλήθεια και τουλάχιστον οι μισοί κατηγορούμενοι», διότι «υπήρχαν περιφερειακοί εκτελεστές, υπήρχαν εγκέφαλοι» (είναι το παράπονο του ανθρώπου που τον απέβαλε το πολιτικό σύστημα) και επέδειξε τη χριστιανική ανατροφή του, λέγοντας για τους φερόμενους ως δράστες της ενέργειας εναντίον του: «Δεν με ενδιαφέρει η ποινική τους δίωξη, τους έχω συγχωρήσει γιατί βρίσκομαι στη ζωή είτε από συγκυρία είτε από δικά τους λάθη».
Ο Β. Χειρδάρης (ληστεία Μαρινόπουλου) διαφώνησε μεν με την εισαγγελική πρόταση να μη χαρακτηριστεί η ληστεία «με ιδιαίτερη σκληρότητα» και επανέλαβε τη θέση που από την πρώτη δίκη είχε υποστηρίξει (προκαλώντας τότε αίσθηση), ότι η μεταχείριση του Σάββα από την Αντιτρομοκρατική και τον Διώτη στον «Ευαγγελισμό» ήταν παράνομη και παραβίαζε ευθέως τα δικαιώματά του. «Δεν έχετε ανάγκη να στηρίζετε την αιτιολογία σας -είπε απευθυνόμενος στο δικαστήριο- στην πρώτη αυτή κατάθεση, την απολύτως προβληματική, που θα μας δημιουργήσει στη συνέχεια ιστορίες. Αν το Στρασβούργο πει ότι παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη θα ‘χουμε επαναληπτική διαδικασία και πολλές από αυτές τις υποθέσεις θα παραγραφούν».
Ο Ν. Λίβος (Αξαρλιάν) μας έκανε να νοσταλγήσουμε το Μητσοτάκη και τον τρομονόμο του, αφού έχει την άποψη ότι οι προκηρύξεις της 17Ν «έπρεπε από ποινικής άποψης να αντιμετωπιστούν ως προϊόντα εγκλήματος» και προφανώς να μη δημοσιεύονται (είναι και καθηγητής, τρομάρα του). Φυσικά, πρότεινε την επανάληψη της πρωτόδικης απόφασης.
Η Μ. Κευγά (Παλαιοκρασάς) ζήτησε «και ηθική καταδίκη», διότι πρόκειται για «φαινόμενο που έχει να κάνει με φασιστική ιδεοληψία κι όχι με τον μετασχηματισμό της κοινωνίας»! Η κ. Κευγά έχει θητεύσει στο μεγάλο σχολείο του Περισσού, στη δικηγορία είχε ακροδεξιό δάσκαλο και έχει φτιάξει ένα υπέροχο χαρμάνι.
Ο Ι. Μυλωνάς ζήτησε να του χορηγηθούν αντίγραφα από συγκεκριμένα αποσπάσματα της αγόρευσης του εκπροσώπου των Αμερικανοβρετανών Η. Αναγνωστόπουλου «προκειμένου να προβούμε στις δέουσες νομικές ενέργειες, γιατί τέλεσε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης εις βάρος της Μαϊτέ Πεϊνό, συντρόφου του Αλέξ. Γιωτόπουλου». Υποστήριξε, επίσης, ότι στις αναφορές του για τον Τζωρτζάτο ο συνήγορος πολιτικής αγωγής παραβίασε τον Κώδικα Δεοντολογίας των δικηγόρων.