Επιστροφή στη ρουτίνα της δίκης και ταυτόχρονα επιστροφή στις διαδικασίες εξπρές, με συνεχή πίεση για «τρέξιμο» της διαδικασίας και προαναγγελία για συνεδριάσεις ακόμη και το τριήμερο 27-29 Δεκέμβρη (μήπως να στήσουμε και κάνα καρεδάκι για το καλό του χρόνου;). Αλλά και μια ακόμα σκληρή καταγγελία από τον Δ. Κουφοντίνα, που εξελίχτηκε ταυτόχρονα και σε καίρια παρέμβαση για την εξέλιξη της δίκης σε ζητήματα που αφορούν συγκατηγορούμενούς του. Ας τα δούμε αναλυτικά.
Με ένα αθώο ύφος, σαν να έλεγε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, η εισαγγελέας επανέφερε το αίτημά της για ανάγνωση των προανακριτικών και ανακριτικών απολογιών του Σάββα και του Χριστόδουλου Ξηρού. Να διαβαστεί –είπε- εκείνο το τμήμα των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης που περιλαμβάνει αυτές τις απολογίες.
Μπήκαμε έτσι σ’ ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της δίκης, με τη σχετική συζήτηση-αντιπαράθεση να ξεκινά με μια δήλωση του Δ. Κουφοντίνα: «Αν υποβάλλω αυτή την ένσταση, το κάνω για λόγους αρχών και λόγους αλληλεγγύης προς συγκατηγορούμενούς μου».
Η Γ. Κούρτοβικ –που αναγκάστηκε να κάνει αγώνα δρόμου μεταξύ Κορυδαλλού και Ευελπίδων, αφού υπερασπίζεται και τον Γ. Καλαϊτζίδη στο ΜΟΔ- δήλωσε ότι έχει σφοδρές αντιρρήσεις στην ανάγνωση. Με άρτια νομική επιχειρηματολογία, η συνήγορος εξήγησε ότι ο νόμος δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Το άρθρο 502ΚΠΔ ορίζει ρητά ότι στην κατ’ έφεση δίκη διαβάζονται μόνο πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων που κατέθεσαν και στη δευτεροβάθμια δίκη. Μέχρι τώρα αυτό έκανε το δικαστήριο. Διάβασε μόνο πρακτικά με καταθέσεις. Δεν διάβασε, για παράδειγμα, τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν, ούτε τις αγορεύσεις των συνηγόρων, ούτε τις δηλώσεις των κατηγορούμενων, ούτε τις παρεμπίπτουσες αποφάσεις. Δε μπορεί, λοιπόν, απαγορεύεται ρητά να διαβαστούν προδικαστικές απολογίες. Η Γ. Κούρτοβικ επιχειρηματολόγησε περαιτέρω με αναφορές στη Διεθνή Συμφωνία για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα και την ΕΣΔΑ, καθώς και στην απαγόρευση από το εσωτερικό δίκαιο της μαρτυροποίησης κατηγορουμένου, και σημείωσε ότι ειδικά για το Σάββα Ξηρό δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα ανάγνωσης, διότι δεν είναι διάδικος σ’ αυτή τη δίκη κι αυτό όχι με δική του επιλογή, αλλά επειδή το δικαστήριο δεν του έδωσε αυτή τη δυνατότητα.
Πρόσθετη νομική επιχειρηματολογία εισέφεραν οι Ι. Μυλωνάς, Ρ. Καραμπλιάνη και Α. Νίκας, ενώ αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η τοποθέτηση των διορισμένων Κάβουρα (Γιωτόπουλος) και Αντωνέλου (Χρ. Ξηρός), που περιορίστηκαν να πουν ότι συμφωνούν με την επιχειρηματολογία των προηγηθέντων συναδέλφων τους! Στο διάλειμμα που μεσολάβησε, εκτός διαδικασίας, ο Α. Γιωτόπουλος απευθύνθηκε στους διορισμένους και τους είπε ότι θα ‘πρεπε να ντρέπονται. Αν είχατε αξιοπρέπεια θα έπρεπε να παραιτηθείτε και όχι να μιλάτε, τους είπε σε έντονο ύφος, για να εισπράξει την εξής εκπληκτική απάντηση από τον Αγγελή: «Μα εγώ δεν μίλησα»! Αναφέρουμε αυτή τη στιχομυθία, γιατί νομίζουμε ότι αυτή η παρωδία πρέπει να πάρει τέλος με παρέμβαση του ΔΣΑ. Ξέρουν αυτοί τι πρέπει να κάνουν, αρκεί να έχουν την πολιτική βούληση.
Στο ζήτημα επανήλθε με δήλωσή του ο Δ. Κουφοντίνας, που ζήτησε το λόγο αμέσως μετά το διάλειμμα. Καθώς μιλούσε ήταν φανερό ότι κατέβαλε προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή του και να κρατήσει το ήρεμο και νηφάλιο ύφος που συνήθως έχει:
«Θέλω να αναφερθώ σε ένα ζήτημα τεράστιας νομικής, ηθικής, αλλά πρωτίστως πολιτικής σημασίας. Των διορισθέντων δικηγόρων και του ρόλου που διαδραματίζουν εδώ μέσα. Οπως ξέρετε και όπως το δήλωσα και πιο πριν, υπέβαλα αυτή την ένσταση, κατά της ανάγνωσης των ομολογιών αυτών, των προανακριτικών, για λόγους αλληλεγγύης προς τους συγκατηγορουμένους μου. Δεν με ενδιαφέρουν οι ποινικές επιπτώσεις που θα έχει η νομιμοποίηση αυτών των ομολογιών για μένα. Εντούτοις, υπάρχουν συγκατηγορούμενοι που γι’ αυτούς έχει πολύ μεγάλη σημασία η νομιμοποίηση αυτών των ομολογιών. Υπάρχουν λοιπόν δύο συγκατηγορούμενοι, από τους βαρύτατα καταδικασθέντες, οι οποίοι ουσιαστικά δεν έχουν υπεράσπιση.
Θέλω να θέσω το ζήτημα γενικότερα. Ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος, αντιπρόεδρος του ΔΣΑ, ο γιος του Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλου, στο “Νομικό Φάκελο” του Νοεμβρίου του 2006, μιλάει για την κατηγορία εκείνη των διοριζόμενων δικηγόρων, που εγώ θα τη χαρακτηρίσω παρακλάδι του δικαστικού κυλώματος, οι οποίοι εκμεταλλεύονται αυτούς τους διορισμούς και πλουτίζουν. Οπως καταγγέλλει εδώ ο αντιπρόεδρος του ΔΣΑ, φτάνουν να παίρνουν μ’ αυτούς τους μεθοδευμένους διορισμούς ποσά που υπερβαίνουν τα 70.000 ευρώ το χρόνο. Πρόκειται για την κατηγορία εκείνη των διοριζόμενων δικηγόρων οι οποίοι σ’ ένα τέταρτο της ώρας μελετούν δικογραφίες τριακοσίων, πεντακοσίων και χιλίων σελίδων και συμμετέχουν σε δίκες για κακουργήματα, νομιμοποιώντας αποφάσεις δεκαπέντε και είκοσι χρόνων.
Εδώ πέρα, σ’ αυτή τη δίκη, έχουμε διορισμένους συνηγόρους οι οποίοι, είτε υπό το κράτος απειλών, εκβιασμών και πιέσεων είτε από την ένταξή τους ή την υπόσχεση ένταξής τους σ’ αυτό το χρυσοφόρο κύκλωμα, έχουν αποδεχτεί το ρόλο τους σ’ αυτή τη δίκη. Και θα πρέπει να πούμε εδώ πέρα, όπως θα ξέρετε και σεις, ότι η μεγάλη μάζα των δικηγόρων, αυτών που είναι έξω από τα κυκλώματα, φυτοζωούν, αδυνατώντας να καταβάλουν ακόμα και τα 1.000 ευρώ του Ταμείου τους για να έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Γι’ αυτούς τους κυρίους εδώ πέρα δεν είναι ζήτημα επάρκειας. Εντολείς τους δεν είναι οι κατηγορούμενοι. Εντολέας τους είναι το κράτος. Δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κατηγορούμενων αλλά τα συμφέροντα αυτών που τους διορίζουν. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα επάρκειας. Διεκπεραιώνουν το ρόλο που τους έχει ζητηθεί να παίξουν, να στηρίξουν δηλαδή την κατηγορία. Μένουν σιωπηλοί, αδιάφοροι και αμέτοχοι στη διαδικασία. Συγκρίνετε την παρουσία τους, που εκπροσωπούν δύο από τους βαρύτερα καταδικασθέντες κατηγορούμενους, με την παρουσία των δικηγόρων του κατηγορούμενου που έχει τη μικρότερη ποινή. Θεωρείτε ότι κάνουν υπεράσπιση αυτοί;
Το ζήτημα είναι για σας, κύριε πρόεδρε. Σας ικανοποιεί μια δίκη που διεξάγεται με τέτοιους όρους; Με δικηγόρους σκιές που παίζουν διακοσμητικό ρόλο; Αρνηθήκατε στην τελευταία περίπτωση ακόμα και το σωσίβιο των προσχημάτων που σας πέταξε η εισαγγελία. Κάνετε μία δίκη με υπεράσπιση σκιά. Χωρίς υπεράσπιση δηλαδή. Εγώ θα έλεγα, κύριε πρόεδρε, ότι βρίσκεστε στο σωστό δρόμο. Συνεχίστε να με δικαιώνετε. Συνεχίστε να εκθέτετε τη Δικαιοσύνη. Συνεχίστε να κατακουρελιάζετε τον περιβόητο νομικό πολιτισμό σας. Νομίζω, όμως, ότι σ’ αυτό το τεράστιο ζήτημα, νομικό, ηθικό και πολιτικό, πρωτίστως πολιτικό, θα έπρεπε να ακούσουμε και φωνές έξω απ’ αυτή την αίθουσα. Από διανοούμενους, από νομικούς, πρωτίστως από το Δικηγορικό Σύλλογο που πρέπει να πάρει θέση. Οι συνήγοροι εδώ πέρα βρίσκονται –σας είπα- είτε υπό το κράτος εκβιασμών, απειλών, πιέσεων είτε από την ένταξή τους ή την υπόσχεση ένταξής τους σ’ αυτά τα χρυσοφόρα κυκλώματα. Αν συνεχίσετε έτσι, που θα συνεχίσετε όπως φαίνεται, επιβεβαιώνετε ότι πράγματι σε μια παρωδία δίκης από επιλεγμένους δικαστές αντιστοιχεί μια υπεράσπιση από επιλεγμένους δικηγόρους».
Ο πρόεδρος, αντί να ακολουθήσει το σοφό αρχαίο ρητό «κρείττον σιγάν», επέλεξε να ξυστεί στην κλίτσα του τσοπάνη, απαντώντας στον Κουφοντίνα, ότι οι συνήγοροι της επιλογής των κατηγορουμένων καταργήθηκαν από τους ίδιους! Η πληρωμένη απάντηση ήρθε αμέσως: «Στην τελευταία περίπτωση πετάξατε ακόμα και το σωσίβιο που σας έριξε η εισαγγελέας».
Ο Ι. Μυλωνάς πήρε την «πάσα» και επανήλθε στο θέμα, σημειώνοντας ότι με τη δήλωσή του ο Δ. Κουφοντίνας έθεσε ένα λεπτό και ενδιαφέρον ζήτημα. Κάθε κατηγορούμενος –είπε- έχει δικαίωμα στη διάρκεια μιας τόσο μεγάλης δίκης να αλλάζει τη γραμμή του. Ο κ. Γιωτόπουλος έκανε μια αλλαγή της στάσης του, όπως είχε δικαίωμα, αλλά εσείς επιλέξατε να τον φιμώσετε. Ακολούθως, αναφέρθηκε στο φαινόμενο του «μοντέρνου διαδρομισμού», όπως το είχε χαρακτηρίσει στην αρχή της δίκης άλλος συνήγορος. Στους δικηγόρους που έχουν δεκάδες διορισμούς το χρόνο, εν αντιθέσει με όλους τους άλλους, που το πολύ να έχουν δυο-τρεις διορισμούς το χρόνο. Αυτό, βέβαια, είναι ζήτημα του ΔΣΑ, αλλά το δικαστήριο όφειλε να ελέγξει μήπως αυτοί που διόριζε εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία, κατέληξε.
Ο πρόεδρος προσπάθησε να οχυρωθεί πίσω από τον κατάλογο που καταρτίζει ο ΔΣΑ, βάσει του οποίου όλοι οι περιλαμβανόμενοι θεωρούνται επαρκείς και ο Δ. Κουφοντίνας αποτελείωσε αυτό που άρχισε, καταθέτοντας το άρθρο του αντιπροέδρου του ΔΣΑ, επισημαίνοντας ότι το άρθρο ξεκινά με τη διευκρίνηση πως γράφτηκε με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στη δίκη της 17Ν και καταλήγει με τη φράση «οι καιροί είναι πονηροί».
Την «πάσα», όμως, πήρε και η εισαγγελέας η οποία με έναν ακροβατικό τρόπο προσπάθησε και το σκύλο να χορτάσει και την πίτα να κρατήσει ολόκληρη. Θεωρώντας ότι ο κ. Μυλωνάς υπέβαλε νέο αίτημα (!) άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να επαναφέρει την πρότασή της, να θεωρηθεί δηλαδή ότι αδυνατεί να συμμετάσχει ο ένας εκ των τριών διορισμένων του Γιωτόπουλου και να μπορέσει ο τελευταίος να διορίσει ως τρίτο συνήγορό του τον Ι. Μυλωνά. Επιφυλάχτηκε, όμως, και γι’ αυτό, όπως και για την ένσταση για τη μη ανάγνωση των προανακριτικών απολογιών.
Τελικά, το δικαστήριο διέκοψε για τις 27 Δεκέμβρη, μολονότι αρκετοί συνήγοροι δήλωσαν ότι έχουν κώλυμα για το ενδιάμεσο Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς και ζήτησαν διακοπή για το νέο έτος.