Επιστροφή στην υπόθεση Αθανασιάδη με τον Παπαρούνη, έναν ακόμη από τους «αναγνωρίζοντες». Ο Παπαρούνης ήταν γνωστός του Αθανασιάδη (έπαιζαν τένις, όπως λέει, χωρίς να έχουν άλλες κοινωνικές επαφές) και συναντήθηκαν με τα αυτοκίνητά τους στην Κηφισίας. Στο φανάρι ήταν δίπλα-δίπλα, ο Αθανασιάδης άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε προς το μέρος του και εκείνη τη στιγμή μπήκε ανάμεσά τους μια μοτοσικλέτα. Η μοτοσικλέτα σταμάτησε, ο συνεπιβάτης πυροβόλησε τον Αθανασιάδη από το ανοιχτό παράθυρο, ο οδηγός γκάζωσε και μετά από 20 μέτρα ο συνεπιβάτης πέταξε τις προκηρύξεις και εξαφανίστηκαν.
Ο οδηγός φορούσε κράνος και δεν μπορούσε να τον δει, όμως στο πρόσωπο του συνεπιβάτη αναγνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα τον Κουφοντίνα. Διότι αρχικά έβλεπε την αριστερή πλευρά του προσώπου του, καθώς γύρισε για να πυροβολήσει, και στη συνέχεια ο συνεπιβάτης γύρισε και τον κοίταξε. Φοβήθηκε, μάλιστα, μην τον πυροβολήσει και αυτόν, αλλά γκάζωσε ο οδηγός και η μοτοσικλέτα έφυγε. Απαντώντας σε ερώτηση του προέδρου, είπε ότι ο συνεπιβάτης δεν ήταν μεταμφιεσμένος. Φορούσε μόνο ένα μπουφάν και ένα τραγιασκάκι και του έμεινε το βλέμμα του. Οταν είδε στις εφημερίδες τη φωτογραφία του Κουφοντίνα σε ηλικία 15 ετών, τον αναγνώρισε αμέσως. Είχε ένα ωχρό κουρασμένο πρόσωπο και μάτια μισόκλειστα που έδειχναν μίσος! Ας σημειωθεί ότι τότε (1.3.1988) ο Κουφοντίνας ήταν 30 ετών. Δηλαδή, είδε έναν άνθρωπο, τον περιέγραψε σαν γερασμένο εργάτη, ηλικίας περίπου 40 ετών, με γκρίζες φαβορίτες και ψεύτικο μουστάκι, και τον αναγνώρισε από μια φωτογραφία χαμογελαστού εφήβου 15 ετών!
Η εισαγγελέας, ξέροντας ότι ο Παπαρούνης είναι μάρτυρας με «προϊούσα μνήμη», προσπάθησε να τον προστατέψει. Παρατήρησε ότι ο δράστης ήταν σίγουρα μεταμφιεσμένος, γιατί ο ίδιος ο Παπαρούνης στην κατάθεση που έδωσε αμέσως μετά το συμβάν μιλάει για γκρίζες φαβορίτες και τον περιγράφει ως ταλαιπωρημένο εργάτη, με γερασμένο κίτρινο πρόσωπο! Η τραγιάσκα σας έκανε να μιλήσετε για ταλαιπωρημένο εργάτη; ρώτησε με νόημα η εισαγγελέας, για να εισπράξει αμέσως την παρατήρηση του Δ. Κουφοντίνα: Υποβάλλετε τις απαντήσεις; Η εισαγγελέας ψιλοδαγκώθηκε και ο μάρτυρας απάντησε ότι, πράγματι, η τραγιάσκα τον οδήγησε σ’ αυτό το συμπέρασμα!
Μάλιστα, για να κάνει εφέ, αυτή τη φορά προσέθεσε και ένα ακόμη στοιχείο, που δεν το έχει αναφέρει άλλη φορά. Οτι άκουσε τον δράστη, την ώρα που πυροβολούσε τον Αθανασιάδη, να τον αποκαλεί δολοφόνο, μια-δυο φορές. Προσέθεσε αυτό το «νέο στοιχείο», για να ζητήσει με θεατρικό τρόπο να ρωτήσει τον Δ. Κουφοντίνα, αν αληθεύει αυτό. «Οταν κάποιος κάνει ερωτήσεις, θα πάρει και τις απαντήσεις που επιζητεί. Θα απαντήσω στο τέλος», είπε ο Δ. Κουφοντίνας.
Στα «πράματα και θάματα» του Παπαρούνη πρέπει να περιληφθεί επίσης το… χαμένο σκίτσο. Υποτίθεται ότι πήγε μετά από μέρες στην Ασφάλεια και με βάση την περιγραφή του έγινε ένα σκίτσο, το οποίο «περιέργως δεν δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες»! Ομως, όχι μόνο σκίτσο δεν υπάρχει στη δικογραφία, αλλά δεν υπάρχει και κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι έγινε τέτοια προανακριτική πράξη (η δημιουργία σκίτσων είναι προανακριτική πράξη). Είναι φανερό ότι ο Παπαρούνης δεν μπόρεσε να κάνει καμιά περιγραφή και γι’ αυτό οι σκιτσογράφοι της Ασφάλειας δεν έκαναν κανένα σκίτσο.
Στο συγκεκριμένο μάρτυρα ζήτησε να κάνει ερωτήσεις ο Δ. Κουφοντίνας. Με την παρέμβασή του και όσα ακολούθησαν (παρεμβάσεις Λυκουρέζου και εισαγγελέα) δόθηκε μια μικρή πρόγευση της τοποθέτησης που θα έκανε στη συνέχεια. Μια βροντερή κατηγορία του εγκληματικού οργίου των καπιταλιστών σε βάρος της εργατικής τάξης.
Κουφοντίνας: Πρέπει να συγχαρώ τον κ. Λυκουρέζο. Οι μάρτυρές του είναι και θεατρικοί και δασκαλεμένοι. Εχω ξεκαθαρίσει τη θέση μου σ’ αυτή τη δίκη. Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη, υπερασπίζομαι την ιστορία της οργάνωσης και την Ιστορία και θα το κάνω αυτό το πράγμα, έχω να πω πολλά πράγματα. Εχω ξεκαθαρίσει επίσης, ότι δεν πρόκειται να πω που συμμετείχα και ούτε θα αναλωθώ να αποδείξω που δεν συμμετείχα. Αδιαφορώ για την ποινή που θα μου επιβάλλετε. Θέλω να κάνω δυο-τρεις ερωτήσεις στον μάρτυρα, γιατί έχουν ειπωθεί πολλά και η μνήμη του όπως βλέπω βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνο. Για παράδειγμα, σήμερα πρώτη φορά ακούσαμε πράγματα που δεν ειπώθηκαν ούτε στο πρώτο δικαστήριο ούτε στην προανάκριση. Η ερώτηση είναι: γιατί δεν τα αναφέρατε;
Παπαρούνης: Αυτό δεν το είχα πει σε κανένα. Ηθελα να το κρατήσω και να ρωτήσω εκείνον. Το λάθος μου είναι ότι δεν το είπα στην κ. Αθανασιάδη την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.
Κουφοντίνας: Εδώ ήμουν και στην πρώτη δίκη.
Παπαρούνης: Θυμόσαστε τι συνθήκες επικρατούσαν στην πρώτη δίκη.
Κουφοντίνας: Ιδιες συνθήκες ήταν. Περιγράψατε κ. μάρτυς σχιστά μάτια σαν κουμπότρυπα. Πέστε μου, πώς είναι μια κουμπότρυπα;
Παπαρούνης: Περίμενα περισσότερη παλικαριά από τον κ. Κουφοντίνα, όχι να μιλάμε για κουμπότρυπες. Ο κύριος ήταν σε απόσταση αναπνοής. Ο,τι έζησε το έζησα. Πιστεύω ότι είναι ιδεολόγος, έτσι δηλώνει…
Κουφοντίνας: Ακούστε κύριε, την παλικαριά ο καθένας την αποδεικνύει στη ζωή του…
Λυκουρέζος: Πώς την αποδεικνύει, προβολώντας εκ του ασφαλούς;
Κουφοντίνας: Αρκετά! (ο πρόεδρος τον διακόπτει) Οχι, δεν τελείωσα. Δεν θ’ αφήσω να ‘ρχεται κάθε στημένος μάρτυρας εδώ πέρα, ν’ αμφισβητεί την ιστορία και την προσωπική διαδρομή του καθενός. Ο άνθρωπος είναι καθαρά στημένος. Περιέγραψε στην πρώτη δίκη έναν άνθρωπο εργάτη, κουρασμένο, και αναγνώρισε έναν άνθρωπο 15 χρονών. Τι κουρασμένο πρόσωπο; Μετά από 18 χρόνια και 3,5 χρόνια στη φυλακή, είναι κουρασμένο το πρόσωπό μου αυτή τη στιγμή;
Παπαρούνης: Καθόλου.
Κουφοντίνας: Καθόλου. Πολύ περισσότερο το ’88. Κι ακόμα περισσότερο στη φωτογραφία που είμαι 15χρονος. Μη τρελαθούμε.
Παπαρούνης: Να σας απαντήσω…
Κουφοντίνας: Δεν θέλω απάντηση από σας. Να μου δώσετε απάντηση… Αν είναι δυνατόν… Κάτι άλλο. Γιατί φοβηθήκατε για τη ζωή σας; Τι ένοχο έχετε στη συνείδησή σας, δηλαδή, και φοβηθήκατε για τη ζωή σας; Πότε η οργάνωση πυροβόλησε κάποιον άλλον; Είστε βιομήχανος, έχετε εκμεταλλευτεί εργάτες, είστε υπεύθυνος για τη δολοφονία δεκάδων και το σακάτεμα εκατοντάδων και χιλιάδων εργατών; Γι’ αυτό φοβηθήκατε;
Πρόεδρος: Μην απαντάτε κ. μάρτυς.
Ο πρόεδρος ζήτησε να διαβαστεί η προανακριτική κατάθεσή του και ο μάρτυρας φάνηκε πλέον με παραστατικό τρόπο εντελώς αναξιόπιστος. Ο Λυκουρέζος, βλέποντας ότι χάνει τις εντυπώσεις σε όλα τα επίπεδα, επανήλθε με ένα πακέτο ερωτήσεων, με το οποίο προσπάθησε να ξαναζωντανέψει την αγιογραφία του Αθανασιάδη. Πόσο καλός εργοδότης ήταν σε σχέση με άλλους βιομήχανους και τα παρόμοια. Οπότε, επανήλθε και ο Δ. Κουφοντίνας.
Κουφοντίνας: Οταν γίνεται μια απεργία σ’ ένα εργοστάσιο, εναντίον ποιου γίνεται;
Λυκουρέζος: Η απεργία γίνεται για να διεκδικήσουν αυξήσεις στους μισθούς κτλ. Είναι νόμιμο δικαίωμα.
Κουφοντίνας: Να μην απαντά ο κ. Λυκουρέζος. Θα σας ρωτήσω όταν θα έρθει η ώρα σας. Και θα απολογηθείτε και σεις.
Πρόεδρος: μην απαντάτε, κύριε, είναι γνωστό γιατί γίνονται οι απεργίες κ. Κουφοντίνα.
Κουφοντίνας: Οταν γίνεται μια απεργία 85 ημερών το ’75, όταν γίνεται μια απεργία 130 ημερών, όταν γίνεται μια τρίτη 115 ημερών, αυτό τι σημαίνει; Σε ποιο σημείο απελπισίας και απόγνωσης έχουν φτάσει οι εργάτες για να κάνουν μια τόσο μακρόχρονη απεργία τριών και τεσσάρων μηνών, στερούμενοι τα μεροκάματά τους; Είναι πρώτο πολύ ικανοποιημένοι απ’ την εργοδοσία; Μήπως έχει δείξει επίσης τόση αδιαλλαξία, τόση αναλγησία, τόση εγκληματική αδιαφορία, να τους αφήνει τρεις και τέσσερις μήνες; Και ξέρετε ποια ήταν τα αιτήματα; Να μπει ένα ασθενοφόρο στις στοές, αυτό ήταν το αίτημά τους. Για να μπορεί, όταν σακατεύονται οι εργάτες να τους μεταφέρει στο νοσοκομείο, και να μη μένουν, όπως στην ΠΥΡΚΑΛ στο Λαύριο μια ώρα να περιμένει ο Γκαμαλέτσος με 95% εγκαύματα…
Πρόεδρος: Μην απαντάτε κύριε.
Ζητάει το λόγο ο Χρ. Ξηρός και ο πρόεδρος δεν του τον δίνει, διότι –όπως είπε- δεν εμπλέκεται στην υπόθεση. Ο Χρ. Ξηρός παρατηρεί ότι έχει σημασία τι μάρτυρες έρχονται και καταθέτουν στο δικαστήριο. Γι’ αυτό ήθελε να κάνει ερωτήσεις.
Εισαγγελέας: Θέλω να ρωτήσω κάτι τον κ. Κουφοντίνα. Λέτε αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη. Εδώ το δικαστήριο ποινικές ευθύνες αποδίδει. Δεν είναι για πολιτικές, τι θα πει πολιτική ευθύνη; Αναλαμβάνεται και την ποινική ευθύνη; Το δικαστήριο ποινικές ευθύνες θα αποδώσει. Λέτε, δεν με ενδιαφέρει η κρίση σας. Μα κάνατε μια έφεση, παραπονείστε ότι έσφαλε το άλλο δικαστήριο, δεν έκρινε σωστά και έρχομαι εδώ να με κρίνετε σωστά. Τι θα πει αναλαμβάνω πολιτική ευθύνη και δεν με ενδιαφέρει η κρίση σας και όλα τ’ άλλα που λέτε; Εγώ δε μπορώ να το καταλάβω. Δώστε μας μια εξήγηση, ήρθαμε εδώ, τι να κάνουμε δηλαδή, να παίξουμε;
Κουφοντίνας: Μην παραποιείτε τα λόγια μου.
Εισαγγελέας:Είπατε αδιαφορώ για την ποινή που θα μου επιβάλλετε.
Κουφοντίνας:Ακριβώς αυτό είπα. Αδιαφορώ για την ποινή που θα μου επιβάλλετε…
Εισαγγελέας (σχεδόν κραυγάζοντας): Τότε γιατί ήρθατε;
Κουφοντίνας: Εχω βάσιμους λόγους να παραπονούμαι για την πρώτη απόφαση, γιατί ήταν μια απόφαση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Κι αυτό ήρθα εδώ να καταγγείλω…
Εισαγγελέας (στο ίδιο ύφος): Τι θα πει πολιτική, κύριε, εδώ είμαστε ποινικό δικαστήριο.
Κουφοντίνας: Νομίζετε ότι εδώ είναι μια ποινική δίκη; Ετσι νομίζετε; Εσείς μας κατηγορήσατε για λενινιστές. Είναι ποινική κατηγορία αυτή;
Εισαγγελέας: Καλώς κ. πρόεδρε.
Κουφοντίνας: Οχι καλώς. Εδώ πέρα –θα σας το φέρω μετά- που χαρακτηρίζεται από τον πρώην πρωθυπουργό Μητσοτάκη πολιτική δολοφονία.
Εισαγγελέας (μακριά από το μικρόφωνο): Δεν ξέρω τι λέει ο Μητσοτάκης.
Κουφοντίνας: Νομίζω ότι πρέπει να τ’ ακούσετε και λίγο. Γιατί, στην αρχή τουλάχιστον, σας έκανε την παρατήρηση. Κι απ’ ότι φαίνεται ακούστηκε. Θα τα πούμε σε λίγο.
Το δικαστήριο διέταξε (με αίτημα της υπεράσπισης Τζωρτζάτου) τη βίαιη προσαγωγή κάποιων μαρτύρων και μπήκε στην ανάγνωση των εγγράφων, με πρώτη την προκήρυξη της 17Ν.
Μετά το τέλος της ανάγνωσης των εγγράφων, ο Δ. Κουφοντίνας ζήτησε το λόγο και έκανε μια από τις σημαντικότερες τοποθετήσεις του από την αρχή της δίκης. Μια τοποθέτηση που αντέστρεψε τη δίκη και έβαλε τους κατήγορους στη θέση των κατηγορούμενων. Εντονα φορτισμένος, με φωνή που κάποιες φορές έσπασε, είπε τα παρακάτω, ενώ στην αίθουσα δεν ακουγόταν «κιχ» (απόλυτη σιωπή και στο Κέντρο Τύπου):
«Πρέπει να εκφράσω την ικανοποίησή μου, μετά και από την ανάγνωση της προκήρυξης της οργάνωσης, που η συζήτηση γίνεται όπως αντιστοιχεί σε μια πολιτική δίκη. Θ’ απαντήσω βέβαια σε όλα τα ζητήματα που τέθηκαν και σ’ άλλα που δεν τόλμησαν να τα θέσουν. Θα πω καταρχήν ξεκινώντας, επειδή απάντησα και στην κ. εισαγγελέα πριν, απ’ τα ΝΕΑ διαβάζω, Τετάρτη 2 Μαρτίου του ’88, πολλά κόμματα χαρακτηρίζουν την ενέργεια, ότι είχε στόχο την υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος και την αποσταθεροποίηση της πολιτικής ζωής. Αυτό σε σχέση με τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης της οργάνωσης. Επίσης, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης χαρακτηρίζει τις επιθέσεις της 17Ν πολιτικές δολοφονίες. Αυτό ακριβώς γίνεται εδώ πέρα, κ. εισαγγελέα, μια πολιτική δίκη.
Εδώ πέρα αντιπαρατίθενται δυο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές –άμα θέλετε- Ελλάδες. Η Ελλάδα του κεφαλαίου με την Ελλάδα της εργασίας. Η Ελλάδα της εξουσίας με την Ελλάδα της αντίστασης σ’ αυτήν. Απέναντί μας βρίσκονται εκπρόσωποι –ομολογουμένως οι καλύτεροι- των πιο πλούσιων, των πιο πιο ισχυρών πολιτικά και οικονομικά οικογενειών αυτής της χώρας. Αυτή η δίκη είναι μια κατεξοχήν πολιτική δίκη.
Είδαμε προχθές και σήμερα να έρχονται να μας παρουσιάζουν το Μποδοσάκη-Αθανασιάδη –έτσι ακριβώς τον γράφουν και τα περισσότερα κόμματα στην ανακοίνωσή τους- ότι ήταν επιρρεπής στο καλό, ότι νοιαζότανε για τους εργάτες, φρόντιζε να μη τους λείψει τίποτα, ως καλός αδελφός και πατέρας και δεν ξέρω τι άλλο. Ρώτησαν επίσης αν εμείς πήγαμε να δούμε τα μεταλλεία, αν είδαμε τα ερκοντίσιον που βάλανε, τους εξαερισμούς κι όλα τ’ άλλα. Ναι, εμείς είχαμε πάει, τα είδαμε, πήγαμε στα Μαντεμοχώρια. Πήγαμε και στα νεκροταφεία των Μαντεμοχωριών. Είδαμε στους φτωχικούς σταυρούς τις ηλικίες. 25, 30, 35, 40 χρόνων. Δεκάδες τάφοι σ’ αυτές τις ηλικίες. Θυμάμαι τότε, που γυρνάγαμε στην Αθήνα, προσπαθώντας με κουπόνια να μαζέψουμε κάποια χρήματα για να βγάλουν οι εργάτες μια αφίσα για τις μεγάλες απεργίες.
Εδώ πέρα γίνεται μια προσπάθεια να αντιστραφεί η πραγματικότητα, να παραποιηθεί η πραγματικότητα, να παραποιηθεί, να διαστρεβλωθεί η Ιστορία. Εγώ θα αναφέρω περιστατικά, πραγματικά γεγονότα. Επειδή μας διαβάσανε και μια ανακοίνωση εδώ πέρα κάποιου σωματείου εργαζομένων, θα σας διαβάσω ανακοινώσεις σωματείων εργαζομένων.
Θα πω για την πρώτη απεργία πρώτα, την πρώτη μεγάλη απεργία στο Μαντέμ Λάκκο. Θέλω να πω επίσης, όσοι ξέρουν τη Θεσσαλονίκη, έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο Ασβεστοχώρι, στο Παπανικολάου σήμερα, ήταν το παλιό σανατόριο. Γεμάτο από εργάτες, νέους εργάτες των Μαντεμοχωριών. Φθισικούς. Με καμμένα πνευμόνια. Η πρώτη μεγάλη απεργία έγινε το ’75. Κράτησε 85 μέρες. Αυτοί οι κύριοι, που νοιαζόταν τόσο πολύ για τους εργάτες, χρειάστηκαν 85 μέρες για να υποχωρήσουν στα αιτήματά τους. Ποια αιτήματα; Μια μικρή αύξηση, να πάει το βασικό μεροκάματο 400 δραχμές και να υπάρχει γιατρός στις στοές για τα δυστυχήματα. Αυτό ζητάγανε. Για να φτάσουν οι εργάτες –ήταν καθολική η απεργία- να απεργήσουν επί τρεις μήνες, να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο της απελπισίας και της απόγνωσης, φανταστείτε τι τραβάγανε.
Μερικά στοιχεία. Λίγα πράγματα. Για τα δυστυχήματα… ποια δυστυχήματα… και τη χαλίκωση. Χαλίκωση είναι η σκόνη από τον πυρίτη που αναπνέουν και προκαλεί πνευμονοκονίαση και την αγιάτρευτη φθίση. Θα σας διαβάσω επίσης αποσπάσματα από μια ανακοίνωση του Σωματείου Εργατών και Τεχνιτών Μεταλλωρύχων Νέου Κόκκινου Θηβών “Ο Αγιος Ιωάννης”. Απεργήσανε 115 μέρες κι αυτοί. Λένε: “Εμείς οι απεργοί μεταλλωρύχοι του Μποδοσάκη απεργούμε από τις 31 Γενάρη. Κατεβήκαμε σ’ αυτό το δίκαιο αγώνα διεκδικώντας καλύτερες μέρες για μας και τα παιδιά μας. Αγωνιζόμαστε ένα μήνα τώρα –κράτησε σχεδόν 4 μήνες αυτή η απεργία- γι’ ανθρώπινα μεροκάματα, για καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Δουλεύουμε μέσα σ’ ένα περιβάλλον που είναι γεμάτο αρρώστιες και κινδύνους για την υγεία. Οχι μόνο για τη δική μας αλλά και των παιδιών μας. Γιατί το νικέλιο που βγάζουμε έχει μολύνει όλη την περιοχή. Ετσι κινδυνεύουν να πάθουν ανεπανόρθωτες ζημιές στην υγεία και τα αθώα μικρά παιδιά, που αντί για παιδικές χαρές έχουν σκουριές και βουνά ολόκληρα από νικέλιο για να παίξουν. Μέσα στις στοές που δουλεύουμε οι συνθήκες είναι ακόμα πιο άθλιες. Βέβαια, γνωρίζουμε πως όλοι οι μεταλλωρύχοι ζουν και δουλεύουν κάτω από τη γη, όμως μόνο εμείς, οι μεταλλωρύχοι του Μποδοσάκη, ζούμε και πεθαίνουμε κάτω από τη γη. Πιο συχνά από παντού οι εργάτες του Μποδοσάκη σκοτώνονται και πάνε σαν τα σκυλιά στ’ αμπέλι. Οπως τα’ αδέρφια μας στην ΠΥΡΚΑΛ, όπως όλοι αυτοί που κάθε τόσο χάνονται από δίπλα μας σκοτωμένοι την ώρα της δουλειάς”.
Θα σας πω για τη ΛΑΡΚΟ. 1400 ήταν οι εργατοτεχνίτες που απεργήσανε. Τόσο στα μεταλλεία στο Νέο Κόκκινο όσο και στο εργοστάσιο παραγωγής νικελίου στη Λάρυμνα. “Πολλές δεκάδες μέτρα κάτω από τη γη ζούμε και δουλεύουμε μισή σχεδόν μέρα. Η έλλειψη οξυγόνου και το ανθυγιεινό θανατηφόρο περιβάλλον προκαλεί όλων των ειδών τις πνευμονικές παθήσεις, καρκίνους κ.λπ., ενώ τα ατυχήματα –διάβαζε εργατικές δολοφονίες- είναι καθημερινό φαινόμενο. Κομμένα δάχτυλα, σπασμένα χέρια και πόδια, θάνατοι από πτώσεις στοών, σακατέματα κάθε είδους. Και όλα αυτά από έλλειψη μέτρων ασφαλείας”. Είχανε πάει να συνομιλήσουνε με το Μποδοσάκη πιο πριν, πριν ξεκινήσουν, απ’ τις 20 του Γενάρη πήγαν να διαπραγματευτούν με την εργοδοσία. “Ο Μποδοσάκης μας απάντησε: τι να συζητήσουμε, εδώ σταματήσαμε το εργοστάσιο, ό,τι δώσαμε στη Λάρυμνα να δώσουμε και σε σας. Ξέρετε ότι υπάρχουν εργάτες στην Αίγυπτο που παίρνουν 25 δραχμές την ημέρα; Φύγαμε λέγοντάς του πως εμείς δεν είμαστε σκλάβοι. Καλέσαμε σε γενική συνέλευση τους 300 μεταλλωρύχους και απάντησαν 299 ναι, 1 όχι”.
Αυτή είναι μια ανακοίνωση που βγάλανε στις 80 μέρες της απεργίας. Τι ζητάγανε; Να καλυτερεύσουν οι συνθήκες δουλειάς και ζωής. Να έχει το δικαίωμα η διοίκηση του σωματείου, πρόεδρος και γραμματέας, δύο φορές το μήνα να επιτηρούν τις γαλαρίες για λόγους ασφάλειας. “Zητάμε καλύτερες συνθήκες δουλειάς, γιατί χωρίς υπερβολή σχεδόν καθημερινά έχουμε τραυματισμούς και ένα θάνατο το χρόνο”. Κάνανε 115 μέρες απεργία. Και κέρδισαν. Χρειάστηκαν 115 μέρες να απεργήσουνε για να υποχωρήσει ο Μποδοσάκης και να δεχτεί, αυτός που νοιαζότανε τόσο για την υγεία και την ασφάλεια των εργατών, έλεγχο των στοών από το σωματείο δυο φορές το μήνα. Ο,τι κερδήθηκε, ό,τι ήρθαν εδώ και μας είπαν ότι υπήρχε –που δεν υπήρχαν παρά τα ελάχιστα- κερδήθηκαν με τόσο σκληρούς αγώνες. 115 μέρες, 85 πιο πριν.
Αλη απεργία, στο Μαντέμ Λάκκο. Είναι το ’77. Τι ζητάνε στο Μαντέμ Λάκκο; Να καθιερωθούν επιδόματα τριετίας και επίδομα επικίνδυνων και ανθυγιεινών συνθηκών δουλειάς. Δεν υπήρχε επίδομα επικίνδυνων και ανθυγιεινών συνθηκών δουλειάς! Ζητάγανε να υπάρχει γιατρός και νοσοκομειακό αυτοκίνητο στις στοές. Περιγράφουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι: “Από πάνω τρέχει νερό συνέχεια. Συνέχεια τσαλαβουτάμε στα νερά και τις λάσπες. Σαπίζουμε. Στεγνό μέρος δεν υπάρχει εκεί μέσα. Και δεν είναι σκέτο νερό, είναι μολυσμένο, έχει μέσα γαλαζόπετρα και θειικό οξύ. Αφού στάζει πάνω στα σίδερα που κυλάνε τα βαγόνια και τα κόβει όπως το οξυγόνο. Η θερμοκρασία εκεί κάτω μπορεί να ‘ναι και κάτω από το μηδέν, μπορεί να ‘ναι και 60 βαθμούς. Αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε με το σώβρακο. Υπάρχει άνθρωπος στη Μεγάλη Παναγιά που δε βλέπει καθόλου και παίρνει 4.000 σύνταξη. Πώς θα τα βγάλει πέρα; Και όταν χρειάστηκαν λεφτά για να πάει έξω για εγχείριση, ζητήσαμε από την εταιρία και μας είπε η εταιρία, τι είμαι εγώ, φιλανθρωπικό ίδρυμα; Μαζέψαμε εμείς λεφτά, ανάμεσά μας”.
Αναφέρουν τι τραβάγανε από το ΙΚΑ για να αναγνωριστεί η αναπηρία τους. “Στο χωριό είμαστε 150 χαλικωμένοι. Κανείς δεν προφταίνει να βγει στη σύνταξη από το όριο της ηλικίας. Για να σε πιάσει το όριο της ηλικίας πρέπει να κάνεις 10.500 μεροκάματα. Αλλά ώσπου να τα πιάσεις, στα 5.000 σε παν στα κυπαρίσσια. Οταν πάθεις πνευμονοκονίαση, τότε αρχίζουν να ‘ρχονται όλες οι αρρώστιες μαζεμένες. Φυματίωση, βρογχίτιδα, αιμοπτύσεις, άσθμα, καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Και αυτοί που λέει ο Μποδοσάκης ότι πέθαναν από καρδιά ή καρκίνο, στην πραγματικότητα φταίει η χαλίκωση. Ακόμα και οι επιστάτες, αν υπάρχουν 20 στο Μαντέμ Λάκκον, οι 15 είναι δήμιοι (σχόλιο Κουφοντίνα: Ισως αυτοί είναι που υπογράψανε την ανακοίνωση που διαβάσατε πριν). Οποιος είναι καλός επιστάτης τον διώχνουν. Μόνο τα καθάρματα κρατάνε. Πολλοί που δε χωρούσε η ψυχή τους να μας βλέπουν να ψοφάμε και μιλάγανε λίγο για την αδικία τους έδιωχναν αμέσως. Προτού ξεκινήσουμε για απεργία πήγαμε να πούμε τα αιτήματά μας στην εταιρία. Ο διευθυντής του μεταλλείου ο Μπίμπιλας δεν ενδιαφερόταν να κουβεντιάσει μαζί μας. Μας είπε μονάχα πως η εταιρία δεν θα μας ικανοποιήσει κανένα αίτημα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι ότι τα αιτήματά μας δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου”.
Στην απεργία των μεταλλωρύχων η απάντηση του Μποδοσάκη ήταν ίδια με όλων των αφεντικών σε αγωνιζόμενους εργάτες: αύρες, χωροφύλακες τρομοκρατία, απειλές, πόλεμος. Εστειλε ακόμα στις εφημερίδες παραπλανητικές ανακοινώσεις σχετικά με τις αποδοχές των απεργών. “Ηρθαν οι χωροφύλακες. Μας βρίζανε και μας χτυπάγανε σαν τα ζώα. Χτυπάγανε ακόμα και γέρους και έγκυες γυναίκες. Τέτοια πράγματα δεν κάνανε μήτε οι γκεσταπίτες στην κατοχή”.
Δε μπορώ να τα διαβάσω, είναι πάρα πολλά. Θα σας διαβάσω μόνο την ανακοίνωση της Χωροφυλακής, που είχε βγει τότε: “Eπειδή τα απεργούντα μέλη του Σωματείου Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων Μεταλλείων Κασσάνδρας-Στρατονίκης προτίθενται να δημιουργήσουν επεισόδια εις βάρος των εργαζομένων (εννοεί τους απεργοσπάστες) ενισχυόμενα προς τούτο υπό κατοίκων της περιοχής και των γειτονικών περιοχών, αποφασίζομεν: απαγορεύομεν την πραγματοποίησιν οιασδήποτε δημοσίας εν υπαίθρω συναθροίσεως ή ετέρας τοιαύτης ή πορείας-διαδηλώσεως πέριξ ή εντός των εργοταξίων και γενικώς εφ’ απάσης της περιοχής της επαρχίας Αρναίας, από 1ης πρωινής ώρας της 16/5/77 μέχρι και της 24ης ώρας 24/5/77”. Αποφασίζουμε και διατάζουμε… Πάνω από 130 μέρες απεργία. Γίνανε δίκες. Εφτά από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε 4 μέχρι 8 μήνες φυλακή.
Να πούμε ακόμα για την ΠΥΡΚΑΛ. Για τις δολοφονίες που γίνανε στην ΠΥΡΚΑΛ. Μόνο σε μία έκρηξη στην Ελευσίνα σκοτώθηκαν 20 εργάτες. Στο Λαύριο, σε συνεχείς δολοφονίες, που τα λένε ατυχήματα, σκοτώθηκαν, κάηκαν ζωντανοί 9 εργάτες. Σας διαβάζω ανακοίνωση του Συνδέσμου Οικοδόμων Λαυρίου. Εγινε γενική απεργία τότε, είχανε κατέβει τα ΜΑΤ, είχανε κλείσει όλη την περιοχή, ήταν αποκλεισμένη περιοχή το Λαύριο, κυκλώσανε και το γυμνάσιο, να μη κατέβουν τα παιδιά για συμπαράσταση. Τι να σας διαβάσω; Για τη νέα δολοφονία που ήταν η ένατη που έγινε σε διάστημα τριών χρόνων στην ΠΥΡΚΑΛ; Το Μάη του 75, μετά από τρομακτική έκρηξη στο τμήμα νιτρογλυκερίνης της ΠΥΡΚΑΛ, 4 εργάτες δολοφονούνται και πάνω από 20 τραυματίζονται. Τον Αύγουστο του ’77, νέα έκρηξη στο τμήμα ΑΛΑΞΕΛ στέλνει στον τάφο 2 εργάτες. Το Φλεβάρη του ’78, στο λιπαντήριο της ΠΥΡΚΑΛ παίρνει φωτιά το μπαρούτι και σκοτώνονται άλλοι δύο. Το Δεκέμβρη του ’78, οι εργάτες Γκαμαλέτσος και Τάσσιος παίρνουν φωτιά. Ο Γκαμαλέτσος περίμενε 1 ώρα, με 95% εγκαύματα, μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο. Εσβησε.
Κι όλ’ αυτά, γιατί αυτοί που νοιαζότανε για την ασφάλεια των εργαζομένων δεν τους έδιναν στολές ασφάλειας από αμίαντο και μάσκες, ούτε καλτσοδέτες αγωγιμότητας, απαραίτητα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να παρθούν. Χρειάστηκε στην ΠΥΡΚΑΛ να κάνουν 40 μέρες απεργία –το διαβάζω από το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ στις 24/1/79- ώστε η διεύθυνση της ΠΥΡΚΑΛ να διαθέσει αυτοκίνητο κατάλληλα διαμορφωμένο για τη μεταφορά των τραυματιών και ασθενών. Αυτοί οι φιλάνθρωποι που νοιαζότανε τόσο πολύ για τους εργάτες έπρεπε να υποχρεωθούν μετά από 40 μέρες αγώνα να διαθέσουν ένα αυτοκίνητο για να μεταφέρονται οι τραυματίες στο νοσοκομείο.
Τι άλλο να πω; Είναι πάρα πολλά, δε μπορώ να τα διαβάσω. Λέει ονόματα. Θα σας φέρω εδώ μάρτυρες. Αυτοί είναι οι δικοί μας μάρτυρες. Αυτοί που σακατευτήκανε. Δεκάδες. Δεκάδες εργαζόμενοι που σκοτωθήκανε. Εκατοντάδες χαλικωμένοι με καμμένα πνευμόνια. Εκατοντάδες παιδιά ορφανά. Εκατοντάδες μάνες χαροκαμμένες. Εκατοντάδες ορφανεμένες αγκαλιές.
Τι θα μας πείτε; Οι φιλάνθρωποι, οι επιρρεπείς στο καλό; Να μας πείτε τι; Για τις φιλανθρωπίες, γι’ αυτά τα ψίχουλα, μπροστά στα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που βάλανε στις τσέπες τους; Οι μόνο που ευεργετήθηκαν ήταν οι ελβετικές τράπεζες. Κανείς άλλος. Εμφανίζονται κάποια ψίχουλα που δόθηκαν ή θαααα δοθούν, για φορολογικούς λόγους… Ολοι οι καπιταλιστές απατεώνες φτιάχνουν ιδρύματα. Ιδρυμα Λάτση, ίδρυμα Μποδοσάκη, ίδρυμα Νιάρχου, ίδρυμα Ωνάση, όλοι αυτοί κάνανε ιδρύματα, να εμφανιστούν ως ευεργέτες. Ο Μποδοσάκης δε θα μείνει ως ευεργέτης. Θα μείνει ως ο πιο σκληρός καπιταλιστής, ο πιο σκληρός εκμεταλλευτής της εργατικής τάξης».
Αμήχανος ο Λυκουρέζος προσπαθεί να πάει τη συζήτηση αλλού, να κάνει φτηνή σπέκουλα, ενώ την ώρα που μιλάει ο πρόεδρος, προβλέποντας τα ζόρικα, κάνει διάλειμμα και οι δικαστές αρχίζουν να αποχωρούν από την έδρα,
Λυκουρέζος: Επικαλεστήκατε το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και το ΚΚΕ, αλλά το ΚΚΕ δεν δολοφονούσε στους δρόμους
Κουφοντίνας:Ο Μποδοσ·άκης δολοφονούσε μέσα στις στοές.
Χρ. Ξηρός: Πες μας για τα ερκοντίσιον.
Κουφοντίνας: Φαίνεται έπαθαν πνευμονία από τα ερκοντίσιον και πέθαναν…
Εκείνη την ώρα κάποιος από τους κοστουμαρισμένους γιάπηδες που καθόταν στο ακροατήριο προσπάθησε να πλησιάσει στο χώρο των κατηγορούμενων και κάτι να πει. «Ηρθαν και τα γλειφτρόνια της εργοδοσίας», φώναξε ο Χψριστόδουλος κι αμέσως ο γιάπης έκανε μεταβολή και έφυγε.
Στο διάλειμμα ο Λυκουρέζος με όλη την κουστωδία των κοστουμάτων «την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια». Δεν δοκίμασε να επανέλθει με κάποια δήλωση και να προσπαθήσει να φρεσκάρει την αγιογραφία του Αθανασιάδη. Είδε βλέπετε τον όγκο των βιβλίων που κρατούσε ο Κουφοντίνας (ξεχωρίσαμε τους τόμους με τα τεύχη της «Αντιπληροφόρησης») και φοβήθηκε ότι θα εισέπρατε ως απάντηση ένα καινούργιο μπαράζ στοιχείων για το δολοφονικό όργιο
Ακολούθησε η μάρτυρας Τσαγκρώνη, μια ξανθιά (εξωτερικά και εσωτερικά), που ήταν τότε μαθήτρια και είχε δει –λέει- το Γιωτόπουλο (με προσέγγιση 70%!) να στέκεται σε μια στάση λεωφορείου και να διαβάζει γαλλική εφημερίδα μέσα στη νύχτα! (σχετίζεται με την υπόθεση Ταρασουλέα). Ουδείς της έδωσε σημασία, γιατί… (καλύτερα να μην κάνουμε χαρακτηρισμούς). Γι’ αυτό το λόγο το δικαστήριο προσπάθησε να μη τη φέρει καθόλου και χρειάστηκε να γίνει η χτεσινή κόντρα για να υποχωρήσει. Τι είπε αυτή τη φορά η ξανθιά; Τι ο άνθρωπος που είδε μοιάζει με το Γιωτόπουλο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ήταν αυτός!!!
Το δικαστήριο θα συνεχιστεί την Τρίτη 4 Μάρτη.