Ο Ιπποκράτης Μυλωνάς, με την ιδιότητα του συνηγόρου του Τζωρτζάτου, άνοιξε τον κύκλο των αγορεύσεων των συνηγόρων υπεράσπισης (όπως είναι γνωστό, ο Σάββας δεν συμμετέχει, ο Χριστόδουλος αποχώρησε και όλοι οι διορισμένοι συνήγοροί του αποχώρησαν τελικά από τη δίκη, ενώ ο Κουφοντίνας αποχώρησε και έδωσε εντολή στους συνηγόρους του να μην αγορεύσουν για λογαριασμό του).
Την πρώτη μέρα της μακράς αγόρευσής του ο Ι. Μυλωνάς ασχολήθηκε με μερικά γενικά ζητήματα. Εντύπωση προκάλεσε η τοποθέτησή του ότι δεν «έχουμε πλήρη εξάρθρωση της 17Ν» και δεν έχουν συλληφθεί όλα τα μέλη της. Το σημειώνουμε γιατί στην πρώτη δίκη η υπεράσπιση Τζωρτζάτου δεν είχε προσχωρήσει σ’ αυτή τη λογική, που ρίχνει νερό στο μύλο της τρομοϋστερίας και διευκολύνει τα σενάρια που από καιρού εις καιρόν βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Μάλιστα, ο Ι. Μυλωνάς δεν δίστασε να συμφωνήσει με τα όσα είπε σχετικά μ’ αυτό το θέμα ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Στ. Γεωργίου, που όπως έχουμε γράψει υποστηρίζει σταθερά τη θέση της «λαϊκής δεξιάς» (για να μην πούμε ακροδεξιάς και τον… στενοχωρήσουμε), ότι πίσω από τη 17Ν βρίσκονταν κάποιοι υψηλά ιστάμενοι (εμμέσως φωτογραφίζεται το ΠΑΣΟΚ) και ότι η πραγματική ηγεσία της Οργάνωσης δεν έχει συλληφθεί!
Στη συνέχεια, ο συνήγορος ασχολήθηκε κυρίως με την υπόθεση του «Ευαγγελισμού», ανακεφαλαιώνοντας ουσιαστικά όσα έχουν ειπωθεί για τη μεταχείριση που υπέστη ο Σάββας Ξηρός και τις κραυγαλέες παραβιάσεις δικαιωμάτων που υπέστη. Σχολιάζοντας την εισαγγελική άποψη ότι ο Σάββας «δεν ήταν δεκτικός συλλήψεων», ήταν όμως «δεκτικός ανακρίσεων», μίλησε για «παραλογισμό και πλήρη καταπάτηση στοιχειωδών δικονομικών δικαιωμάτων». Υποστήριξε ότι είναι σωστό αυτό που φωνάζει ο Χριστόδουλος: ότι η προανακριτική απολογία που ο ίδιος υποχρεώθηκε να υπογράψει «είναι αυτή η απολογία που θα υπέγραφε ο κ. Σάββας Ξηρός αν δεν είχε την αιφνίδια επιδείνωση της υγείας του, αν δεν κινδύνευε για άλλη μια φορά να χάσει τη ζωή του».
Για τον εντολέα του υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν η προανακριτική απολογία του να θεωρείται αληθινή… «α’ λα καρτ», ανάλογα με το τι συμφέρει την κατηγορία: «Δηλαδή, ο κ. Τζωρτζάτος σ’ αυτή την απολογία του ομολόγησε την τέλεση δεκάδων κακουργημάτων, αυτό δέχθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση, αλλά όλως αντιφατικά, όταν πρόκειται να επιβάλλει ισόβια κάθειρξη, δύο ισόβια στον Μομφεράτο και άλλο ένα στον Ανδρουλιδάκη, στις υποθέσεις αυτές, εκεί ξεχνάει την ομολογία του κ. Τζωρτζάτου. Εκεί ξαφνικά, αλλά χωρίς καμία αιτιολογία, λέει ψέματα ο κ. Τζωρτζάτος. Μα εδώ, κύριοι δικαστές, θα το πω από τώρα, γιατί καταλαβαίνω πολύ καλά ότι πνίγει το δίκιο τον κ. Τζωρτζάτο, δεν είναι δυνατόν ένα δικαστήριο να δέχεται ταυτόχρονα ότι “η αστυνομική σου απολογία κ. Τζωρτζάτε είναι ειλικρινής” και ταυτόχρονα να δέχεται ότι δεν είναι ειλικρινής προκειμένου να σου επιβάλλει ισόβια κάθειρξη».
Αν το δικαστήριο κινηθεί και πάλι σ’ αυτή τη λογική, τότε θα έχουμε «πολιτική δικαιοσύνη και όχι ποινική δικαιοσύνη», κατέληξε ο συνήγορος. «Γιατί μία ποινική δικαιοσύνη εξετάζει νηφάλια και αποστασιοποιημένα τα αποδεικτικά στοιχεία και δε δέχεται ή όχι έναν ελαφρυντικό ισχυρισμό ανάλογα με τη θέση που έχει ο κατηγορούμενος απέναντι στην κατηγορία. Δε λέει αλήθεια ή ψέματα ο κ. Σάββας Ξηρός ανάλογα με το αν αναφέρεται σε “καλό” ή σε “κακό” κατηγορούμενο, ανάλογα με το αν αναφέρεται σε κάποιον που αποδέχεται πλήρως το σενάριο της Αστυνομίας ή αν αναφέρεται σε κάποιον που βάλλει κατά του σεναρίου της Αστυνομίας. Συνεπώς, αν θέλετε να βασιστείτε σ’ αυτά που έχει πει ο κ. Σάββας Ξηρός, θα πρέπει να αξιολογήσετε πολύ προσεκτικά, με νηφαλιότητα, με αποστασιοποίηση, το σύνολο των τοποθετήσεών του στην προδικασία, στην ανάκριση και στην πρωτοβάθμια δίκη».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις παρανομίες που διέπραξε η Αστυνομία σε βάρος των συλληφθέντων, αλλά και συγγενών τους, με αναφορές από καταθέσεις κατηγορούμενων και συγγενών τους στη δίκη, αλλά και καταθέσεις στην πρώτη δίκη μαρτύρων που είχαν στο παρελθόν πέσει θύματα αστυνομικών σκευωριών (Μπερτράν, Κογιάννης, Τσιτσιλιάνος). Μίλησε ακόμη για τις συνθήκες στην ανακρίτρια, με τους πάνοπλους κουκουλοφόρους της Αντιτρομοκρατικής να σημαδεύουν τους κατηγορούμενους την ώρα που υποτίθεται ότι απολογούνταν. Κατά τον Ι. Μυλωνά, ο έλεγχος της νομιμότητας της Αστυνομίας πρέπει να αποτελέσουν ένα από τα βασικά αντικείμενα αυτής της δίκης. «Δυστυχώς σημείωσε- εδώ όχι μόνο εσείς, όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, εισαγγελείς και δικαστές, που ασχολήθηκαν με αυτή την υπόθεση, πολύ απλά έκλεισαν τα μάτια». Κατέληξε «με την πολύ πικρή διαπίστωση ότι στο όνομα της δίωξης και διαλεύκανσης των εγκλημάτων που τέλεσε η 17Ν, γιατί τέλεσε εγκλήματα η 17Ν, αφήνουμε οι πάντες και οι αρμόδιοι για τον έλεγχό της εισαγγελείς και δικαστές την Ελληνική Αστυνομία και αυτή με τη σειρά της να τελεί άλλου είδους εγκλήματα. Η πίκρα μου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν βλέπω ότι τόσο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και εσείς ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις που έχετε πάρει γι’ αυτά τα ζητήματα και εσείς επιλέξατε την εύκολη λύση να κλείσετε τα μάτια και τα αυτιά σας σε όλα αυτά που καταγγέλθηκαν, όχι μόνο από τον ομιλούντα όσον αφορά τη δράση της Αστυνομίας και με αυτό τον τρόπο να δώσετε ένα πολύ σημαντικό δείγμα γραφής ότι στην παρούσα δίκη δεν έχουμε να κάνουμε με μια Ποινική Δικαιοσύνη, αλλά με μια Πολιτική Δικαιοσύνη».