Ο Χρ. Ξηρός, πριν αποχωρήσει από τη διαδικασία λόγω προβλημάτων υγείας, ζήτησε να κάνει μια δήλωση, στην οποία αναφέρθηκε στο καθεστώς απομόνωσης των πολιτικών κρατούμενων. Το πλήρες κείμενο της δήλωσης είναι το εξής:
«24 Ιουλίου. Τα γενέθλια της δημοκρατίας σας.
24 Ιουλίου. Μια εντελώς διαφορετική επέτειος για τους περισσότερους από μας, που συμπληρώσαμε ήδη τέσσερα χρόνιας στις κατ’ ευφημισμόν λεγόμενες “ειδικές συνθήκες κράτησης”. Ειδικές συνθήκες που πέρα από τα άθλια υπόγεια κελιά και τους λοιπούς ασφυκτικούς χώρους, το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απάνθρωπη, αυστηρά τηρούμενη απομόνωση. Ο Σωφρονιστικός σας Κώδικας απαγορεύει ρητά να τιμωρηθεί κρατούμενος με πάνω από 10 μέρες στην απομόνωση. Εμείς συμπληρώσαμε ήδη τέσσερα χρόνια σ’ αυτήν. Και μάλιστα, για έναν από μας, τον αδελφό μου Σάββα, με τα τεράστια προβλήματα υγείας που έχει, η απομόνωση αυτή είναι ακόμα πιο φρικτή.
Θα συμφωνήσω εδώ με τον κ. Μαργαρίτη που έλεγε συνεχώς στο πρώτο δικαστήριο: “Η δημοκρατία δεν εκδικείται”. Οντως, αυτό εδώ το καθεστώς είναι κάτι άλλο, που καμιά σχέση δεν έχει ούτε με τη λέξη δημοκρατία. Εγώ προσωπικά, σαν πολιτικός αντίπαλος του καθεστώτος, δεν εκπλήσσομαι με αυτή την αντιμετώπιση. Το καθεστώς δεν το απασχολεί καθόλου αν είσαι αθώος ή ένοχος, του αρκεί που είσαι αντίπαλος.
Αυτά τα πράγματα έρχεται πανηγυρικά να τα επιβεβαιώσει η ξαφνική επιδείνωση της υγείας μου. Εκανα το λάθος να αρρωστήσω Σάββατο και επί δύο μέρες με εμπαίζανε λέγοντας ότι δεν υπάρχει γιατρός. Μάλλον εδώ το σωφρονιστικό σύστημα ακολουθεί μια καινοφανή μέθοδο που εγώ την ονομάζω ελάχιστη χρήση γιατρών. Δηλαδή, εάν αρρωστήσεις –και ακόμη χειρότερα αν αρρωστήσεις Σαββατοκύριακο- σε πάνε στο γιατρό σε καμιά βδομάδα. Αν δεν είναι σοβαρό το πρόβλημα, έχεις γλιτώσει, οπότε δε χρειάζεσαι γιατρό. Αν είναι σοβαρό, τα κακαρώνεις, τινάζεις τα πέταλα, οπότε πάλι δε χρειάζεσαι γιατρό και μάλιστα έχεις και το πλεονέκτημα ότι αποφυλακίζεσαι αυθημερόν».
Ούτε μισό λεπτό δεν κράτησε η εξέταση του τέως αρχηγού της Αστυνομίας Μακρή. Μας λύθηκε έτσι η απορία γιατί το δικαστήριο -μολονότι κάποια στιγμή πρόεδρος και εισαγγελέας είχαν δηλώσει, ότι δεν θα καλέσουν τους συγκεκριμένους μάρτυρες- ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την περασμένη Παρασκευή, ότι καλεί τους Μακρή, Λαμπαδιάρη, Νηστικάκη και Τσιντέρη. Τους κάλεσε απλά για να επιβεβαιώσει ότι δεν έχουν καμιά δουλειά με την υπόθεση. Ρωτήθηκε, λοιπόν, ο Μακρής αν γνωρίζει τίποτα για εμπλοκή των κατηγορούμενων στις υποθέσεις για τις οποίες κατηγορούνται, απάντησε αρνητικά και του είπαν να πάει στο καλό! Τότε γιατί τον φώναξαν; Δεν έχουμε κατηγορία για Ριανκούρ, δεν μας ενδιαφέρει η Ριανκούρ, δήλωσε η εισαγγελέας. Ναι, αλλά στο πρώτο δικαστήριο οι τέως αρχηγοί παρέλασαν και κατέθεσαν σπαρταριστά πράγματα. Βλέπετε, τότε έπρεπε να υπάρξει μια συμβολή στο κλίμα της τρομοϋστερίας, ενώ τώρα η υπόθεση αντιμετωπίζεται υπό τυπικό νομικό πρίσμα, οπότε οι αρχηγοί δεν χρειάζονται. Υπάρχει και κάτι άλλο, βέβαια. Στην πρώτη δίκη πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι. Ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τις βεβαιότητες, ότι γύρω από την υπόθεση Ριανκούρ στήθηκε ένας χορός ροκανίσματος μυστικών κονδυλίων.
Ο Λαμπαδιάρης έμεινε περισσότερο (ο Νηστικάκης δεν εμφανίστηκε). Ο πρόεδρος του έκανε την ίδια ερώτηση που είχε κάνει στο Μακρή, αυτός απάντησε ότι δε γνωρίζει τίποτα συγκεκριμένα και η εξέταση τερματίστηκε. Οι εισαγγελείς τον ρώτησαν για την προσαγωγή του Τζωρτζάτου το Μάη του 1993. Απάντησε ότι συνελήφθη με τη μηχανή του κοντά στο σπίτι του αμερικανού στρατιωτικού ακολούθου, ύστερα από καταγγελία της ασφάλειας των Αμερικανών, δεν προέκυψε τίποτα σε βάρος του και αφέθηκε ελεύθερος. Η παρακολούθησή του συνεχίστηκε για ένα διάστημα 2-3 μηνών και πάλι δεν προέκυψε τίποτα. Οταν ρωτήθηκε αν δέχτηκε πιέσεις για την απελευθέρωση του Τζωρτζάτου, το διέψευσε κατηγορηματικά. Αδειασε, δηλαδή, τον Καμμένο, ο οποίος είχε έρθει στην πρώτη δίκη και υποστήριζε ότι δύο βουλευτές της αντιπολίτευσης πίεζαν τον Λαμπαδιάρη να αφήσει ελεύθερο το Τζωρτζάτο και τον είχαν φέρει σε κατάσταση απελπισίας. Ισως γι’ αυτό ο ζάμπλουτος ακροδεξιός απέφυγε να προσέλθει σ’ αυτό το δικαστήριο, μολονότι κλήθηκε δυο φορές.
Η Γ. Κούρτοβικ και ο Δ. Κουφοντίνας υπέβαλαν ερωτήσεις στο Λαμπαδιάρη για τα μυστικά κονδύλια που κάποιοι μοιράστηκαν (13 εκατ. δραχμές και 1 εκατ. δολάρια από ξένες υπηρεσίες) και αυτός, φυσικά, το διέψευσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι άλλο. Τουλάχιστον ακούστηκε αυτό που το δικαστήριο δεν ήθελε ν’ ακουστεί. Ο Δ. Κουφοντίνας ζήτησε, επίσης, αργότερα, και διαβάστηκε η προκήρυξη της 17Ν για την υπόθεση, που ξεφτιλίζει την ΕΛΑΣ και τις ειδικές της δυνάμεις. Και μόλις τελείωσε η ανάγνωση της προκήρυξης, έκανε την παρακάτω δήλωση:
«Ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα, όπως τα λέει η προκήρυξη. Απλώς μετά, με αφορμή και αυτή την υπόθεση, στήθηκε ένας τρελός χορός από τα τρωκτικά των μυστικών κονδυλίων, ελληνικών και αμερικανικών, όπου αλληλοτρώγονταν διάφορα κρατικά όργανα, παρακρατικοί, διάφοροι ιδιωτικοί ντετέκτιβ, διάφοροι άλλοι τυχοδιώκτες. Στο τέλος, εξαφάνισαν όλα αυτά τα στοιχεία -που έλεγαν ποιοι πήραν, πόσα πήραν και πώς τα πήραν- όπως παραδέχτηκε και ο υπουργός Δημόσιας Τάξης το 2005. Δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο πλέον. Τώρα, το ποιοι ακριβώς έφαγαν και πόσα απ’ αυτά τα μυστικά κονδύλια ας πάνε στα αστικά δικαστήρια και ας τα βρούνε. Εμάς ας μη μας ανακατεύουνε στις βρομιές τους. με την ευκαιρία, θα ‘θελα να ρωτήσω –ξέρω ότι δε θα πάρω απάντηση- ποιοι μοιραστήκανε και πώς αυτά τα δισεκατομμύρια της επικήρυξης για την Οργάνωση;».
Μετά τη δήλωση Κουφοντίνα… άκρα του τάφου σιωπή. Η κ. εισαγγελέας δεν τόλμησε να υπερασπιστεί τους θεσμούς. Ακολούθησε το αρχαίο ρητό «κρείττον σιγάν…».
Η υπεράσπιση Τζωρτζάτου επέμεινε στα της προσαγωγής του το Μάη του 1993 και ο Λαμπαδιάρης επανέλαβε ότι δεν προέκυψε τίποτα σε βάρος του. Αμέσως μετά, όμως, προέκυψε σοβαρό επεισόδιο, καθώς η εισαγγελέας προσκόμισε μια σειρά έγγραφα για τη συγκεκριμένη υπόθεση και ζήτησε να αναγνωστούν. Η υπεράσπιση Τζωρτζάτου μίλησε για εξαπάτησή της από την εισαγγελέα, διότι είχε ζητήσει αυτά τα έγγραφα και η εισαγγελέας της απάντησε ότι δεν υπάρχει τίποτα, όλα έχουν πολτοποιηθεί (εκτός από δύο έγγραφα). Τώρα, η εισαγγελέας εμφανίζει άλλα δύο έγγραφα. Η εισαγγελέας δήλωσε ότι όντως είχε μόνο δύο έγγραφα, όμως την Παρασκευή, ψάχνοντας στη δικογραφία, βρήκε και κάποια άλλα! Ο πρόεδρος άρπαξε την ευκαιρία και μη επιτρέποντας στο συνήγορο να διευκρινίσει τη στάση του, τον ανακάλεσε στην τάξη, γιατί μίλησε ανεπίτρεπτα για την εισαγγελέα. Ο συνήγορος, αφού παρατήρησε ότι ο πρόεδρος ενεργεί μεροληπτικά γιατί δεν τον αφήνει να δώσει τις εξηγήσεις του, απάντησε ότι είναι αναγκασμένος να δεχτεί αυτό που λέει η εισαγγελέας, γιατί δε μπορεί να αποδείξει το αντίθετο, και γι’ αυτό πρέπει να ανακαλέσει τη φράση για εξαπάτηση.
Η εισαγγελέας πρότεινε την ανάγνωση των εγγράφων που κατέθεσε και η υπεράσπιση δικαίως αντιτάχθηκε, θεωρώντας ότι θα πρόκειται για αποσπασματική εξέταση της υπόθεσης. Αντιπρότεινε να κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας ο τότε προϊστάμενος της Αντιτρομοκρατικής Πεντάρης, που είχε παρακολουθήσει την υπόθεση. Η εισαγγελέας πρότεινε να μη κληθεί ο Πεντάρης και το δικαστήριο επιφυλάχτηκε να αποφασίσει και για την ανάγνωση των εγγράφων και για την κλήση του Πεντάρη. Ομως, η συζήτηση συνεχίστηκε. Τα έγγραφα αυτά (11 συνολικά) τα είχε στα χέρια του ο εισαγγελέας της πρώτης δίκης Χρ. Λάμπρου και προσπάθησε να τα εισάγει στη διαδικασία, ενέργεια που δεν επιτράπηκε με απόφαση του δικαστήριου. Η υπεράσπιση τα ζήτησε και ο Λάμπρου αρνήθηκε να τα δώσει, αφού δεν αναγνώστηκαν. Πώς, λοιπόν, από τα 11 έγγραφα βρέθηκαν στη δικογραφία μόνο τα 3; Πώς έγινε η επιλογή; Λίγο αργότερα η υπεράσπιση βρήκε και άλλο στοιχείο: Από το ένα έγγραφο (κατάθεση του Τζωρτζάτου το 1993) έλειπε η μία από τις πέντε σελίδες! Η εισαγγελέας ζήτησε την ανάγνωση ελλιπούς εγγράφου!
Με κάποια καθυστέρηση εμφανίστηκε και η Τσιντέρη, για να σχηματιστεί αμέσως ένα σουρεαλιστικό σκηνικό. Ο πρόεδρος ρώτησε την Τσιντέρη αν γνωρίζει τίποτα για τους κατηγορούμενους και τις κατηγορίες. «Ούτε τη 17Ν ξέρω, ούτε τους κατηγορούμενους, ούτε τίποτα για την υπόθεση», απάντησε η Τσιντέρη. Η εισαγγελέας δεν έκανε καμιά ερώτηση, ούτε κανείς/καμία άλλοη/η από την έδρα. Μοιραία, λοιπόν, οι ερωτήσεις έγιναν από την υπεράσπιση. Ο πρόεδρος, όμως, ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει να ακουστεί τίποτ’ άλλο. Με το που άρχισε η Τσιντέρη να λέει τα σχετικά με τη Ριανκούρ, την έκοψε. Τότε γιατί με καλέσατε; Εγώ δεν έχω να πω τίποτα για τους κυρίους, αντέτεινε εύστοχα η Τσιντέρη, πλην όμως ο πρόεδρος «δεν καταλάβαινε τίποτα». Η υπεράσπιση συνέχισε να ρωτάει, αλλά μόλις η Τσιντέρη έμπαινε στο «ζουμί» («με ενέπλεξαν τέσσερις ανώτεροι αξιωματικοί, οι Μακρής, Λαμπαδιάρης, Νηστικάκης και Αποστολόπουλος, που με χαρακτήρισαν πληροφοριοδότη της Αστυνομίας για την υπόθεση της Ριανκούρ»), ο πρόεδρος παρενέβαινε και διέκοπτε. Στη συνέχεια, άρχισε να απαγορεύει ερωτήσεις, αλλά σύντομα παραιτήθηκε και στωικά περίμενε να τελειώσει η Τσιντέρη. Τα ανακλαστικά του ενεργοποιήθηκαν όταν κάποια στιγμή η Τσιντέρη είπε: «Να μιλήσω ανοιχτά;». «Οχι να μη μιλήσετε» (!!), αντέδρασε με ασυνήθιστη για τον ίδιο ταχύτητα ο κ. Βερτέλλης. Εν πάση περιπτώσει, η Τσιντέρη δεν εισέφερε τίποτα καινούργιο. Υποστήριξε ότι για άγνωστους λόγους την επέλεξαν και έστησαν μια υπόθεση σε βάρος της, για να κουκουλώσουν την ιστορία της «μάσας» των μυστικών κονδυλίων. Εμείς τώρα τι να πούμε; Γεγονός είναι πως κάποιοι «μάσησαν» χοντρά απ’ αυτή την υπόθεση. Ποιοι; Ας τα βρουν μεταξύ τους, όπως σωστά είπε και ο Δ. Κουφοντίνας.
Η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση των καταθέσεων ορισμένων μαρτύρων για την υπόθεση Περατικού (αίτημα της υπεράσπισης) και σχόλια των υπερασπιστών του Βασ. Ξηρού γι’ αυτή την υπόθεση. Σχόλια εκτεταμένα, προοίμια των τελικών τους αγορεύσεων, που συνέκριναν τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, από τις οποίες φαίνεται καθαρά ότι ο μοναδικός «αναγνωριστής» της υπόθεσης είναι ένας πρόθυμος ψευδομάρτυρας, στον οποίο έγινε εμφύτευση μνήμης.
Μετά από αίτημα της υπεράσπισης του Δ. Κουφοντίνα θα εξεταστεί η υπόθεση του «Ευαγγελισμού» (κλητεύθηκαν όσοι είχαν καταθέσει στην πρώτη δίκη), ενώ η υπεράσπιση Τζωρτζάτου ζήτησε τη βίαιη προσαγωγή του Καμμένου. Η εισαγγελέας αρχικά απόρησε («βιαία προσαγωγή τον βουλευτή»), στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν θεωρεί αναγκαία την παρουσία του (τότε γιατί τον κάλεσαν;!!) και το δικαστήριο επιφυλάχτηκε να αποφασίσει. Η συνεδρίαση διακόπηκε για την Τετάρτη, μέρα για την οποία κλήθηκαν οι μάρτυρες του «Ευαγγελισμού».