Ενα παρκάκι, ένας μικρός πνεύμονας πρασίνου πάνω στην Πατησίων, στην καρδιά της αβίωτης Κυψέλης μπήκε στο στόχαστρο εργολάβων και δημάρχου Αθηναίων. Αποφάσισαν να κόψουν τα λίγα δέντρα, τα περισσότερα από τα οποία έστεκαν εκεί για πάνω από 100 χρόνια, για να χτίσουν υπόγειο γκαράζ τριών ορόφων. Οι κάτοικοι της περιοχής αντιστάθηκαν με νομικά μέσα. Πήραν απόφαση απαγόρευσης κοπής των δέντρων από τη δασική υπηρεσία, πέτυχαν την ακύρωση από τη δευτεροβάθμια αρχιτεκτονική επιτροπή της νομαρχίας.
Πλην όμως, λογάριασαν χωρίς τον Κακλαμάνη και τα συμφέροντα που υπηρετεί. Νύχτα πήραν δήθεν διαφορετική απόφαση στο δημοτικό συμβούλιο, χαράματα έστειλαν τ’ αλυσοπρίονα και τις μπουλντόζες να ρίξουν κάτω τα δέντρα. Οταν αντίκρισαν τις εικόνες της καταστροφής, βγήκαν στο δρόμο όσοι μπορούσαν εκείνη την ώρα. Νοικοκυρές και συνταξιούχοι στην πλειοψηφία τους. Και πάλι λογάριασαν χωρίς τον Κακλαμάνη και τον Μαρκογιαννάκη. Τα ΜΑΤ ανέλαβαν δράση. Τα ανθρωποειδή άρχισαν να σπρώχνουν με τις ασπίδες και να ξυλοκοπούν ηλικιωμένους που υπερασπίζονταν την ίδια τους την ανάσα. Οταν έφτασε το απόγευμα και ο κόσμος έγινε περισσότερος, άρχισαν τα χημικά και τις κρότου-λάμψης. Τα ίδια το βράδυ, τα ίδια και την επομένη, τα ίδια και τη μεθεπομένη που ο Κακλαμάνης έστειλε τις μπουλντόζες να ισοπεδώσουν ό,τι απέμεινε μαζί με τα δενδρύλλια που είχαν φυτέψει οι κάτοικοι.
Δέρνουν τον κόσμο επειδή υπερασπίζεται ένα μικρό πνεύ-μονα πρασίνου. Και χωρίς ντροπή δηλώνουν ότι θα ξαναφυτέψουν δέντρα στην κορυφή του γκαράζ, όταν είναι γνωστό πως για να πιάσει δέντρο θέλει τουλάχιστον τρία μέτρα βάθος. Ομως ο κόσμος δεν το βάζει κάτω. Μένει εκεί, αποφασισμένος να μην τους αφήσει να ολοκληρώσουν.