Την προηγούμενη βδομάδα, στο άρθρο μας με τίτλο «Ιστορίες δασικής υστερίας» περιγράψαμε, εκτός των άλλων, τις «περιπλανήσεις» και «αναζητήσεις» των πρώην και νυν προέδρων του ΣτΕ Π. Πικραμμένου και Κ. Μενουδάκου, από τις οποίες προκλήθηκε μεγάλη ζημιά στο δασικό πλούτο της χώρας. Οι δύο πρόεδροι του ΣτΕ χρειάστηκαν χρόνια μέχρι να αποδεχτούν την απόφαση 27/1999 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ). Τα κίνητρά τους γι’ αυτή την κατά 180 μοίρες στροφή στις απόψεις τους για τον επιστημονικό ορισμό του δάσους και τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα του ορισμού που εισήχθη στους δασοκτόνους νόμους 3208/2003, 3818/2010 και άλλους δεν τα γνωρίζουμε.
Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι την περίοδο από το Δεκέμβρη του 2003 μέχρι τώρα ο δασικός πλούτος της χώρας υπέστη μεγάλη και ανεπανόρθωτη ζημιά.
Θα αναρωτηθούν ίσως κάποιοι γιατί τα βάζουμε μόνο μ’ αυτούς τους δύο, όταν οι ολομέλειες του ΣτΕ είναι πολυπληθείς. Δεν έχουμε τη λογική ότι οι υπόλοιποι σύμβουλοι του ΣτΕ είναι άμοιροι ευθυνών. Θέλουμε, όμως, να υπογραμμίσουμε ότι, όπως συμβαίνει στα κοπάδια των προβάτων με τα γκεσέμια, έτσι και στο ΣτΕ οι πρόεδροί του έσυραν τους συμβούλους του ΣτΕ παλαιότερα στη σιωπηρή απόρριψη της απόφασης 27/1999 του ΑΕΔ και τώρα στην αποδοχή της.
Τώρα το ΣτΕ προχώρησε σε μια ιστορική αναδρομή της απόφασης 27/1999 και έτσι με την απόφασή του 32/2013 της έδωσαν μεγάλη νομική ισχύ. Παραμένει όμως ένα πρόβλημα που έχουμε επισημάνει σε πληθώρα άρθρων μας. Παρατηρείται το φαινόμενο να μην εφαρμόζονται από τη δημόσια διοίκηση (φυσικά μετά από αυστηρή εντολή των υπουργών) οι αποφάσεις του ΣτΕ που προστατεύουν το δάσος. Και όχι μόνον αυτό. Το ίδιο το ΣτΕ και το αρμόδιο όργανό του, η Ειδική Επιτροπή του άρθρου 5 του νόμου 1470/1984, δεν παρεμβαίνουν ακόμη και σε περιπτώσεις που γίνονται καταγγελίες ή σε περιπτώσεις –όπως αυτή που εξετάζουμε– που παραβιάζονται αποφάσεις του ίδιου του ΣτΕ.
Η αναδρομή που έκανε η Ολομέλεια του ΣτΕ ήταν αναγκαία, γιατί από τον Οκτώβρη του 1999 μέχρι τώρα έχουν γίνει σημαντικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων, πράσινων και μπλε, που ερμηνεύτηκαν απ’ όλους τους καλοθελητές ως να μην αλλοίωναν και να μην αναιρούσαν τον επιστημονικό ορισμό του δάσους, μπάζοντας σ’ αυτόν αριθμητικά δεδομένα και συγκεκριμένα ξυλώδη φυτά που έπρεπε να υπάρχουν προκειμένου μια έκταση να χαρακτηριστεί ως δάσος.
Το 2001 αναθεωρήθηκε το σύνταγμα και εισήχθη στο άρθρο 24 μια ερμηνευτική δήλωση, στην οποία επαναλαμβάνεται μεν ο επιστημονικός ορισμός του δάσους, όμως προστέθηκε η λέξη «αναγκαία» πριν την λέξη «επιφάνεια». Οι προθέσεις αυτής της παρέμβασης ήταν φανερές και αποτυπώθηκαν στα πρακτικά της αναθεωρητικής βουλής. Οι εμπνευστές της ερμηνευτικής δήλωσης ήθελαν να περιπλέξουν τα πράγματα και να ανοίξουν μια ατέρμονα συζήτηση για το κατά πόσον χρειάζεται να εισάγουμε στον επιστημονικό ορισμό του δάσους αριθμητικά δεδομένα.
Οπως είναι γνωστό σ’ αυτούς που ασχολούνται συστηματικά με τη δασική νομοθεσία, αυτό το πέτυχαν για αρκετά χρόνια. Αλλωστε, όλα τα προηγούμενα χρόνια αυτό είχε κάνει και ο πρώην πρόεδρος του ΣτΕ Π. Πικραμμένος (και όχι μόνον αυτός).
Στην ιστορική του αναδρομή το ΣτΕ, με τη «διπλωματική γλώσσα»που χρησιμοποιείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αναφέρεται στην προσθήκη της λέξης «αναγκαία» στον επιστημονικό ορισμό του δάσους και καταλήγει:
«Κατά τα ανωτέρω, ο αναθεωρητικός νομοθέτης υιοθέτησε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του ΑΕΔ, η οποία ρητώς αναφέρει ότι αυτοί αποτελούν ορισμούς της επιστήμης της δασικής οικολογίας. Τούτου δε έπεται, πρώτον, ότι είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη αγρίων ξυλωδών από τα οποία αποτελούνται, δηλαδή, αν είναι δασοπονικά ή μη, εφόσον αποτελούν οργανική ενότητα. Και, δεύτερον, ότι η προσθήκη της λέξεως "αναγκαία" εντάσσεται στους ορισμούς αυτούς και δεν τους ανατρέπει, απαιτώντας μια αριθμητικώς προσδιορισμένη ελάχιστη έκταση προς δασοπονική εκμετάλλευση, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν.998/79 (ανωτέρω σκέψη 7) ή προς ικανοποίηση της "κοινής λογικής", αλλά μια έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα αναλόγως της θέσεως αυτού (υψομέτρου, γεωγραφικού πλάτους και μήκους) και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών» (οι εμφάσεις δικές μας).
Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι μετά την ξεκάθαρη αυτή τοποθέτηση επιβάλλεται –σαν το νόμο της βαρύτητας– η υποχρέωση τόσο του Ειδικού Γραμματέα Δασών όσο και του Γενικού Διευθυντή Δασών να πάρουν πίσω τις δικές τους εγκυκλίους και τις εγκυκλίους των υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, οι οποίες εισήγαγαν αριθμητικά δεδομένα και ορισμένα ξυλώδη φυτά προκειμένου να χαρακτηριστεί μια έκταση είτε ως δάσος, είτε ως δασική, είτε ως χορτολιβαδική έκταση, όπως είναι για παράδειγμα τα φρυγανώδη και οι δασωμένες εποικιστικές εκτάσεις.
Το Δεκέμβρη του 2003, ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο δασοκτόνος νόμος 3208/2003. Με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού άλλαξαν οι παράγραφοι 1 έως 5 του νόμου 998/1979. Για όλο το διάστημα που ο Π. Πικραμμένος ήταν εισηγητής στην εξεταζόμενη από το ΣτΕ προσφυγή κατά της εφαρμοστικής εγκυκλίου 1099/2004 του δασοκτόνου νόμου οι διατάξεις αυτές χαρακτηρίστηκαν ως συνταγματικές! Γι’ αυτή την προσφορά του στην πατρίδα του κεφαλαίου ο Π. Πικραμμένος επιβραβεύτηκε με μια θέση αντιπροέδρου του ΣτΕ το καλοκαίρι του 2007 και με την προεδρία το 2009. Τώρα, ο Π. Πικραμμένος και οι σύμβουλοι και αντιπρόεδροι του ΣτΕ, που ψήφισαν την απόφαση 32/2013, έκαναν διαμετρικά αντίθετη προσέγγιση και χαρακτήρισαν τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 1 του νόμου 3208 και την παρ. 3 του άρθρου 15 του νόμου 1734 ως αντισυνταγματικές. Επισημαίνουμε ότι υπήρξε και μειοψηφία και εάν δεν δράσουμε αποφασιστικά και γρήγορα αυτή η μειοψηφία μπορεί να μετατραπεί σε πλειοψηφία. Ο νοών νοείτω.
Οι πλειοψηφίσαντες σύμβουλοι (συμπεριλαβανόμενων και των δύο προέδρων) εξέφρασαν τη θέση τους στις σκέψεις 12, 13, 14 και 16. Παραθέτουμε το μεγαλύτερο μέρος τους, γιατί έχουν τεράστια σημασία μιας και δίνουν όπλα σ’ όσους υποστηρίζουν τον επιστημονικό ορισμό του δάσους και δεν δέχονται τις ανατροπές του δασοκτόνου νόμου:
«12. Επειδή με τις ανωτέρω διατάξεις του νέου άρθρου 3 του Ν. 998/1979 ορίζεται ότι δασικό οικοσύστημα υπάρχει όταν σωρευτικώς υπάρχουν τα ακόλουθα στοιχεία: α) άγρια ξυλώδη φυτά τα οποία είναι δασοπονικά, μπορούν δηλαδή να παράγουν με δασική εκμετάλλευση δασικά προϊόντα (παρ.3 περ. Ι), β) έκταση επί της οποίας τα ανωτέρω φυτά υπάρχουν, αριθμητικώς προσδιοριζόμενων των ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων αυτής (παρ. 3 περ. ΙΙ, εδάφιο πρώτο) (σ.σ. προφανώς εννοούν τα 3 στρέμματα) και γ) συγκόμωση των επί της αυτής εκτάσεως δασοπονικών ειδών αριθμητικώς καθοριζόμενη (παρ. 3, περ. ΙΙΙ, εδάφιο πρώτο).
Περαιτέρω δε, με τις αυτές διατάξεις ορίζεται ότι τα κατά τα ανωτέρω δασικά οικοσυστήματα είναι ι) δάση αν η συγκόμωση των δασοπονικών ειδών καλύπτει αριθμητικώς προσδιοριζόμενο ποσοστό της επιφανείας επί της οποίας ευρίσκονται (παρ. 3 περ. ΙΙΙ εδάφιο δεύ-τερο στοιχ. α’) και ιι) δασικές εκτάσεις αν η συγκόμωση των θαμνώδους μορφής δασοπονικών ειδών καλύπτει αριθμητικώς επίσης προσδιοριζόμενο ποσοστό επί της εκτάσεως επί της οποίας ευρίσκονται (παρ. 3 περ. ΙΙΙ εδάφιο δεύτερο στοιχ.β’).
13. Επειδή οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη, υπό στοιχεία α’, β’, γ’, διατάξεις είναι αντίθετες προς το άρθρο 24 του Συντάγματος και την υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση για τους εξής λόγους. α) Η της περ. Ι της παρ. 3 του νέου άρθρου 3 διότι εξαρτά την ύπαρξη του δασικού συστήματος από τη δυνατότητα οικονομικής του εκμεταλλεύσεως, η οποία ενδέχεται μεν να υπάρχει πλην δεν είναι υποχρεωτική, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 8, επανεισάγουσα έτσι στη θέση των υιοθετηθέντων από τον αναθεωρητικό νομοθέτη ορισμών της δασικής οικολογίας εκείνους της δασοπονίας, β) η του πρώτου εδαφίου της περ. ΙΙ της παρ. 3 του νέου άρθρου 3 διότι… εξαρτά την ιδιότητά του ως δασικού οικοσυστήματος από έκταση της οποίας το ελάχιστο εμβαδόν καθορίζεται αριθμητικώς αδιαφόρως της θέσεώς της και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών… και γ) …διότι εξαρτά την ιδιότητα ενός οικοσυστήματος ως δασικού… από το ανελαστικό αριθμητικό κριτήριο της συγκομώσεως του εδάφους όπου αυτή φύεται…
14 …Οι ανωτέρω διατάξεις, επομένως, πέραν της κατά τα ανωτέρω αντισυνταγματικότητας τους… προσκρούουν και στο τελευταίο εδάφιο της υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτικής δηλώσεως. Τούτο δε διότι δεν θέτουν ως κριτήριο χαρακτηρισμού μιας εκτάσεως ως δάσους ή δασικής το αραιό ή μη της επ’ αυτής δασικής βλαστήσεως αλλά άλλο κριτήριο που συνάπτεται με το ύψος της βλαστήσεως…
16 …Τούτου δε έπεται ότι η αναφερομένη στην προηγούμενη σκέψη νέα παράγραφος 3 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, που θεωρεί μία έκταση ως έχουσα δασικό χαρακτήρα από την ύπαρξη ορισμένων μόνο δασοπονικών φυτών και με μαθηματικώς οριζόμενο ποσοστό συγκομώσεως, είναι αντίθετη προς το ανωτέρω άρθρο 24 του Συντάγματος και την υπ’ αύτό ερμηνευτική δήλωση και ως εκ τούτου ανίσχυρη, ως προσκρούουσα στην ανωτέρω ερμηνευτική δήλωση» (οι εμφάσεις δικές μας).
Και το ΣτΕ καταλήγει:
«18. Επειδή, μετά την διαπίστωση, με τις σκέψεις 13, 14 και 16 της αντιθέσεως προς το Σύνταγμα συνεπώς δε και του ανισχύρου των ανωτέρω διατάξεων του νέου άρθρου 3 του Ν. 998/1979 και της νέας παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, με τις οποίες δίνεται ο ορισμός των δασών και των δασικών εκτάσεων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο αναφερόμενος στη σκέψη 2 λόγος ακυρώσεως με τον οποίο το αιτούν προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα ως αντισυνταγματική γιατί η προβλεπόμενη από αυτήν να διεξαχθεί εργασία καταρτίσεως του δασολογίου γίνονται βάσει των ορισμών που δίνονται στις ανωτέρω ανίσχυρες διατάξεις. Τούτου δε έπεται ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση» (οι εμφάσεις δικές μας).
Ολοι οι δασικοί χάρτες πρέπει να καταρτιστούν από την αρχή
Γράψαμε και στο προηγούμενο άρθρο μας, ότι πρέπει να καταργηθούν όλες οι εγκύκλιες διαταγές των υπουργών Γεωργίας και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Επανερχόμαστε σ’ αυτό το ζήτημα και παίρνοντας αφορμή από την απόφαση του ΣτΕ (σημείο 18), στην οποία αποφαίνεται ότι δεν μπορεί να καταρτιστεί το δασολόγιο με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του δασοκτόνου νόμου 3208/2003, υποστηρίζουμε ευθέως, ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η κατάρτιση των δασικών χαρτών με αντισυνταγματικές και ανίσχυρες διατάξεις. Οσοι από τους δασικούς χάρτες έχουν καταρτιστεί, σε όποιο στάδιο και αν βρίσκονται, πρέπει να καταρτιστούν από την αρχή, με βάση το νέο επιστημονικό ορισμό του δάσους.
Στους δασικούς χάρτες πρέπει να συμπεριληφθούν οι φρυγανώδεις εκτάσεις, που σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό του δάσους ανήκουν είτε στα δάση είτε στις δασικές εκτάσεις. Ενημερωτικά αναφέρουμε ότι το Φλεβάρη του 1980 το Τεχνικό Συμβούλιο Δασών (στο οποίο είχαν πάρει μέρος οι πέντε από τους επτά) είχε εισηγηθεί ότι οι φρυγανώδεις ανήκουν στις χορτολιβαδικές εκτάσεις. Με βάση δε αυτή την εισήγηση οι εκτάσεις αυτές μένουν ανυπεράσπιστες στη βουλιμία των μεγαλοκαταπατητών. Σε επόμενο άρθρο μας θα μιλήσουμε αναλυτικά γι’ αυτή την εισήγηση του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών. Επίσης, στους δασικούς χάρτες πρέπει να συμπεριληφθούν οι άβατες κλιτύες των ορέων.
Ομως, απαραίτητη προϋπόθεση για να καταρτιστούν και να εγκριθούν πραγματικοί δασικοί χάρτες, που θα προστατεύουν τον δασικό πλούτο της χώρας μας, είναι να καταργηθούν όλοι οι νόμοι που αφαίρεσαν τις αρμοδιότητες της σύνταξής τους από τις Διευθύνσεις Δασών και από τη Διεύθυνση Δασικών Χαρτών (υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος). Ανάμεσα σ’ αυτές, όπως έχουμε γράψει παλαιότερα, είναι και η εγκύκλιος για τον ορισμό του δάσους του νόμου 3818/2010, άρθρο 9 παρ. 1, που συντάχτηκε από τους Δ. Ντινόκα και Κ. Διαμαντή και υπογράφτηκε από την πρώην υπουργό ΠΕΚΑ Τίνα Μπιρμπίλη. Στο ζήτημα της κατάργησης των αντιδασικών εγκυκλίων θα επανέλθουμε.
Γεράσιμος Λιόντος