Βάζοντας μπροστά γνωστά παπαγαλάκια του φιλοκυβερνητικού δεξιού Τύπου και συνταγματολόγους, που έχουν κάνει το σύνταγμα «κόσκινο», προκειμένου να υπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως αυτό της ίδρυσης και στην Ελλάδα ιδιωτικών πανεπιστημίων ή παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων με δίδακτρα που θα λειτουργούν ως οιονεί ιδιωτικά πανεπιστήμια, η κυβέρνηση, ετοιμάζει το έδαφος για την «νομοθετική πρωτοβουλία» που θα αναλάβει, κατεδαφίζοντας το άρθρο 16 του Συντάγματος, πριν ακόμη επιχειρηθεί η αναθεώρησή του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά τα δημοσιεύματα η «νομοθετική πρωτοβουλία» Μητσοτάκη θα πατά πάνω στην απόφαση 66/18 του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) της 6ης Οκτωβρίου 2020, που προέκυψε μετά από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και καταδίκασε την Ουγγαρία για την νομοθετική μεταρρύθμιση που έκανε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που, όπως λέγεται, είχε ως σκοπό να εξαναγκάσει το Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης (CEU), να εγκαταλείψει τη χώρα. Το εν λόγω πανεπιστήμιο ίδρυσε στην Ουγγαρία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο George Soros, με τον οποίο (σ.σ. είναι ουγγρικής καταγωγής) έχει, λέει, αντίθεση η κυβέρνηση του Ορμπαν.
Η απόφαση του ΔΕΕ θα αποτελεί την κύρια νομική βάση και για τα «επιχειρήματα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη και θα έπονται οι «διακρατικές συμφωνίες» του άρθρου 28 του Συντάγματος που «αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Θυμίζουμε ότι το άρθρο 28, παράγ. 1 του ελληνικού αστικού Συντάγματος προβλέπει τα εξής:
«Oι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας».
Προβλέπει, δηλαδή, ότι το κοινοτικό δίκαιο, δηλαδή το δίκιο των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, που κάνουν το κουμάντο στην ΕΕ, κατισχύει του εθνικού και η ελληνική κωλοπετινίτσα οφείλει να υπακούσει.
Η περίπτωση της Ουγγαρίας και το «δίκαιο» της ΕΕ που εφάρμοσε το ΔΕΕ
Ο πυρήνας της απόφασης του ΔΕΕ είναι η χυδαία αντίληψη ότι η εκπαίδευση, η συστηματική δηλαδή μετάδοση της γνώσης, η καλλιέργεια της προσωπικότητας, η Παιδεία με λίγα λόγια έστω και στενεμένη στα όρια της εκπαίδευσης-αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, αποτελεί «υπηρεσία» και ως τέτοια εντάσσεται στις προβλέψεις και αρμοδιότητες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΥ)! Κοντολογίς η εκπαίδευση θεωρείται εμπόρευμα που η εξαγωγή του υπακούει στην αρχή της ελεύθερης εμπορίας υπηρεσιών και μετεγκατάστασης.
Οι συμφωνίες δε που την διέπουν είναι η Γενική Συμφωνία για τις Συναλλαγές στον τομέα των Υπηρεσιών (GATS), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1B της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Ως εκ τούτου, η ελεύθερη εμπορία υπηρεσιών ιδιωτικής εκπαίδευσης εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ενωσης, υπαγόμενη στην Κοινή Εμπορική Πολιτική. Με δεδομένο ότι η GATS αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Δικαίου της Ενωσης, το ΔΕΕ έκρινε τον εαυτό του αρμόδιο να ελέγχει την τήρηση των κανόνων της, που είναι κανόνες του ΠΟΥ.
Με αυτό το ιμπεριαλιστικό σκεπτικό, που στηρίζει την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου ανάλογα με τα συμφέροντά του (μόνο για τους λαούς, την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, τους οποίους μακελεύουν και από πάνω οι ιμπεριαλιστές, υπάρχουν σύνορα και άγριοι νόμοι που υψώνουν τείχη), το ΔΕΕ απέρριψε συλλήβδην όλους τους ισχυρισμούς της Ουγγαρίας και τους περιορισμούς που έθετε στον νόμο που ψήφισε για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ανεξάρτητα από τους λόγους που έχει ή και επικαλείται στον σχετικό νόμο της η Ουγγαρία του Ορμπαν, έχει αξία να δούμε την επιχειρηματολογία του ΔΕΕ και της ΕΕ, που κατέληξε όπως προείπαμε στην καταδίκη της Ουγγαρίας, γιατί και εδώ ο Μητσοτάκης μας έχει φλομώσει με θεωρίες ότι αν έρθουν ξένα πανεπιστήμια στην Ελλάδα θα υπάρξουν αυστηρά κριτήρια από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας, ώστε να προστατευθεί τάχα το δημόσιο αγαθό της Παιδείας.
Οι απαιτήσεις της Ουγγαρίας
Με το νόμο που ψήφισε στις 4 Απριλίου 2017 για την τριτοβάθμια εκπαίδευση η Ουγγαρία απαιτούσε:
- στην περίπτωση των αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), να έχει συναφθεί διεθνής σύμβαση ως προϋπόθεση για να μπορούν να παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Δηλαδή αλλοδαπό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα επιτρέπεται να ασκεί εντός της Ουγγαρίας δραστηριότητα παροχής διδασκαλίας, που οδηγεί στην απόκτηση τίτλου σπουδών, μόνο αν «η ουγγρική κυβέρνηση και η κυβέρνηση του κράτους όπου βρίσκεται η έδρα του αλλοδαπού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος έχουν συμφωνήσει να δεσμευτούν με σύμβαση σχετική με την κατ’ αρχήν χορήγηση έγκρισης για την άσκηση δραστηριότητας στην Ουγγαρία, σύμβαση η οποία, στην περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους, στηρίζεται σε συμφωνία, η οποία έχει προηγουμένως συναφθεί με την κεντρική κυβέρνηση του κράτους, εφόσον αυτή δεν είναι αρμόδια να συνάψει δεσμευτική διεθνή σύμβαση». Από την διάταξη αυτή εξαιρούνταν τα ιδρύματα που ήταν εγκατεστημένα σε άλλο μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.
- τα αλλοδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να παρέχουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη χώρα προέλευσής τους. Να παρέχουν δηλαδή «πράγματι υπηρεσίες διδασκαλίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση» και εντός του κράτους της έδρας του εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Για όλες αυτές τις απαιτήσεις, η ΕΕ ζήτησε την καταδίκη της Ουγγαρίας. Ζήτησε επίσης την καταδίκη της γιατί με τον νόμο της «παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13, από το άρθρο 14, παράγραφος 3, και από το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Το ΔΕΕ απορρίπτει όλες τις απαιτήσεις της Ουγγαρίας
Καταρχάς το ΔΕΕ εκμηδένισε κάθε θεωρία ότι η εκπαίδευση αποτελεί «εθνική υπόθεση» κάθε κράτους-μέλους. Και βεβαίως από τη στιγμή που θεωρείται «υπηρεσία», δηλαδή εμπόρευμα που υπόκειται στους νόμους της GATS και του ΠΟΥ, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ:
«Ως εκ τούτου, μολονότι από το άρθρο 6, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρεία αρμοδιότητα στον τομέα της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα της Ενωσης σε θέματα εκπαίδευσης περιορίζεται στο να ‘’αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών’’, οι δεσμεύσεις οι οποίες αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της GATS, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ελευθέρωση της εμπορίας των υπηρεσιών ιδιωτικής εκπαίδευσης, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ενωσης».
«Συνεπώς, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός της Ουγγαρίας ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη είναι εκείνα που, στον τομέα της εμπορίας των υπηρεσιών εκπαίδευσης, λογοδοτούν ατομικώς για την ενδεχόμενη μη τήρηση των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο της GATS».
Στη συνέχεια το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ουγγαρία παραβίασε τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το άρθρο XVII της GATS που φέρει τον τίτλο «εθνική μεταχείριση» και ορίζει τα εξής:
«1. Οσον αφορά το σύνολο των μέτρων των σχετικών με την παροχή υπηρεσιών στους τομείς που περιλαμβάνονται στον πίνακά του και λαμβάνοντας υπόψη τους όρους και περιορισμούς που καθορίζονται σ’ αυτόν, κάθε μέλος παρέχει σε υπηρεσίες και φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση που παρέχει στις οικείες παρεμφερείς υπηρεσίες και [στους δικούς του] φορείς παροχής υπηρεσιών […]»…
«3. Η τυπικά όμοια ή τυπικά διαφορετική μεταχείριση θεωρείται ότι είναι λιγότερο ευνοϊκή εάν τροποποιεί τους όρους ανταγωνισμού υπέρ των υπηρεσιών ή φορέων παροχής υπηρεσιών του συγκεκριμένου μέλους, σε σύγκριση με παρεμφερείς υπηρεσίες ή φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους».
Και ότι παραβίασε επίσης το άρθρο XVI της GATS που φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση στην αγορά» και προβλέπει τα εξής:
«1. Οσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά μέσω των τρόπων παροχής υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο 1, κάθε μέλος παρέχει στις υπηρεσίες και στους φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που προβλέπεται κατ’ εφαρμογήν των όρων, περιορισμών και προϋποθέσεων που έχουν συμφωνηθεί και καθορισθεί στον πίνακα υποχρεώσεών του…».
Δηλαδή, ένα κράτος μέλος της ΕΕ υποχρεούται να παρέχει σε υπηρεσίες και φορείς υπηρεσιών (στους οποίους περιλαμβάνονται, όπως προαναφέραμε αλλοδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα) οποιουδήποτε άλλου μέλους την ίδια μεταχείριση που επιφυλάσσει για τα δικά του ιδρύματα, αποφεύγοντας προαπαιτούμενα και όρους που τους βάζουν προσκόμματα και αμφισβητούν εν ολίγοις την επιστημονικότητά τους και την δυνατότητα να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Απορρίφθηκε επίσης και η απαίτηση της Ουγγαρίας για ύπαρξη προηγούμενης διεθνούς σύμβασης στο όνομα της ελεύθερης αγοράς και των όρων του ανταγωνισμού που αποτελούν το ευαγγέλιο για την απρόσκοπτη διακίνηση ειδικά του μεγάλου κεφάλαιου: Απορρίφθηκε επειδή εισάγει «τυπικώς διαφορετική μεταχείριση» που «τροποποιεί τους όρους του ανταγωνισμού προς όφελος των παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Ουγγαρία ή προς όφελος των υπηρεσιών που αυτοί παρέχουν». Ως εκ τούτου «προκύπτει ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τους παρόχους υπηρεσιών οι οποίοι έχουν την έδρα τους σε κράτος που είναι μέλος του ΠΟΕ αλλά όχι του ΕΟΧ, όπερ σημαίνει ότι η απαίτηση ύπαρξης προηγούμενης διεθνούς σύμβασης τροποποιεί τους όρους του ανταγωνισμού προς όφελος των Ούγγρων παρόχων, κατά παράβαση του άρθρου XVII της GATS».
«Ανταγωνιστικό μειονέκτημα» για τους αλλοδαπούς παρόχους υπηρεσιών προκύπτει επίσης κατά το ΔΕΕ και από την απαίτηση της Ουγγαρίας για παροχή υπηρεσιών διδασκαλίας στο κράτος της έδρας του εκπαιδευτικού ιδρύματος: «Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η GATS δεν εξαρτά την αναγνώριση της ιδιότητας του παρόχου που απολαύει των δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται στη Συμφωνία αυτή από την προϋπόθεση της παροχής υπηρεσιών στη χώρα προέλευσης. Συνεπώς, η επίμαχη απαίτηση, εφόσον έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύει τους αλλοδαπούς παρόχους υπηρεσιών από την εξ αρχής σύσταση εκπαιδευτικού ιδρύματος στην Ουγγαρία, εισάγει διάκριση εις βάρος τους».
Οσον αφορά την επίκληση της Ουγγαρίας ότι οι δραστηριότητες του CEU ή και άλλου αλλοδαπού εκπαιδευτικού ιδρύματος μπορεί να αποτελέσουν σοβαρή απειλή (λόγοι διαφύλαξης δημόσιας τάξης και πρόληψης παραπλανητικών πρακτικών), το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ουγγαρία δεν μπόρεσε να αποδείξει λεπτομερώς πώς μπορούσε αυτό να γίνει.
Για να μεταφερθούμε στα δικά μας, ακόμη κι αν πάρουμε την απίθανη περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση να αντιταχθεί στην εγκατάσταση στο έδαφος της χώρας ενός ιδιωτικού ΑΕΙ ή ενός παραρτήματος ξένου ΑΕΙ, επικαλούμενη πρόκληση «ταραχών» λόγω αντίστασης του φοιτητικού κινήματος ή επικαλούμενη παραπλανητικές πρακτικές εκ μέρους του αλλοδαπού ιδρύματος, η ΕΕ και το ΔΕΕ έχουν έτοιμη την απάντηση και συνεπώς την απόρριψη του «επιχειρήματος».
Τέλος, όσον αφορά τις παραβάσεις των υποχρεώσεων της Ουγγαρίας που απορρέουν από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικά όσον αφορά το ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, το ΔΕΕ «ξεχείλωσε» παντελώς την έννοιά της, προκειμένου να υπηρετήσει τον εξαρχής επιδιωκόμενο σκοπό του, να νομιμοποιήσει παντί τρόπω την εγκατάσταση αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο έδαφος κράτους μέλους.
Ακαδημαϊκή ελευθερία, λέει, δεν είναι μόνο η ελευθερία στην έρευνα και στην εκπαίδευση, η ελευθερία έκφρασης και δράσης, η ελευθερία έρευνας και μετάδοσης, χωρίς περιορισμούς, της γνώσης και της αλήθειας, η ελευθερία των πανεπιστημιακών να διατυπώνουν απρόσκοπτα τις γνώμες και τις απόψεις τους, αλλά και η διάσταση που έδωσε σε αυτήν η γενική εισαγγελέας Kokott:
«Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο κρίνει χρήσιμο, προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν την ακαδημαϊκή ελευθερία και να διαπιστωθεί αν τα επίδικα μέτρα συνιστούν περιορισμούς της ελευθερίας αυτής, να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της Σύστασης 1762 (2006), η οποία εκδόθηκε από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 30 Ιουνίου 2006 και τιτλοφορείται ‘’Ακαδημαϊκή ελευθερία και αυτονομία των πανεπιστημίων’’, όπου επισημαίνεται ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία έχει επίσης μια θεσμική και διαρθρωτική διάσταση, δεδομένου ότι η ύπαρξη και η χρήση μιας υποδομής είναι βασική προϋπόθεση της άσκησης εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων.
Αξιοσημείωτο είναι και το σημείο 18 της Σύστασης σχετικά με την κατάσταση του διδακτικού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία εκδόθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1997 από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (Unesco), κατά την 29η σύνοδό της που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από τις 21 Οκτωβρίου έως τις 12 Νοεμβρίου 1997, όπου επισημαίνεται ότι ‘’[η] αυτονομία είναι η θεσμική έκφραση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και αποτελεί αναγκαία συνθήκη προκειμένου το διδακτικό προσωπικό και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους’’. Στο σημείο 19 της Σύστασης αυτής καθίσταται σαφές ότι ‘’[ε]ίναι καθήκον των κρατών μελών να προστατεύουν την αυτονομία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από κάθε απειλή, ανεξαρτήτως της προέλευσής της’’».
Κοντολογίς, η υποδομή, οι εγκαταστάσεις δηλαδή του ξένου ΑΕΙ, που συνδέονται επίσης με τον όρο «αυτονομία» του ιδρύματος, αποτελούν το έδαφος και την προϋπόθεση για να αναπτυχθεί η έρευνα και η διδασκαλία, άρα συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που αποτελεί τάχα για το κεφάλαιο και τους υπηρέτες του υπέρτατο αγαθό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το οποίο, σημειώνουμε, οι αστικές κυβερνήσεις, δεν διστάζουν να πλήξουν βάναυσα, όπως καλή ώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με διατάξεις για κατάργηση του ασύλου, πειθαρχικά σε φοιτητές, διδακτικό και διοικητικό προσωπικό, πανεπιστημιακή αστυνομία κ.λπ.
Γιούλα Γκεσούλη