Σε αντίθεση με το πρόγραμμα της ΝΔ που κάνει φόκους κυρίως στην ψευδεπίγραφη αριστεία και τον ταξικό διαχωρισμό (αύξηση πρότυπων σχολείων, αξιολόγηση, στελέχη με αυξημένες αρμοδιότητες, κατάργηση άρθρου 16 του Συντάγματος), απευθυνόμενο στους νοικοκυραίους και το συντηρητικό ακροατήριο, το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Παιδεία περιέχει μεγάλες δόσεις κοινωνικής δημαγωγίας.
Εκμεταλλεύεται την οργή που προκάλεσε στη φοιτητική νεολαία ο οδοστρωτήρας της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, από την διαγραφή των λεγόμενων αιώνιων φοιτητών, το ανώτατο όριο φοίτησης ν+2, την κατάργηση του ασύλου, την πανεπιστημιακή αστυνομία, το πειθαρχικό δίκαιο μέχρι και την γενίκευση των διδάκτρων στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών και τη σύνδεση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ με την αξιολόγησή τους.
Εκμεταλλεύεται την αγανάκτηση των εκπαιδευτικών, που πένονται, εκβιάζονται (μονιμοποίηση νεοδιόριστων μόνον εφόσον αξιολογηθούν), κατατρομοκρατούνται (αξιολόγηση-πειθάρχηση) και σέρνονται διαρκώς στα δικαστήρια όταν τολμούν να αγωνιστούν.
Εκμεταλλεύεται την απόγνωση των μαθητών και των οικογενειών τους, που είδαν τα όνειρά τους για πανεπιστημιακές σπουδές να τσακίζονται μπροστά στις συμπληγάδες της Τράπεζας Θεμάτων, της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και του δραστικού περιορισμού των εισακτέων.
Γι’ αυτό, και σε θέματα καταστολής -τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση- ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει μια πιο ήπια τακτική, ώστε να μην υψώσει απέναντί του άμεσα τείχη αντίστασης, ειδικά από τη νεολαία. Σε αυτό βοηθά το γενικότερο κλίμα μέσα στο εργατικό κίνημα της αποστράτευσης, του ατομισμού και της αποσυλλογικοποίησης.
Γι’ αυτό και επιλέγει ένα διαφορετικό μείγμα ταξικών φραγμών ειδικά για το Λύκειο που θα αποτελέσουν τις τορπίλες ανάσχεσης της τάσης για πανεπιστημιακές σπουδές.
Σε θέματα, όμως, που έχουν να κάνουν με την αυστηρή τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, που θα επιβλέπεται άγρυπνα από τους ιμπεριαλιστές δανειστές, είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και φειδωλότατος στις «παροχές», που είτε περιγράφονται με αοριστολογίες χωρίς χρονικό ορίζοντα είτε απλώνονται …σε βάθος τετραετίας.
Αλλωστε, η πολιτική του, οι πράξεις του δεν προέρχονται από παρθενογένεση. Διαχειρίστηκε τον ελληνικό καπιταλισμό για μια τετραετία με ιδιαίτερη επιτυχία για τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του. Γι’ αυτό και η εργαζόμενη κοινωνία δεν πρέπει να παραμυθιάζεται.
Ειδικά, όσον αφορά τα έργα και ημέρες της διακυβέρνησής του, θυμίζουμε ότι πάμπολλα είχε υποσχεθεί και πριν γίνει κυβέρνηση το 2015 και άλλα έπραξε.
- Υπόσχεται π.χ. ότι θα επαναφέρει το πανεπιστημιακό άσυλο. Την ίδια υπόσχεση έδωσε και το 2015, όμως τελικά νομοθέτησε την ψευδεπίγραφη επαναφορά του. Καταρχάς άνοιξε το θέμα της «παραβατικότητας», προκειμένου να γίνει αρεστός σε συντηρητικούς ψηφοφόρους, και δημιούργησε την Επιτροπή Παρασκευόπουλου για «τη μελέτη ζητημάτων ακαδημαϊκής ειρήνης και ελευθερίας». Στη συνέχεια νομοθέτησε την ψευδεπίγραφη επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου, με την εξής ρύθμιση: Το άσυλο ορίζεται ως «ακαδημαϊκό» και αναγνωρίζεται «για την κατοχύρωση… των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και τη διδασκαλία… την προστασία του δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει (σ.σ. ο «οποιοσδήποτε» μπορεί να είναι κάθε διαμαρτυρία και μαχητική εκδήλωση των φοιτητών, κάθε απεργία των εργαζόμενων του πανεπιστήμιου, εφόσον με αυτές τις πράξεις παρεμποδίζονται η διεξαγωγή της έρευνας και της διδασκαλίας). Επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους των Α.Ε.Ι. επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής και ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση» (σ.σ. όλες οι πράξεις διαμαρτυρίας και αντίστασης μπορούν να θεωρηθούν «έκνομες», να θεωρηθούν πλημμελήματα και να επιβάλλουν τη σύγκληση του Πρυτανικού Συμβουλίου, που θα αποφασίσει να δώσει το πράσινο φως για την εισβολή των δυνάμεων καταστολής).
Μια χαρά, λοιπόν, με τις ρυθμίσεις ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επιβληθεί «ο νόμος και η τάξη» έναντι των «ζωηρών» φοιτητών μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Η πανεπιστημιακή αστυνομία είναι εκ του περισσού, αφού μόνο οξύνσεις μπορεί να πυροδοτήσει, γι’ αυτό και δεν κοστίζει τίποτε να καταργηθεί. Δεν κοστίζουν επίσης τίποτε οι διακηρύξεις για την κατάργηση του πειθαρχικού δίκαιου για τους φοιτητές. Οταν το φοιτητικό κίνημα γίνει πραγματικά απειλητικό για τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές που θα επιχειρηθούν να εφαρμοστούν, τότε θα υπάρξει και ο κατάλληλος χρόνος να προωθηθούν ανάλογες κατασταλτικές διατάξεις.
- Υπόσχεται «αύξηση της χρηματοδότησης για την εκπαίδευση στο 5% του ΑΕΠ» και «εξασφάλιση μόνιμων διορισμών, για την πλήρη κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών». Αντιπολίτευση βεβαίως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να τάζει λαγούς με πετραχήλια θα πει κάποιος. Ομως, η αοριστολογία στην υπόσχεση δεν είναι τυχαία, καθώς και οι δυο αυτές εξαγγελίες άπτονται της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να δημιουργήσει ελπίδες που μπορούν να προκαλέσουν απαιτήσεις και κινητοποιήσεις ούτε επιθυμεί να κινηθεί εκτός των δεσμεύσεων που έχουν επιβάλει οι «θεσμοί».
Αλλωστε, στα χρόνια διακυβέρνησής του έδωσε σαφέστατα δείγματα πιστής τήρησης των μνημονιακών δεσμεύσεων. Δεν προχώρησε σε κανέναν μόνιμο διορισμό εκπαιδευτικών, ενώ λίγο πριν χάσει τις εκλογές, ο Γαβρόγλου, υπουργός Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, θεσμοθέτησε το γνωστό «προσοντολόγιο» για το διορισμό και τις προσλήψεις εκπαιδευτικών, που ακυρώνει το βασικό πτυχίο, ως μοναδικό κριτήριο διορισμού, και έχει οδηγήσει τους εκπαιδευτικούς σε ένα ατελείωτο κυνήγι απόκτησης «προσόντων» (μεταπτυχιακά, διδακτορικά, ξένες γλώσσες, πιστοποίηση υπολογιστών, σεμινάρια και τα ρέστα) που απαιτούν χρόνο, και χρήμα, ενώ λειτουργεί ως «κόφτης» για τη μείωση των διορισμών. Μάλιστα, μόλις τον Μάιο του 2019, δύο μήνες πριν τις εκλογές και ενώ διαφαινόταν η ήττα, ο ΣΥΡΙΖΑ εξήγγειλε ότι ξεκίνησαν οι διαδικασίες για το διορισμό 4.500 μόνιμων εκπαιδευτικών στην Ειδική Αγωγή και ότι τον Ιούνιο θα ξεκινούσαν και οι διαδικασίες για το διορισμό στη γενική εκπαίδευση. Ολες οι διαδικασίες θα ολοκληρωνόταν μέσα στο 2020! Η κατάληξη είναι γνωστή, με τη ΝΔ να θριαμβολογεί ότι ήταν αυτή που διόρισε μόνιμους εκπαιδευτικούς στο δημόσιο σχολείο μετά από μια δωδεκαετία.
- Στην ίδια κατεύθυνση (προσεκτική διατύπωση με φειδωλό περιεχόμενο) κινείται και η υπόσχεση για μείωση του ανώτατου αριθμού μαθητών ανά τμήμα «σταδιακά» για όλες τις τάξεις, αφού η υλοποίησή της απαιτεί και μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών, άρα και περισσότερες δαπάνες. Ειδικά για την Γ’ Λυκείου, η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα συνδέεται προκλητικά με την μετατροπή της Γ΄ τάξης σε τάξη-φροντιστήριο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ: «Μείωση του ανώτατου αριθμού μαθητών/-τριών σε 20 ανά τμήμα για το νηπιαγωγείο και την Α΄ τάξη δημοτικών σχολείων από τον Σεπτέμβριο 2023, που θα επεκτείνεται σταδιακά και στις υπόλοιπες τάξεις. Ταυτόχρονη μείωση του μεγέθους των τμημάτων της Γ΄ τάξης των λυκείων σε 20 μαθητές/-τριες ανά τμήμα, στο πλαίσιο της προπαρασκευαστικής λειτουργίας της Γ΄ τάξης για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια».
- Εξαγγέλει «Δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε πανεπιστημιακά τμήματα με αναβάθμιση του απολυτηρίου και καθιέρωση της Γ΄ Γενικού Λυκείου ως τάξης κυρίως προετοιμασίας» και ταυτόχρονα: «Κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής για την πρόσβαση στα πανεπιστήμια από τη φετινή χρονιά. Αυτό δεν συνεπάγεται καμία αλλαγή στο σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Από τον Σεπτέμβριο 2023 εφαρμόζεται η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης, σε όσα πανεπιστημιακά τμήματα το επιτρέπει η προσφορά θέσεων, σύμφωνα με το σύστημα του ν.4610/2019».
Την υπόσχεση της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ έδωσε και την προηγούμενη τετραετία διακυβέρνησής του και αντ’ αυτής νομοθέτησε νέους ταξικούς φραγμούς στο Λύκειο που δυσκολεύουν την απόκτηση του απολυτήριου, ειδικά για τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, και θεσμοθέτησε μια καρικατούρα «ελεύθερης πρόσβασης» («πράσινες» και «κόκκινες» σχολές), που όμως δεν πρόλαβε να εφαρμόσει στην πράξη.
Θυμίζουμε ότι με το νόμο 4610/2019 εισάγεται ένα νέο Λύκειο, αυστηρά προσανατολισμένο στην ειδίκευση και όχι στη γενική μόρφωση, στο οποίο οι ταξικές ανισότητες, με τη βούλα του νόμου, αποθεώνονται, ενώ ενισχύονται και οι εξεταστικοί φραγμοί.
Διατηρούνται οι δυο τύποι Λυκείου (ΓΕΛ και ΕΠΑΛ), ώστε να ξεχωρίζει η ήρα από το σιτάρι και να λειτουργεί ο αυστηρός κανόνας του ταξικού διαχωρισμού. Γι’ αυτό και η τωρινή εξαγγελία για «14χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση από το νηπιαγωγείο έως το λύκειο, με την ένταξη όλων των υπαρχόντων τύπων λυκείων», είναι κυριολεκτικά στον αέρα.
Η Γ΄ Τάξη μετατρέπεται σε τάξη φροντιστήριο προετοιμασίας για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα όποια ψήγματα γενικής μόρφωσης έχουν απομείνει στο σχολείο, περιορίζονται κατά πολύ στη Β΄ Λυκείου και εξαφανίζονται στη Γ΄ Τάξη.
Το απολυτήριο του Λυκείου «αναβαθμίζεται» μέσω μίνι πανελλαδικών εξετάσεων στα τέσσερα εξάωρα μαθήματα των πανελλαδικών, που βαφτίζονται ενδοσχολικές εξετάσεις (νέος ταξικός φραγμός). Το 40% του βαθμού του απολυτήριου προκύπτει από τις εξετάσεις αυτές, στις οποίες τα θέματα δεν μπαίνουν από τον καθηγητή του σχολείου αλλά από καθηγητές ομάδας σχολείων, ανά Δήμο ή Νομό.
Οι μαθητές από τη Β΄Λυκείου μαθαίνουν να εσωτερικεύουν «τη μοίρα» τους, να αποδέχονται «το ριζικό» τους. Αυτόν το χαρακτήρα έχει η συμπλήρωση του πρώτου μηχανογραφικού στο τέλος της Β΄ Τάξης και μάλιστα σε περιορισμένο αριθμό επιλογών. Τέρμα τα όνειρα. Οι μαθητές κατηγοριοποιούνται και ο τελικός διαχωρισμός επέρχεται στη Γ΄ Λυκείου.
Με τη βοήθεια της ανασυγκρότησης της όλης μορφωτικής διαδικασίας και στη Β΄Λυκείου (εκτεταμένα δοκίμια, εξετάσεις, κ.λπ.) και μπροστά στο μηχανογραφικό στο τέλος της Β΄ Τάξης, κάποιοι θα αποδεχθούν (;) ότι είναι «άχρηστοι» και δε θα συμπληρώσουν το πρώτο μηχανογραφικό των περιορισμένων επιλογών, κάποιοι θα το συμπληρώσουν με στόχο στο δεύτερο μηχανογραφικό να επιλέξουν οριστικά ένα Τμήμα που ήδη βρίσκεται στα αζήτητα (με τα μέχρις εκείνη τη στιγμή δεδομένα) και το οποίο με βάση την αγοραία λογική της προσφοράς και ζήτησης θα ορισθεί σε Τμήμα ελεύθερης πρόσβασης και να εισαχθούν σε αυτό και κάποιοι θα επιλέξουν να δώσουν πανελλαδικές εξετάσεις, ξανά στα 4 εξάωρα μαθήματα (κοινά και για το απολυτήριο, με την προϋπόθεση ότι θα το έχουν πάρει), δηλώνοντας σχολές όπως σήμερα. Ο βαθμός του απολυτήριου συμμετέχει στη διαμόρφωση του βαθμού πρόσβασης στα ΑΕΙ σε ποσοστό 10%. Το υπόλοιπο 90% του βαθμού πρόσβασης στα ΑΕΙ διαμορφώνεται από τους βαθμούς στα 4 πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα χωρίς συντελεστές βαρύτητας.
Οι Σχολές, τα Τμήματα κατηγοριοποιούνται με τη βούλα του νόμου και σύμφωνα με την αγοραία λογική της προσφοράς και ζήτησης. Κατατάσσονται σε σχολές πρώτης (υψηλής ζήτησης με πανελλαδικές) και δεύτερης κατηγορίας (χαμηλής ζήτησης και άρα ελεύθερης πρόσβασης), ενώ ο διαχωρισμός αυτός σίγουρα θα έχει ανάλογο αντίχτυπο και στην αγορά εργασίας.
Ολα τα παραπάνω αποτελούν μια άλλη εκδοχή ταξικών φραγμών. Η εξαγγελία, λοιπόν, της κατάργησης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) από μόνη της δεν λέει τίποτε, είναι απλώς ένα πυροτέχνημα που θέλει να κρύψει την αντικατάστασή της από άλλους ταξικούς φραγμούς συνταγής ΣΥΡΙΖΑ.
-Υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα καταργήσει και τους άλλους αντιεκπαιδευτικούς νόμους της ΝΔ. Ομως είναι γνωστό ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν στην κυβέρνηση, νομοθέτησε την επιστροφή του επιθεωρητισμού με την καθιέρωση του «προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου». Αλλωστε δεν κατήργησε τον αντιδραστικό νόμο 3848/2010 (βασικός νόμος της αξιολόγησης), τον οποίο και τότε προεκλογικά διεκήρυττε ότι θα καταργήσει, αλλά τροποποίησε κάποιες διατάξεις του.
Δεν προχώρησε βέβαια στην ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, καθώς όπως έλεγε ο Γαβρόγλου, πρώτα οι εκπαιδευτικοί έπρεπε να αποκτήσουν «κουλτούρα αξιολόγησης». Σε αντίθεση δηλαδή με την Κεραμέως έκανε τα βήματα ένα, ένα για να μην προκαλέσει οξείες αντιδράσεις. Την ίδια τακτική εξαγγέλλει ότι θα ακολουθήσει και τώρα (περισσότερα για την αξιολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ εδώ).
- Η υπόσχεση για «προκήρυξη όλων των κενών θέσεων που προέκυψαν από αφυπηρετήσεις στα Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα από το 2018» και για «προγραμματισμό τετραετίας με στόχο τον διπλασιασμό των καθηγητών/-τριών και ερευνητών/-τριών», όπως και για «δωρεάν μεταπτυχιακές σπουδές», είναι έπεα πτερόεντα. Οχι μόνο γιατί παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες, όχι μόνο γιατί η προσθήκη (λέμε τώρα) θα γίνει πάνω στην ελλιπέστατη κρατική χρηματοδότηση, ώστε να μη διαταραχθεί η δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλει η μνημονιακή εποπτεία, αλλά γιατί υπάρχει και το ιστορικό προηγούμενο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ποτέ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδωσε γενναία χρηματοδότηση στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Ποτέ δεν αρνήθηκε τη σύνδεση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με την καπιταλιστική παραγωγή και τις ανάγκες της «αγοράς» και τη λειτουργία με κριτήρια ιδιωτικοοικονομικά και δυνατότητας αποκόμισης πρόσθετης χρηματοδότησης από «τρίτους».
Για το σκοπό αυτό, άλλωστε, σχεδίασε τα Περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια (όπως είχε προβλέψει ο ν. 4485). Τα Ακαδημαϊκά Περιφερειακά Συμβούλια αντικατέστησαν τα Συμβούλια Ιδρύματος του νόμου Διαμαντοπούλου και θα αντικαταστήσουν τώρα τα Συμβούλια Διοίκησης της Κεραμέως που με τόσο πάθος, υποτίθεται, ότι πολεμά ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αυτά που θα αναλάβουν το σκέλος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ (εξ ου και η συμμετοχή σε αυτά των καπιταλιστών). Σε αυτά συνυπάρχουν τα ΑΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα και ανά περιφέρεια το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.
Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σκοπό να πλήξει τον πυρήνα της επιχειρηματικής λειτουργίας των ΑΕΙ (που με τον νόμο Κεραμέως προωθούν κυρίως τα Συμβούλια Διοίκησης) φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν εξαγγέλλεται η κατάργηση των κακόφημων Συμβουλίων Διοίκησης μια κι έξω, αλλά «με τη λήξη της θητείας τους». Δεδομένου δε, ότι πολλά ΑΕΙ έχουν εκλέξει πρόσφατα Συμβούλια Διοίκησης, η θητεία των οποίων είναι τετραετής, αντιλαμβανόμαστε την ουσία των «διαφωνιών» του ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι δεν αναφέρεται πουθενά ότι πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η πλήρης κατάργηση του εκτρωματικού νόμου-πλαίσιο της Κεραμέως (ν. 4957/2022) ούτε ακόμη, ακόμη τίποτε για κατάργηση π.χ. των βιομηχανικών διδακτορικών, των επαγγελματικών μεταπτυχιακών, κ.λπ.
Από τις δραστηριότητες που προκρίνονται και από τον ΣΥΡΙΖΑ με τα Περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια, ωφελημένες θα είναι οι επιχειρήσεις που αξιοποιούν το συγκριτικό πλεονέκτημα των ιδρυμάτων (υποδομές, γνωστικό υπόβαθρο, ερευνητικό προσωπικό, τσάμπα εργασία υποψήφιων διδακτόρων, κ.λπ.), αλλά ωφελημένο θα είναι επίσης και το πανεπιστημιακό κατεστημένο, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει μπίζνες με επιχειρηματίες, που θα χρηματοδοτούν την εν λόγω έρευνα για ίδιον όφελος. Ενώ ανακουφισμένο είναι και το αστικό κράτος που απαλλάσσεται από την πίεση που προκαλεί η υποχρέωσή του να ενισχύει τα δημόσια Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα με επαρκή χρηματοδότηση.
Την εικόνα του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου αλά ΣΥΡΙΖΑ, συμπληρώνουν τα «διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης σε όλα τα ΑΕΙ», στα οποία εισάγονται χωρίς εξετάσεις οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ, ενώ «η λειτουργία τους προϋποθέτει συμφωνίες των Πανεπιστημίων με τοπικούς παραγωγικούς φορείς».
Οσον αφορά δε, τις κορόνες που ακούγονται κατά καιρούς ενάντια στα κολλέγια, τις πετάμε στα σκουπίδια. Οι συριζαίοι ήταν αυτοί που κατήργησαν ακόμη και το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων γιατί, σύμφωνα με τον Γαβρόγλου, δεν υλοποιούσε αυστηρά τις επιταγές της ευρωπαϊκής οδηγίας.
Ο τίτλος «Συγκρότηση και λειτουργία του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων» αντικαταστάθηκε με τον τίτλο «Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του π.δ. 38/2010» και το Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (Α.Τ.Ε.Ε.Ν.) αποφαίνεται επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων κολλεγίων.
Ο Γαβρόγλου μάλιστα έλεγε ότι οι απόφοιτοι κολλεγίων αρκεί να προσκομίσουν το «πτυχίο» του κολλεγίου και επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των κολλεγίων συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, θα προσκομίζουν και ένα έγγραφο από την Αρχή Πιστοποίησης της χώρας του Πανεπιστημίου με το οποίο συνεργάζεται το κολλέγιο. Μόλις το φέρουν και αυτό το υπουργείο θα πει ότι «δεν είναι ένα πλαστό χαρτί, πάρτε το και είτε ασκήστε το επάγγελμα είτε πηγαίνετε στο αντίστοιχο επιμελητήριο για να σας δώσει άδεια ασκήσεως εργασίας. Είναι τόσο απλό και με τόσο απλό τρόπο θα γίνει».
Πάνω σε αυτές τις ρυθμίσεις πάτησε η Κεραμέως και τα έδωσε όλα στους κολλεγιάρχες, αφού το κράτος έχει συνέχεια όσον αφορά την προώθηση των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Γιούλα Γκεσούλη