Τη «συμβουλευτική υπηρεσία» της συνδικαλιστικής αστογραφειοκρατίας, που λειτουργεί ως το αποσμητικό στην τουαλέτα του καπιταλισμού και της εφαρμοζόμενης πολιτικής, εκτιμά όλος ο αστικός κόσμος, γι' αυτό και τιμά με την παρουσία του πάντα τις επίσημες παρουσιάσεις των συμπερασμάτων αυτών των ερευνών.
Μια τέτοια (ετήσια) έκθεση για την Εκπαίδευση (2015), με τίτλο «Η Ταυτότητα της Ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από το 2002 έως το 2014», παρουσίασε το Κέντρο Ανάπτυξης της Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (ΚΑΝΕΠ/ ΓΣΕΕ).
Στην έκθεση αναφέρονται προβλήματα που ταλανίζουν το δημόσιο σχολείο χρόνια τώρα, καθώς η Παιδεία θεωρείται «παροχή» και όχι κοινωνικό δικαίωμα και έχει μπει στην προκρούστεια κλίνη, προκειμένου να υλοποιούνται οι απαιτήσεις του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης, η εκπαίδευση έχει υποστεί βαριά πλήγματα.
Παραθέτουμε ως έχουν τα ακόλουθα στοιχεία:
♦ Οι οδυνηρές επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης στην εκπαίδευση.
Το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στην προσχολική εκπαίδευση, οι υποδομές της οποίας δεν καλύπτουν το σύνολο των αναγκών των νηπίων. Επίσης, στο σύνολο των σχολείων της Α/μιας και Β/μιας Εκπαίδευσης παρουσιάζονται σοβαρότατα προβλήματα και ελλείψεις, τόσο στις φυσικές υποδομές (κτήρια), όσο και στις υποστηρικτικές υποδομές (χώροι εστίασης, εργαστηριακές υποδομές, χώροι πολλαπλών δραστηριοτήτων) και στους εκπαιδευτικούς πόρους (κατάλληλα διδακτικά υλικά, εξοπλισμός σε διδακτικά μέσα και αναλώσιμα υλικά). Επίσης, η Ελλάδα παρότι δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σχολικής διαρροής εν τούτοις εμφανίζει ραγδαία αύξηση του αριθμού των NEETs (των νέων ανθρώπων έξω από την εκπαίδευση, την εργασία και την κατάρτιση).
♦Το 21,0% των μαθητών ηλικίας 15 ετών φοιτά σε σχολεία όπου το πρόβλημα της έλλειψης ή ανεπάρκειας των συστημάτων θέρμανσης/ ψύξης και φωτισμού παρεμποδίζει «πάρα πολύ» ή «πολύ» την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία στο σχολείο τους. Το ποσοστό αυτό αυξάνει στο 34,8% των μαθητών όταν αναφέρονται ζητήματα ελλείψεων ή ανεπάρκειας στους χώρους εκπαίδευσης (σχολικές αίθουσες, διάδρομοι, σκάλες, ζητήματα στεγανότητας, καθαριότητα κ.ά.) σε βαθμό που να παρεμποδίζεται η ομαλότητα στη μαθησιακή διαδικασία στο σχολείο.
♦ Η έξαρση των εκπαιδευτικών/κοινωνικών ανισοτήτων.
Η εφαρμογή του ακραίου, νεοφιλελεύθερου προγράμματος στο χώρο της εκπαίδευσης έχει προκαλέσει όξυνση των εκπαιδευτικών, άρα και των κοινωνικών ανισοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα σημειώνει το μεγαλύτερο εύρος ανισοκατανομής πόρων ανάμεσα σε προνομιούχα (κοινωνικο-οικονομικά και πολιτιστικά) και μη-προνομιούχα σχολεία. Επίσης, η χώρα μας εμφανίζεται ανάμεσα στους Ευρωπαίους «πρωταθλητές» της ανεργίας των νέων ανθρώπων με πτυχίο από την αγορά εργασίας.
Στα μη-προνομιούχα σχολεία της χώρας (ορεινά, απομακρυσμένα, νησιωτικών περιοχών, υποβαθμισμένων περιοχών και εντός του λεκανοπεδίου) φοιτά το 25,3% των μαθητών ηλικίας 15-ετών, που αντιστοιχεί σε 1 προς 4 μαθητές.
♦ Στο ζήτημα της αναλογίας μαθητών ανά εκπαιδευτικό τα προηγούμενα χρόνια έχει γίνει μεγάλη συζήτηση, αλλά ωστόσο χωρίς ουσιαστικό βάθος. Σημαντικότατες παράμετροι του εκπαιδευτικού σχεδιασμού (νησιώτικες, δυσπρόσιτες, υποβαθμισμένες και υπο-εκπροσωπούμενες περιοχές και ομάδες) δεν μέτρησαν με το ειδικό τους βάρος τον πολιτικό μας προβληματισμό. Ομως στο τεχνικό τμήμα της μέτρησης είχε γίνει ένα σημαντικό λάθος: επί της ουσίας ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός δείκτης επιχειρεί να αποτυπώσει την αναλογία των μαθητών που αντιστοιχούν σε έναν (παρόντα στην τάξη) εκπαιδευτικό, όχι εκείνον που απουσιάζει, έχει αποσπαστεί αλλού, και σε κάθε περίπτωση δεν μετέχει της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά αναπληρώνεται. Ο δείκτης στην περίπτωση αυτή καλύπτεται από τον αναπληρωτή του… Εγινε εμφανές ότι η χώρα δεν υπολείπεται σημαντικά αλλά αντιστοιχεί στη μέση τιμή της αναλογίας των top-5 κρατών-μελών. Το ανάγλυφο όμως της χώρας, που περίπου στο 1/3 της είναι ορεινή και νησιωτική, περιοχές με έντονα φαινόμενα γήρανσης του πληθυσμού και υποεκπροσώπησης του παιδικού πληθυσμού και των νέων, επηρεάζει την αναλογία των μαθητών προς τους εκπαιδευτικούς και συμπιέζει αναγκαστικά το συγκεκριμένο δείκτη -όπως και τον δείκτη μαθητές ανά τμήμα – προς τα κάτω.
♦ Ως προς την επένδυση σε χρόνο για μάθηση ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα το σύνολο του υποχρεωτικού διδακτικού χρόνου για τα 3 μεγαλύτερα σε χρόνο μαθησιακά αντικείμενα (Γλωσσικά αντικείμενα, Μαθηματικά και Φυσικές επιστήμες) είναι 609 λεπτά ανά διδακτική εβδομάδα, ενώ ο αντίστοιχος εξωσχολικός χρόνος (σε λεπτά ανά εβδομάδα), που αφορά στην εξωσχολική υποστήριξη (σ.σ. φροντιστήρια) κυρίως των συγκεκριμένων αντικειμένων είναι υψηλότερος κατά 43,5% του υποχρεωτικού ενδοσχολικού διδακτικού χρόνου (874 λεπτά).