Ενα βήμα πίσω, για να επιστρέψει με πολλά βήματα μπρος, κάνει η κυβέρνηση της ΝΔ στο μέγα θέμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μια κυβέρνηση ενωμένη στη στρατηγική αλλά διχασμένη στην τακτική. Ενότητα στη στρατηγική σημαίνει προώθηση όλων των αντιδραστικών αλλαγών στην Παιδεία, στην κατεύθυνση των αποφάσεων της κακόφημης συνόδου της Μπολόνια. Κανένα κυβερνητικό στέλεχος δε διαφωνεί σ’ αυτή τη στρατηγική. Και επιπλέον, η στρατηγική ενότητα περιλαμβάνει και το ΠΑΣΟΚ. Αλλωστε, οι υπουργοί των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ είναι που ξεκίνησαν τις ανατροπές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το ΠΑΣΟΚ είναι που προκάλεσε τη μεγάλη σύγκρουση, επί δυο συνεχή έτη, με τη νεολαία των Λυκείων, το ΠΑΣΟΚ είναι που εισηγείται, μαζί με τη ΝΔ την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, για να επιτραπεί η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ και ΤΕΙ και να γίνει έτσι ένα αποφασιστικό βήμα στην κατεύθυνση της Μπολόνια.
Σε επίπεδο τακτικής, όμως, η κυβέρνηση εμφανίζεται αυτή τη στιγμή διχασμένη. Εξέλιξη καθόλου παράδοξη, από τη στιγμή που ένας απρόβλεπτος παράγοντας μπήκε στη μέση και γίνεται ο ρυθμιστής των πραγμάτων. Εννοούμε το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων, που συνεχίζεται για πέμπτη εβδομάδα και μέρα με τη μέρα γίνεται πιο πλατύ και πιο δυνατό.
Η Μ. Γιαννάκου, έχουσα την ευθύνη για την προώθηση των αντιδραστικών αλλαγών, έκανε το λάθος που κάνουν όλοι οι υπουργοί Παιδείας, αποκομμένοι καθώς είναι εντελώς από τη ζέουσα πραγματικότητα. Θεώρησε ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο από το φοιτητικό κίνημα, το οποίο εδώ και χρόνια είχε κοινοβουλευτικοποιηθεί εντελώς και ασχολούνταν με τα μαθήματα, τα πάρτι και τις εκδρομές. Και επειδή και ως χαρακτήρας διακατέχεται από πολλά κόμπλεξ, εμφανίστηκε με μια αλαζονεία τύπου Μαρίας Αντουανέτας. Οταν ξεκίνησαν οι καταλήψεις, με την ίδια αλαζονεία τις χαρακτήρισε «υποκινούμενες». Στη συνέχεια γύρισε την πλάτη στο φαινόμενο, λες και αυτό δεν υπήρχε. Κάθε μέρα οι εφημερίδες βομβαρδίζονταν με ένα πακέτο ανακοινώσεων του υπουργείου Παιδείας για το πιο απίθανο θέμα, όμως για τις καταλήψεις δεν υπήρχε τίποτα. Κι όταν πλέον βρέθηκε υπό κατάληψη η συντριπτική πλειοψηφία των ΑΕΙ και ΤΕΙ, όταν ακόμη και οι δυνάμεις του Περισσού (το εκ των πραγμάτων καλύτερο δεκανίκι της κυβέρνησης την περίοδο που ωρίμαζε το κίνημα και έκανε τα πρώτα βήματά του) έβαλαν την ουρά στα σκέλια και επέστρεψαν ντροπιασμένες στο κίνημα, όταν όλα έδειχναν ότι δεν ήταν ένα καπρίτσιο αλλά ένα μεγάλο κίνημα, μια «εξέγερση με αιτία», όπως θα έλεγε κι ο Γιωργάκης, η κυβέρνηση, απομονωμένη εντελώς από κάθε διαδικασία στα πανεπιστήμια, χωρίς διαύλους επικοινωνίας όχι μόνο με το φοιτητικό κίνημα αλλά και με τους διδάσκοντες, τους οποίους επίσης είχε αντιμετωπίσει με σκαιότητα η Γιαννάκου, κατέφυγε στο αγαπημένο μέσο όλων των κυβερνήσεων, όταν βρίσκονται αντιμέτωπες με κινήματα στους δρόμους: την άγρια καταστολή.
Ακόμα και ο αστικός Τύπος, που δεν απέφυγε την «προβοκατορολογία» για τους «γνωστούς αγνώστους», την έπεσε άγρια στην κυβέρνηση μετά το χτύπημα της διαδήλωσης της 8ης Ιούνης. Ενα χτύπημα που έδωσε τη χαριστική βολή στην τακτική «γαμάω και δέρνω» της Γιαννάκου, που μόνο ο Πολύδωρας βγήκε να στηρίξει, αναλαμβάνοντας υπό την προστασία του «τα ηρωικά ΜΑΤ». Την άλλη κιόλας μέρα, σε σύσκεψη στο Μαξίμου, στην οποία δεν κλήθηκε καν η Γιαννάκου, αποφασίστηκε να αναβληθεί η κατάθεση του νομοσχέδιου και να μπει μπροστά η «επιχείρηση διάλογος». Η απόφαση του Καραμανλή ανακοινώθηκε στη Γιαννάκου τηλεφωνικά, ενώ ο Ρουσόπουλος φρόντισε να διοχετεύσει στα παπαγαλάκια του όλα τα σχετικά με τη σύσκεψη και πως αυτός ήταν που εισηγήθηκε την υποχώρηση στον Καραμανλή.
Η Γιαννάκου, βέβαια, βλέποντας την καρέκλα της να τρίζει, προσπάθησε να μαζέψει τα συντρίμμια της και να το παίξει άνετη: «Εγώ δεν είπα ποτέ ότι το νομοσχέδιο θα κατατεθεί και θα ψηφιστεί σε θερινό τμήμα της Βουλής. Να μην ακούτε τις φήμες, αλλά μόνο τις επίσημες ανακοινώσεις του υπουργείου Παιδείας»! Πάλι οι κακοί δημοσιογράφοι που εχθρεύονται την ωραία Μαριέττα φταίνε. Και γιατί, κυρά μου, δεν το ‘λεγες αυτό πριν από πέντε εβδομάδες που ξεκίνησαν οι καταλήψεις; Γιατί δεν δοκίμαζες τότε να παίξεις το χαρτί του διαλόγου, μπας και τη γλίτωνες;
Ομως, στην ίδια τακτική συντάχθηκαν και κορυφαίοι υπουργοί (Σουφλιάς, Μεϊμαράκης, Παυλόπουλος), που ζήτησαν «να τελειώσει η δουλειά τώρα», με το όποιο πολιτικό κόστος, γιατί το κόστος θα είναι μεγαλύτερο αν φανεί ότι η κυβέρνηση υποχωρεί μπροστά στην πίεση των καταλήψεων. Οι ίδιοι, βέβαια, δεν έκαναν καμιά δήλωση, φρόντισε όμως ο Ρουσόπουλος να διοχετεύσει στα δικά του «κανάλια επικοινωνίας» τις απόψεις που είχαν εκφράσει στον Καραμανλή.
Διχάστηκε ακόμα και ο δεξιός Τύπος. «Καθημερινή», «Χώρα» και «Αδέσμευτος» στήριξαν την «επίθεση διαλόγου», ενώ «Απογευματινή» και «Ελ. Τύπος» ζητούσαν εμμονή στη σκληρή γραμμή. «Ελπίζω να μην έχουν βάση οι πληροφορίες ότι το υπουργείο Παιδείας μελετά την αναστολή κατάθεσης του νόμου για το φθινόπωρο. Η κ. Γιαννάκου δεν μας έχει δώσει μέχρι τώρα την εντύπωση ανθρώπου που υποχωρεί στην πρώτη πολιτική δυσκολία. Αν αυτό συμβεί, η κυβέρνηση θα στείλει λάθος σήμα προς την κοινωνία. Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να προχωρήσει», έγραφε ο Κοττάκης στην «Απογευματινή», την ίδια μέρα που η Γιαννάκου ανακοίνωνε τον ελιγμό που της είχε επιβάλει το Μαξίμου. Το αποκορύφωμα ήταν το ξέσπασμα του Βερέμη (πρώην σφουγγοκωλάριου της σημιτικής «αυλής» και νυν σφουγγοκωλάριου της «αυλής» της Μαριέττας), με ένα υβρεολόγιο κατά των φοιτητών που θύμιζε υπουργό της χούντας.
Μια μέρα μετά ακολούθησε δήλωση της Γιαννάκου, ότι δεν προτίθεται να παραιτηθεί. Οταν ακούς έναν υπουργό να απαντά στο «πεζοδρόμιο» που ζητά την παραίτησή του, σημαίνει ότι ο περί ου ο λόγος αισθάνεται ανασφαλής όσο ποτέ άλλοτε.
Διχάστηκε ακόμα και ο δεξιός Τύπος. «Καθημερινή», «Χώρα» και «Αδέσμευτος» στήριξαν την «επίθεση διαλόγου», ενώ «Απογευματινή» και «Ελ. Τύπος» ζητούσαν εμμονή στη σκληρή γραμμή. «Ελπίζω να μην έχουν βάση οι πληροφορίες ότι το υπουργείο Παιδείας μελετά την αναστολή κατάθεσης του νόμου για το φθινόπωρο. Η κ. Γιαννάκου δεν μας έχει δώσει μέχρι τώρα την εντύπωση ανθρώπου που υποχωρεί στην πρώτη πολιτική δυσκολία. Αν αυτό συμβεί, η κυβέρνηση θα στείλει λάθος σήμα προς την κοινωνία. Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να προχωρήσει», έγραφε ο Κοττάκης στην «Απογευματινή», την ίδια μέρα που η Γιαννάκου ανακοίνωνε τον ελιγμό που της είχε επιβάλει το Μαξίμου. Το αποκορύφωμα ήταν το ξέσπασμα του Βερέμη (πρώην σφουγγοκωλάριου της σημιτικής «αυλής» και νυν σφουγγοκωλάριου της «αυλής» της Μαριέττας), με ένα υβρεολόγιο κατά των φοιτητών που θύμιζε υπουργό της χούντας.
Μια μέρα μετά ακολούθησε δήλωση της Γιαννάκου, ότι δεν προτίθεται να παραιτηθεί. Οταν ακούς έναν υπουργό να απαντά στο «πεζοδρόμιο» που ζητά την παραίτησή του, σημαίνει ότι ο περί ου ο λόγος αισθάνεται ανασφαλής όσο ποτέ άλλοτε.
Πού το πάει η κυβέρνηση; Νομίζουμε ότι δε χρειάζεται και ιδιαίτερη πολιτική οξυδέρκεια για να το αντιληφθεί κανείς. Θέλει να κλείσει ο κύκλος των καταλήψεων, να κάνει κάποιο ψευτοδιάλογο με τους πανεπιστημιακούς (με τους φοιτητές έτσι κι αλλιώς δε μπορεί να κάνει, γιατί δεν διαθέτουν θεσμική εκπροσώπηση και καλά κάνουν) και το φθινόπωρο, το πιθανότερο μετά και τις αυτοδιοικητικές εκλογές, να ψηφίσει το νόμο, ενδεχομένως και με κάποιες επιμέρους αλλαγές που δεν θα αναιρούν την ουσία του. Υπολογίζει ότι με την πίεση του χαμένου χρόνου (ακόμα και να γίνει εξεταστική τώρα, θα μείνει μεγάλο βάρος από μαθήματα στους φοιτητές) δεν θα υπάρξει κίνημα παρόμοιο με το σημερινό.
Οι γενικές συνελεύσεις που έγιναν Τρίτη και Τετάρτη δεν έδειξαν να ανακόπτεται η δυναμική του κινήματος. Το ίδιο και οι πορείες της Πέμπτης. Ομως, «καλοθελητές» υπάρχουν πάντα. Και τα ΜΜΕ σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι με το μέρος των «καλοθελητών». Αρχισαν ν’ ακούγονται ήδη οι πρώτες φωνές που κάνουν λόγο για «μεγάλη νίκη», βαφτίζοντας έτσι τον ελιγμό «σταματώ για να πάρω φόρα» της κυβέρνησης. Δεν καλούν, βέβαια, σε σταμάτημα των κινητοποιήσεων, αλλά ρίχνουν το σπέρμα του εφησυχασμού και της μακαριότητας. Επίσης, στις φοιτητικές συνάξεις κάποιοι άρχισαν ήδη να μιλούν… ρεαλιστικά: «Να σκεφτούμε και την εξεταστική και το φθινόπωρο εδώ θα ‘μαστε». Από ΜΜΕ ακούστηκε ακόμα και η είδηση ότι το συντονιστικό των καταλήψεων ζήτησε συνάντηση με τη Γιαννάκου. Την έβγαλαν άραγε από το μυαλό τους ή κάποια «καλά παιδιά» γουστάρουν μεγαλεία και συνάντηση με την υπουργό της οποίας έως χθες ζητούσαν την παραίτηση; Σε ποια κομματικά επιτελεία σχεδιάζεται η αποκλιμάκωση και η εκτόνωση; Μπορείτε να το φανταστείτε.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του σημερινού κινήματος είναι το μπλοκάρισμα των εσωτερικών του διαδικασιών και της δυναμικής του. Από τη μια ο Περισσός, που συμπεριφέρεται σαν δαρμένο σκυλί, από την άλλη οι δήθεν ριζοσπαστικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται μόνο για τα μαγαζάκια, τα παραγοντιλίκια,τους συσχετισμούς και τις δημόσιες σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό το ότι προσπαθούν να μετατρέψουν όλες τις μαζικές διαδικασίες σε πασαρέλα ομιλητών, επιλεγμένων από τα πριν. Οτι παραβιάζουν εν ψυχρώ αποφάσεις συνελεύσεων και συμπεριφέρονται σαν «τσοπαναραίοι» που έχουν ευθύνη για το «κοπάδι». Οτι αρνούνται κάθε ουσιαστική συζήτηση για κλιμάκωση του αγώνα και οργάνωση ακτιβιστικών ενεργειών που θα ανεβάσουν το επίπεδο της πίεσης. Οτι στα αμφιθέατρα αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος σε μικροπολιτικές αψιμαχίες, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί… πολιτικοποίηση του κινήματος. Οτι στις συνελεύσεις αυτής της εβδομάδας αρνήθηκαν ακόμα και τη συζήτηση επί του κυβερνητικού ελιγμού, που θα ήταν πραγματικά μια ουσιαστική πολιτική συζήτηση επί της τακτικής του κινήματος, που θα αποτύπωνε τις τάσεις και θα όπλιζε το κίνημα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το μπαράζ της ερχόμενης εβδομάδας. Γι’ αυτούς το κίνημα πρέπει να είναι «συνέλευση την Τρίτη – πορεία την Πέμπτη». Τις επόμενες μέρες πρέπει να υπάρχουν μόνο αυτοί, να συνεδριάζουν στα παραμάγαζα, να συναντιούνται με τη ΓΣΕΕ χωρίς την εξουσιοδότηση κανενός και να παρελαύνουν στα κανάλια σαν μαϊντανοί.
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει αυτές τις δυνάμεις και που σαν σαράκι κατατρώει τα σωθικά και αυτού του κινήματος; Είναι ο παμπάλαιος οπορτουνισμός. Ο φόβος μπροστά στην έκφραση της θέλησης των μαζών, στην αυτενέργεια και την πρωτοβουλιακή τους δράση. Ο φόβος μπροστά στην αποδέσμευση της ενέργειας που κρύβουν τα κινήματα και τη σύγκρουση με την εξουσία. Επειδή όλ’ αυτά τα φοβούνται, επιλέγουν τη μέθοδο της γραφειοκρατικής χειραγώγησης και επιβολής, που αυτή την κρίσιμη περίοδο λειτουργεί ως καύσιμο σε μια έξοδο εκτόνωσης.
Το φοιτητικό κίνημα πρέπει να τελειώσει τη «δουλειά» που άρχισε. Την κυβέρνηση πρέπει να τη δει ως αντίπαλο και όχι ως συνεργάτη και συνομιλητή. Οταν, λοιπόν, ο αντίπαλος κάνει ένα βήμα πίσω για να πάρει φόρα και να αντεπιτεθεί, οι κανόνες κάθε τακτικής -είτε πρόκειται για έναν αθλητικό αγώνα είτε για έναν πόλεμο- επιβάλλουν να του επιτεθείς εσύ και να τον αποτελειώσεις. Ο νόμος πλαίσιο πρέπει να πάει στα σκουπίδια (μαζί με ή χωρίς τη Γιαννάκου). Το άρθρο 16 του Συντάγματος πρέπει να παραμείνει ως έχει. Και οι θέσεις που χάθηκαν τα προηγούμενα χρόνια πρέπει να ξανακερδηθούν.