Ο τίτλος του άρθρου είναι η συνοπτική παρουσίαση της πολιτικής και τακτικής που εφαρμόζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας στην εκπαίδευση. Τον επιβεβαίωσε και ο Αριστείδης Μπαλτάς με συνέντευξη που παραχώρησε στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής».
Μια πολιτική διατήρησης ισορροπιών ώστε να μη θιγούν αστικοί μηχανισμοί και συμφέροντα, παρεμβάσεις μεσοβέζικες, κολοβές ρεφορμιστικού τύπου και μια ματιά αντιδραστική και αυταρχική σε σοβαρά ζητήματα λειτουργίας της εκπαίδευσης.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Συμβούλια Ιδρυμάτων
«Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω το εξής: Και εποπτικό ρόλο θέλουμε και συμβούλια που πραγματικά θα συμβουλεύουν. Αυτό που δεν θέλουμε είναι να δημιουργείται σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ πρυτανικών αρχών και συμβουλίων. Αναζητούμε τη μορφή ενός οργάνου που θα διαθέτει δύο είδη ομάδων με διακριτές αρμοδιότητες: μία καθαρά συμβουλευτική και μία εποπτική».
Οπως αποδεικνύεται η κατάργηση των κακόφημων Συμβουλίων, του νόμου Διαμαντοπούλου, που δημιουργήθηκαν για να εποπτεύουν και επιβάλλουν το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο δεν ήταν τελεσίδικη. Υποτίθεται ότι οι συριζαίοι τα κατήργησαν για να αποδώσουν στο πανεπιστήμιο το «αυτοδιοίκητο», όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Σημειώνουμε ότι ο Μπαλτάς απάντησε σε ερώτηση του δημοσιογράφου που μιλούσε για έλεγχο γενικά των Ιδρυμάτων από τα Συμβούλια που καταργήθηκαν και για οικονομικό έλεγχο των πανεπιστημίων από αυτά.
Τώρα μαθαίνουμε ότι στόχος είναι να ξαναφτιαχτούν τα Συμβούλια με διακριτές τάχα αρμοδιότητες από αυτές που έχουν οι πανεπιστημιακές αρχές. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ύστερα από το θόρυβο που δημιούργησε ο κύκλος των «προθύμων», απ’ όλο το φάσμα των αστικών μηχανισμών, που υπερασπίζει «με τα μπούνια» τις εκσυγχρονιστικές, άγρια νεοφιλελεύθερες τάσεις. Εμείς αυτό το σημειώνουμε, όπως σημειώνουμε ότι τα Συμβούλια γεννήθηκαν ως ανάγκη από τη στιγμή που το πανεπιστήμιο αντιμετωπίζεται ως μια επιχείρηση, που πρέπει να βγάζει τα προς το ζην μόνη της, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας και με όρους που ταιριάζουν σ’ αυτή τη λειτουργία (π.χ. δημιουργία ευέλικτων δομών άμεσης αποκόμισης κέρδους στο περιθώριο της πανεπιστημιακής λειτουργίας, εκχώρηση τομέων δράσης σε καπιταλιστικά συμφέροντα, ανταγωνιστικότητα, πειθαρχία, κ.λπ.). Κάτι που δεν μπορούν να διασφαλίσουν οι πρυτανικές αρχές, που είναι επιρρεπείς σε πιέσεις που μπορεί να δεχτούν από το φοιτητικό κίνημα.
Ιδιωτική χρηματοδότηση
«Υπάρχει γενικότερα πρόβλημα με τη χρηματοδότηση της χώρας. Δημόσιες επενδύσεις αυτή τη στιγμή είναι περίπου αδύνατον να γίνουν. Δεν είμαστε αντίθετοι σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις με τη μορφή δωρεών, παροχών, ευεργεσιών. Στη συνεργασία με ιδιωτικές εταιρίες είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Είμαστε αρνητικοί σε φαινόμενα όπου η έξωθεν εταιρία προσδιορίζει τομείς έρευνας ή ελέγχει τα αποτελέσματα και τα ενδεχόμενα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Στο ΕΜΠ, για το οποίο γνωρίζω, υπήρχαν πάντα εταιρίες που χρηματοδοτούσαν. Είχαμε, για παράδειγμα, εργαστήρια αντοχής υλικών που έκαναν δοκιμές. Αυτές τις δοκιμές τις πλήρωναν οι εταιρίες. Δεν έχουμε πρόβλημα σε τέτοια ζητήματα. Εχουμε ζητήματα στον έλεγχο του πανεπιστημίου από τις εταιρίες και σε παρεμβάσεις σε προγράμματα σπουδών ή σε κατευθύνσεις, ανάλογα με το συμφέρον της κάθε εταιρίας. Εκεί θέλουμε την πλήρη και ουσιαστική αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων με ακαδημαϊκά κριτήρια».
Ο Μπαλτάς εδώ μας σερβίρει μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Παρουσιάζει τις καπιταλιστικές εταιρίες περίπου ως φιλάνθρωπα σωματεία, ως αγνές «πατριωτικές», φιλεκπαιδευτικές δομές, που προσφέρουν στην εκπαίδευση και την έρευνα για το καλό και μόνο της προαγωγής της επιστήμης και όχι για την αύξηση της κερδοφορίας τους, καθορίζοντας με τον τρόπο αυτό και τις κατευθύνσεις και τα πεδία της έρευνας. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο που οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις στρέφονται προς τις λεγόμενες παραγωγικές σχολές και όχι προς τις σχολές ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών για να προσφέρουν τον οβολό τους. Το ΕΜΠ, στο οποίο αναφέρεται ο υπουργός Παιδείας, έχει μακρά παράδοση στα νταραβέρια με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και στις υπόγειες διαδρομές μεταξύ αυτών και ομάδων του εκπαιδευτικού και ερευνητικού προσωπικού του.
Αναδιάρθρωση πανεπιστημιακού χάρτη
«Απολύτως ειλικρινά, θεωρώ ότι ολόκληρο το τοπίο της Τριτοβάθμιας θέλει επανεξέταση. Δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο Αθηνά Ι ή ΙΙ γιατί, εκτός πολλών άλλων, αντί να λύσει προβλήματα μάλλον δημιούργησε περισσότερα. Θα έλεγα ότι αυτό που σχεδιάζουμε και ελπίζουμε πολύ γρήγορα να το βάλουμε σε εφαρμογή είναι ομάδες μελέτης για Συμβούλια Ιδρυμάτων, μεταπτυχιακά, για την κατανομή των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας, η οποία θα είναι και γεωγραφική».
Οι συριζαίοι ακολουθούν και εδώ την παραπλανητική τακτική του «ξαναβαφτίσματος» πρακτικών («Σχέδιο Αθηνά»), που οδήγησαν σε δραματική συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες και απώτερο σκοπό να χτυπηθεί η τάση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Από την αόριστη τοποθέτηση του υπουργού Παιδείας συμπεραίνουμε ότι δεν αποκλείεται νέος γύρος συγχωνεύσεων-καταργήσεων τμημάτων, σχολών ή και πανεπιστημίων.
Πανεπιστημιακό άσυλο
«Υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ ασύλου και κατάληψης. Την έννοια του ασύλου τη θεωρούμε σύμφυτη με την έννοια του πανεπιστημίου. Να μπορεί κάποιος να διδάξει, να ερευνήσει, να κάνει μια διάλεξη. Είτε είναι πανεπιστημιακός είτε όχι, υπό πλήρη ελευθερία και χωρίς να κινδυνεύει να διωχθεί. Από την άλλη, ξέρουμε ότι αυτό το καθεστώς έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο παρελθόν γύρω από την έννοια προστασία του ασύλου από καταλήψεις και συναφή φαινόμενα.
Η προστασία του ασύλου οφείλει να είναι ευθύνη της πανεπιστημιακής κοινότητας στο σύνολό της. Θέλουμε να υπενθυμίσουμε αυτό χωρίς να φτιάχνουμε καινούργιες νομοθετικές ρυθμίσεις, όλες εκ των οποίων απέτυχαν. Γι’ αυτό επαναφέρουμε την έννοια, η οποία είναι σύμφυτη με το πανεπιστήμιο, και αφήνουμε το νομικό πλαίσιο όπως ήταν».
Πόσο πιο καθαρά να μας το πει ο υπουργός Παιδείας; Η επαναφορά του όρου του ασύλου με το πολυνομοσχέδιο-κουρελού που ετοιμάζεται είναι ψευδεπίγραφη, είναι μια απατηλή εικόνα.
Το πανεπιστημιακό άσυλο δεν αναφέρεται μόνο στην ελευθερία διδασκαλίας και έρευνας, όπως θέλει να μας το παρουσιάσει ο Μπαλτάς, μιμούμενος τη Γιαννάκου και τη Διαμαντοπούλου. Αναφέρεται κυρίως στις δράσεις διεκδίκησης και αντίστασης απέναντι σε πρακτικές και πολιτικές που μεταχειρίζεται το σύστημα, δράσεις που επιλέγει όχι μόνο το φοιτητικό κίνημα, αλλά και πολιτικές ή εργατικές ομάδες που δρουν στην κοινωνία.
Οσοι διαθέτουμε ιστορική μνήμη γνωρίζουμε ότι το άσυλο θεσμοθετήθηκε «στο έδαφος ενός ισχυρού, μαζικού και διεκδικητικού κινήματος στα πανεπιστήμια και τους χώρους εργασίας, που έβγαινε απειλητικό μετά το τέλος της δικτατορίας και στον απόηχο της ηρωικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973». Το ΠΑΣΟΚ το 1982 εξαναγκάστηκε να το θεσπίσει (Ν. 1268/1982, άρθρο 2), «προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτό το κίνημα και την ανάγκη του αστικού συστήματος να υπάρξει έλεγχος των πρακτικών διεκδικητικής τακτικής του κινήματος που πραγματοποιούνταν στο έδαφος των πανεπιστημιακών χώρων (καταλήψεις από φοιτητές, εργαζόμενους στο πανεπιστήμιο, αλλά και από τάσεις του κινήματος εκτός των τειχών της πανεπιστημιακής κοινότητας).
Το πανεπιστημιακό άσυλο είχε καταγραφεί στη μνήμη του ελληνικού λαού (ιδίως με την κατάληψη της Νομικής και την εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73, στην οποία πήραν μέρος όχι μόνο φοιτητές, αλλά και μαθητές και εργαζόμενοι) ως μια ιερή έννοια και συνθήκη, την οποία δε μπορούσαν να παραβιάσουν οι δυνάμεις καταστολής του κράτους» (Κόντρα, αρ. φύλ. 819).
Πρυτανικές εκλογές
«Ο νόμος Διαμαντοπούλου έλεγε ρητά: Οι πρυτάνεις με την εφαρμογή του παρόντος καταργούνται. Στιγμιαία. Εμείς προσπαθήσαμε να βρούμε μια μέση οδό. Συχνά οι μέσες οδοί δεν ικανοποιούν. Τους ζητάμε στα δύο χρόνια και με περιθώριο προσαρμογής να κάνουν εκλογές με δυνατότητα επανεκλογής τους. Το θεωρούμε σχετικά δίκαιο, δεν απολύουμε πρύτανη γιατί είναι απαράδεκτο. Αλλά ταυτοχρόνως δίνουμε ένα σήμα ότι υπάρχει -ας το πούμε- ένα ερώτημα νομιμοποίησης ως προς τη διαδικασία εκλογής τους. Τους δίνουμε τη δυνατότητα να επανανομιμοποιηθούν με ένα καθεστώς που θα είναι πολύ πιο διαφανές».
Πρόκειται για τη γνωστή μεσοβέζικη τακτική ισορροπιών των συριζαίων, που δε θέλουν να τα χαλάσουν με μηχανισμούς του αστικού συστήματος. Το υπουργείο Παιδείας δίνει το δικαίωμα στους πρυτάνεις που εξελέγησαν με προεπιλογή από τα κακόφημα Συμβούλια, ώστε να είναι άτομα απολύτου εμπιστοσύνης του συστήματος και θεματοφύλακες των νεοφιλελεύθερων αλλαγών που προωθούνταν με το νόμο Διαμαντοπούλου, να παραμείνουν στις θέσεις τους για μια ακόμη διετία. Και από πάνω τους δίνει το δικαίωμα να ξαναβάλουν υποψηφιότητα για να επανεκλεγούν!
Ελεύθερη πρόσβαση
«Σε σχέση με τις εισαγωγικές, δεν μπορούμε με φιρμάνι να βγάλουμε ένα διάταγμα που θα λύνει το πρόβλημα. Σε κάποιες σχολές που έχουν χαμηλή βάση και μικρή ζήτηση, γιατί τα παιδιά να μην μπορούν να πάνε εκεί χωρίς εξετάσεις αλλά με διαφορετικά κριτήρια; Παραδείγματος χάριν, σε κάποια εξειδικευμένα ΤΕΙ που έχουν σχέση με περιοχές και παραγωγή. Θα προηγηθεί βέβαια μελέτη και η βοήθεια στατιστικών στοιχείων για τη ζήτηση των τμημάτων και των σχολών. Μια σκέψη είναι να γίνει τμηματικά η διαδικασία με τις εισαγωγικές. Το ιδανικό θα είναι να έχουμε 4-5 σχολές πολύ μεγάλης ζήτησης όπου εκεί είναι αναπόφευκτες οι εξετάσεις. Μπορεί όμως κάποια στιγμή να πετύχουμε στα περισσότερα να μην είναι αναπόφευκτες. Ενα ακόμα παράδειγμα είναι η ύλη της Γ’ Λυκείου σε πανελλαδικώς εξεταζόμενα. Η ύλη πρέπει κάπου να παντρεύεται με την ύλη του αντίστοιχου μαθήματος στο πρώτο έτος. Αν βρούμε έναν τρόπο να συνεννοηθούν οι καθηγητές του σχολείου με τους καθηγητές των τμημάτων που, ας πούμε, διδάσκουν Φυσική πρώτου έτους, για το περιεχόμενο του μαθήματος, θα δημιουργήσουμε μια γέφυρα που μπορεί να κάνει φυσιολογική την ένταξη των μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, χωρίς ίσως την ανάγκη εισαγωγικών».
Ο Αριστείδης Μπαλτάς μας έδωσε μια γεύση για το καταπώς θεωρούν οι συριζαίοι την «ελεύθερη πρόσβαση» στα πανεπιστήμια που διατυμπάνιζαν προεκλογικά.
Δεν πρόκειται για μια επιλογή με καθαρά ιδεολογικό ταξικό περιεχόμενο, για μια επιλογή που ξεκινάει από την αρχή ότι στην καπιταλιστική κοινωνία, οι ταξικές διαφορές βαραίνουν σαν σίδερο στην ανταπόκριση και την εξέλιξη που έχουν τα παιδιά της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στην εκπαιδευτική διαδικασία και ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις αποτελούν ισχυρό ταξικό φραγμό που χτυπάει με ιδιαίτερη μανία τα παιδιά αυτών των τάξεων. Γι’ αυτό και η κατάργησή τους θα είναι ανακούφιση για την εργατική τάξη και την αγροτιά, χωρίς να σημαίνει ότι καταργείται το σύνολο των ταξικών φραγμών.
Για τους συριζαίους πρόκειται για μια επιλογή πρακτικής σημασίας, μια επιλογή τακτικής λαϊκίστικου και όχι λαϊκού περιεχόμενου. Η κατάργηση των εξετάσεων στις σχολές χαμηλής ζήτησης (κυρίως ΤΕΙ της περιφέρειας και κάποιες πανεπιστημιακές σχολές που είναι «στα αζήτητα») και η διατήρησή τους σε επίλεκτες σχολές είναι σαν να λέει στα παιδιά της εργατικής τάξης: Σε σας αρμόζουν τα υπόγεια, τα ρετιρέ είναι για τους διαλεχτούς, γι’ αυτούς που η κοινωνική τους θέση βρίσκεται στην κορυφή της ταξικής πυραμίδας και σε περιβάλλον με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.