Ενώ ζωντανός είναι ακόμα ο απόηχος των μεγαλειωδών εκπαιδευτικών αγώνων και ορατό το ενδεχόμενο μιας νέας έκρηξης μέσα στο Γενάρη, με το άνοιγμα της συζήτησης για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, η κυβέρνηση συστηματικά στα παρασκήνια βάζει λιθαράκια ώστε να πάρουν σάρκα και οστά οι κατευθύνσεις της Μπολόνια και ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Αυτό το χαρακτήρα έχουν τα μέτρα που περιλαμβάνει το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα που υπέβαλε η κυβέρνηση στην Κοινότητα για την Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση, ύψους 3,3 δισ. ευρώ και είναι όλα σε απόλυτη σύμπνοια με τους άξονες προτεραιοτήτων της ΕΕ, έτσι όπως αυτοί καθορίστηκαν από τη Λισσαβόνα, τη Μπολόνια κ.λπ.
Ενα από τα κυριότερα σημεία του Επιχειρησιακού Προγράμματος είναι η κατάργηση όλων των τυπικών φραγμών «καθ’ όλη την εκπαιδευτική διαδρομή και εισαγωγή της αναγκαίας ευελιξίας (οριζόντια και κάθετα) σε όλες τις βαθμίδες και τα επίπεδα εκπαίδευσης και στη δια βίου μάθηση». Είναι η «διευκόλυνση της κινητικότητας με ενέργειες αναγνώρισης/πιστοποίησης μονάδων φοίτησης στο πλαίσιο εθνικού συστήματος μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων» και η «ενίσχυση των διαδικασιών αναγνώρισης τίτλων σπουδών και αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων».
Γνωστοποιεί, δηλαδή, η κυβέρνηση στ’ αφεντικά της ΕΕ, προκειμένου να πάρει τα κονδύλια του Δ΄ ΚΠΣ, ότι άμεσες προτεραιότητές της είναι η εφαρμογή μέτρων που διευκολύνουν την περίφημη «κινητικότητα» της Διακήρυξης της Μπολόνια. Τέτοια μέτρα είναι η κατάργηση των στεγανών μεταξύ των εκπαιδευτικών βαθμίδων και των συστημάτων εκτός του πλαισίου της εκπαίδευσης, η αποτίμηση των σπουδών με ένα σύστημα πιστωτικών μονάδων, η διάσπαση της επιστημονικής ενότητας των προγραμμάτων σπουδών μέσω της προώθησης προγραμμάτων, που θα μεταφράζονται σε πιστωτικές μονάδες και θα επιλέγονται ατομικά από τους φοιτητές. Η αντίληψη ότι η Παιδεία είναι δημόσιο αγαθό και το κράτος έχει υποχρέωση να την προσφέρει σε κάθε πολίτη, θεωρείται παρωχημένη και διαγράφεται μια κι έξω.
Επικρατούσα άποψη, σύμφωνα με τα δεδομένα και το χαρακτήρα ενός επιθετικότατου άγριου καπιταλισμού είναι η αγορά γνώσης από μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές-πελάτες από έναν μπαξέ συστημάτων κατάρτισης-εκπαίδευσης που το αστικό κράτος θα φροντίζει να διατηρεί.
Και είναι απολύτως φυσικό ότι σ’ αυτό το ατέλειωτο παζάρι αγοροπωλησίας «γνώσης» και δεξιοτήτων κερδισμένοι θα είναι οι γόνοι των ευκατάστατων οικογενειών.
Γι’ αυτό και έχει πρεμούρα το αστικό κράτος να επιτρέψει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, «ανωτατοποιώντας» τα διάφορα κολέγια, που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα τα Δημόσια Πανεπιστήμια σε μεταλυκειακά ιδρύματα κατάρτισης τριετούς διάρκειας, που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Γι’ αυτό και έχει πρεμούρα να περάσουν ρυθμίσεις (και μέσα από το νέο νόμο πλαίσιο) για καθορισμό των πανεπιστημιακών σπουδών σύμφωνα μ’ ένα σύστημα πιστωτικών μονάδων. Γι’ αυτό και έχει πρεμούρα να λειτουργήσουν τα Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης στο πλαίσιο των ΤΕΙ και των ΑΕΙ. Γι’ αυτό και έχει πρεμούρα να προχωρήσει άμεσα στην αξιολόγηση-πιστοποίηση των Ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα κριτήρια που απαιτεί η αγορά, που θα διευκολύνει και την «αναγνωρισιμότητα» των σπουδών και των τίτλων τους.
Το παραπάνω μέτρο του Επιχειρησιακού Προγράμματος ανοίγει διάπλατα την πόρτα στους σπουδαστές των ΙΕΚ να εισάγονται στα ΤΕΙ και στη συνέχεια στα ΑΕΙ χωρίς πανελλαδικές εξετάσεις. Θυμίζουμε ότι τα ΙΕΚ είναι ιδρύματα εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος και στην πλειοψηφία τους είναι ιδιωτικά. Ιδρύθηκαν δε για να προσφέρουν «χάντρες» και «καθρεφτάκια» στους αποτυχόντες των πανελληνίων εξετάσεων, προκειμένου ν’ απορροφηθούν οι κοινωνικοί κραδασμοί.
Εχουμε, λοιπόν, εδώ το εξής οξύμωρο. Το υπουργείο Παιδείας, θεσμοθετώντας τη βάση του 10, να θεωρεί ανίκανα δεκάδες χιλιάδες παιδιά να σπουδάσουν στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και να τα στέλνει στα ΙΕΚ και τώρα με το μέτρο αυτό να τους ανοίγει την πόρτα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και μάλιστα χωρίς εξετάσεις. Στην ουσία, το υπουργείο, υπηρετώντας τις κατευθύνσεις της Μπολόνια, όπου ορίζονταν ρητά ότι διδακτικές μονάδες μπορούν να συγκεντρώνονται και σε συστήματα εκπαίδευσης εκτός του πλαισίου της ανώτατης εκπαίδευσης, κάνει ένα μεγάλο δώρο στους εμπόρους εκπαιδευτικών ονείρων, που θα δουν τα μαγαζιά τους να γεμίζουν «αποτυχημένους» που θα προσδοκούν να εισαχθούν στα ΤΕΙ-ΑΕΙ, μέσω των ρυθμίσεων για τα ΙΕΚ.
Το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα φροντίζει να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της κυβέρνησης στο σημείο αυτό με την «αναθεώρηση του τρόπου δόμησης και συνάρθρωσης των ειδικοτήτων και των προγραμμάτων σπουδών στα ΙΕΚ και τις σχολές Αρχικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, στην προοπτική της αναγνώρισης και μεταφοράς πιστωτικών μονάδων, τον καθορισμό επαγγελματικών δικαιωμάτων και της θέσπισης συστήματος αναγνώρισης της τυπικής πιστοποίησης της μάθησης με σκοπό τον εξορθολογισμό της οριζόντιας και κάθετης κινητικότητας των σπουδαστών, σε επίπεδο ενός ευρωπαϊκού πλαισίου επαγγελματικών προσόντων».
Περιχαρής ο αντιπρόεδρος του ΟΕΕΚ (Οργανισμός Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης) Κ. Μαργαρίτης έσπευσε να δηλώσει ότι το υπουργείο Παιδείας ετοιμάζει ήδη σχετικό νομοσχέδιο που θα κατατεθεί από το νέο έτος στη βουλή.
Στο πλαίσιο της επικρατούσας αντίληψης στην ΕΕ για πλήρη υποταγή του Πανεπιστήμιου στην καπιταλιστική αγορά, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της κυβέρνησης της ΝΔ καθορίζει και το μέτρο της «ανάπτυξης συνεργασιών μεταξύ Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Βιομηχανίας, ως βασική προϋπόθεση για την υποστήριξη καινοτομικών σχεδίων», ενώ προβλέπει την ενίσχυση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, τα οποία αφορούν σε επιστήμες αιχμής.
Φροντίζει δε να εξασφαλίζει στους βιομήχανους και τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις τσάμπα εργατικό δυναμικό, μελλοντικό στρατό εξαγορασμένων δούλων τους, με την «επέκταση και θεσμική κάλυψη της πρακτικής άσκησης στο πλαίσιο των προγραμμάτων σπουδών των βαθμίδων και των επιπέδων της εκπαίδευσης» και την «πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών».
Από ένα Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, που λανσάρει τον τύπο ενός εκπαιδευτικού συστήματος πλήρως υποταγμένου στην καπιταλιστική αγορά και τις ανάγκες της δε θα μπορούσαν να λείψουν τα μέτρα που προνοούν για την πειθάρχηση και υποταγή όλων των συντελεστών της εκπαίδευσης.
Γι’ αυτό και επαναδιατυπώνεται η «ανάπτυξη ενός συστήματος αξιολόγησης του συνόλου του εκπαιδευτικού έργου και των συντελεστών του στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση» και η «διασφάλιση της ποιότητας και τεκμηρίωσης των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης».
Γιούλα Γκεσούλη