Την πρότασή του για τον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μας (ξανα)αναλύει ο Αντώνης Λιάκος, πρόεδρος της επιτροπής «εθνικού διαλόγου» για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της συγκυβέρνησης των Τσιπροκαμμένων («Εφημερίδα των συντακτών», 26/1/2016).
Κάνοντας σωστές επισημάνσεις για το ρόλο των εξετάσεων και συγκρίσεις των συστημάτων επιλογής που ισχύουν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και στην Ελλάδα, όπου σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τις διαφορές, επαληθεύεται η κοινωνική επιλογή ως συστατικό του εξεταστικού συστήματος, ο Αντώνης Λιάκος επιχειρεί με πονηρό τρόπο (που του δίδαξε το τροτσκιστικό του παρελθόν), να εξαπατήσει τον αναγνώστη. Να τον οδηγήσει, δηλαδή, στην πεποίθηση ότι -μετά από αυτή την ανάλυση- η δική του πρόταση είναι απαλλαγμένη από αυτή την κακοδαιμονία, την ταύτιση δηλαδή του συστήματος επιλογής για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την κοινωνική επιλογή και τη στρέβλωση του εκπαιδευτικού συστήματος λόγω του ταξικού φραγμού των εξετάσεων.
Ας παρακολουθήσουμε την ανάλυση του Αντώνη Λιάκου:
Πρώτα κάνει τις εξής σωστή διαπίστωση: «Αν και οι εξετάσεις εμφανίζονται ως ένα ζήτημα ικανότητας, φιλομάθειας και φιλοπονίας, εντούτοις έχουν πολύ σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά τα οποία συνοδεύουν και συνδέουν την μαθητική απόδοση με την κοινωνική ανισότητα… Δυσκολότερα ένα παιδί από μια υποβαθμισμένη περιοχή θα μπει στο Πολυτεχνείο, στην Ιατρική και στη Νομική, από ότι ένας συνομήλικός του από τις μεσοαστικές περιοχές της Αθήνας».
Υστερα κατακεραυνώνει τα εκπαιδευτικά συστήματα των ξένων χωρών, που είναι μεν «αποτελεσματικά», πλην όμως άδικα. Γιατί δικαιώνουν τις κοινωνικές ανισότητες νωρίς, από τα χαμηλά σκαλοπάτια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, συνδέοντας την κοινωνική επιλογή με την πορεία του μαθητή προς τα πανεπιστήμια ή την «προσγείωσή» του «στις επαγγελματικές σχολές και την τεχνική εκπαίδευση».
Στη συνέχεια περνάει στην Ελλάδα, «στο δικό μας σύστημα», όπου «παρά το χάος που αυτό προκαλεί, δίνει στα παιδιά ευκαιρίες… να προσπαθήσουν να διορθώσουν την κοινωνική ανισότητα που διαφορετικά θα τα σημάδευε ως κοινωνικό στίγμα από μικρά». Προσδίδει μάλιστα στο «χάος» τα εξής χαρακτηριστικά: Συσσωρευμένη ένταση που συγκεντρώνεται στις εξετάσεις, αφυδάτωση της γνώσης, παράλυση όλων των σχολείων και της εκπαιδευτικής διαδικασίας από το Μάιο, περιορισμός του διδακτικού έτους, επί τρία χρόνια τρέξιμο στα φροντιστήρια και εγκατάλειψη του σχολείου, μεγάλη οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών.
Και καταλήγει στη διαπίστωση ότι και εδώ δεν αποφεύγεται το «κοινωνικό απαρτχάιντ», αφού: Πρώτον «ένα μεγάλο μέρος παιδιών, και μάλιστα με σαφέστατα κοινωνικά χαρακτηριστικά κατευθύνεται προς τα επαγγελματικά λύκεια και τις ιδιωτικές επαγγελματικές και τεχνικές σχολές», αντιμετωπίζοντας «την πίσω αυλή του εκπαιδευτικού μας συστήματος». Και δεύτερον «η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο δεν γίνεται σε ένα ενιαίο χώρο και ισοδύναμα τμήματα και σχολές. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελείται από σχολές με πολύ διαφορετική δυναμική, τόσο ως προς την κατάρτιση όσο και ως προς τις δυνατότητες πρόσβασης στην αγορά εργασίας».
Πριν περάσει στη δική του πρόταση, ο Αντώνης Λιάκος απορρίπτει ως ανέφικτη την πάγια πρόταση της Αριστεράς για ελεύθερη πρόσβαση, γιατί, κατ' αυτόν «Οποιος διατείνεται ότι θα εξασφαλίσει ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις σχολές του πανεπιστημίου, θα έπρεπε να εξηγήσει πως θα το κάνει πρακτικά δεδομένου ότι οι σχολές υψηλής ζήτησης δεν θα μπορούν ποτέ να προσφέρουν τόσες θέσεις ώστε να καλύψουν τη ζήτηση».
Σημειώνουμε, εδώ, ότι η στάση αυτή του Αντώνη Λιάκου, ο οποίος δεν είναι τυχαίος, αλλά πρόεδρος της επιτροπής «διαλόγου», διορισμένος από τον υπουργό Παιδείας Ν. Φίλη, θα λειτουργήσει ως απενοχοποιητικό επιχείρημα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που όλα τα προηγούμενα χρόνια τασσόταν υπέρ της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Τώρα, ο πρόεδρος της επιτροπής προτείνει κάτι διαφορετικό, ρεαλιστικό και ο Φίλης έχει δεσμευτεί ότι θα εφαρμόσει τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από τον «διάλογο».
Η πρόταση του Αντώνη Λιάκου προς την επιτροπή είναι η εξής:
«Αφενός να απελευθερώσεις όσες σχολές είναι δυνατό -και αυτές είναι η πλειοψηφία στην οποία η ζήτηση ως πρώτη και δεύτερη επιλογή δεν υπερβαίνει την προσφορά- και αφετέρου τα κριτήρια επιλογής για τις σχολές υψηλής ζήτησης να μην οδηγούν στα φροντιστήρια. Οχι εξέταση μαθημάτων. Υπάρχουν τρόποι, είτε με κριτήριο την πιστοποιημένη γλωσσομάθεια, είτε με άλλους εξεταστικούς τρόπους αναγνωρισμένης εγκυρότητας, που θα κρίνει η επιτροπή και οι ομάδες εργασίας των ειδικών, να συγκροτηθούν λίστες προτεραιότητας σε αυτές τις σχολές. Αυτό θα επιτρέψει λ.χ. παιδιά με κλίση στα μαθηματικά να σπουδάσουν νομικά, και άλλα με κλίση στη φιλοσοφία να σπουδάσουν πληροφορική και μαθηματικά, χωρίς να καταστρέφουν τις γνωσιακές τους ικανότητες στα φροντιστήρια, όπως γίνεται τώρα. Θα είναι μια μεγάλη αλλαγή που θα δώσει αναπνοή στην ελληνική εκπαίδευση, διαπλάθοντας ένα καινούργιο πνεύμα στην καλλιέργεια της γνώσης και του πολιτισμού.
Ταυτόχρονα όμως έχουμε καθήκον να ενισχύσουμε την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και να την κάνουμε αξιόπιστη, με μαθήματα τόσο ειδικά όσο και γενικά, τα οποία να είναι προσαρμοσμένα στην ιδέα μιας ευφυΐας που μπορεί να έχει πολλές μορφές, και δεν είναι αναγκαστικά κειμενοκεντρική. Αυτή η εκπαίδευση πρέπει να έχει οριζόντια επικοινωνία με τις βαθμίδες της γενικής εκπαίδευσης, αλλά και κάθετη οργάνωση, λογική και επικοινωνία. Από το τεχνικό και επαγγελματικό λύκειο να μπορεί κανείς να οδηγείται ως το Πολυτεχνείο και τις τριτοβάθμιες επαγγελματικές και τεχνολογικές σχολές. Ακόμη αυτές οι σχολές, ιδίως τα ΤΕΙ θα έπρεπε να απελευθερωθούν από τα μεταναστευτικά κύματα που καταλήγουν εκεί επειδή δεν μπορούν να εισέλθουν στα ΑΕΙ, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται αυτοί που πραγματικά θέλουν να σπουδάσουν στις σχολές αυτές, αλλά έχουν λιγότερα προσόντα σύμφωνα με το ισχύον μοντέλο των εξετάσεων. Θα βοηθούσε ο περιορισμός των επιλογών των υποψηφίων σε μια-δυο ειδικότητες, θα τους έκανε πιο υπεύθυνους στην επιλογή, θα αυτοτοποθετούνταν σε μεγάλο βαθμό και, εντέλει θα σπούδαζαν αυτό που θέλουν».
Ας δούμε τι κρύβει η πρόταση Λιάκου:
Πρώτον, θεωρούμε το επιχείρημα της σύνδεσης της ελεύθερης πρόσβασης με τη ζήτηση ψευδοεπιχείρημα, επιχείρημα που επιστρατεύουν αυτοί που έχουν διαλέξει πλευρά στον κοινωνικό διαχωρισμό, πλευρά ταυτισμένη με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Γιατί καταρχάς αποδέχεται a priori την αντιμετώπιση της Παιδείας ως παρία στην κατανομή των κονδυλίων και καλλιεργεί μια στάση διαχείρισης και όχι τη θέληση για την ανατροπή του σάπιου συστήματος. Γιατί θεωρεί θέσφατο τον «κλειστό αριθμό εισακτέων», που βάζει «ταβάνι» σε αυτούς που θα εισαχθούν κάθε φορά στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και είναι η στρόφιγγα που ρυθμίζει τη ροή προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος (οι τορπίλες των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας απλώς κατανέμουν αυτή την ροή, κατασκευάζοντας ποσοστά «αρίστων» και «αποτυχημένων»). Γιατί η «ζήτηση» στον καπιταλισμό δεν είναι ποτέ αποκομμένη από τη θέση των νέων στον κοινωνικό διαχωρισμό. Η «ζήτηση» διαμορφώνεται ανάλογα με τη συνείδηση που έχει ο νέος για τις ατομικές του δυνατότητες και αυτές με τη σειρά τους καθορίζονται από το μορφωτικό του επίπεδο και το οικονομικό status της οικογένειάς του. Γιατί η κοινωνία θέλει γιατρούς, δασκάλους, νοσηλευτές, κ.λπ., σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων της και όχι σύμφωνα με τα όρια που βάζουν οι ανάγκες του κεφαλαίου. Γιατί οι εξετάσεις δεν μπορούν να κρίνουν την ικανότητα των νέων τελικά να σπουδάσουν. Αλλωστε οι πιο ευκατάστατοι οικονομικά τελικά αυτό το επιτυγχάνουν σπουδάζοντας σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Γιατί η κατάργηση της εξεταστικής καρμανιόλας απλά θα ανακουφίσει τα παιδιά της εργατικής τάξης και δεν καταργεί τους ατέλειωτους ταξικούς φραγμούς με τους οποίους αυτή είναι δεμένη και οι οποίοι βαραίνουν αποφασιστικά στην μορφωτική εξέλιξη και τις επιλογές της νεολαίας της. Γιατί, τέλος, το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης είναι ένα απελευθερωτικό αίτημα, καθώς ο αγώνας για την επίτευξή του οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας ανατροπής του καπιταλισμού, στη συνειδητοποίηση ότι το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας στην χωρίς φραγμούς μόρφωση, θα επιτευχθεί μόνο με την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Η πρόταση Λιάκου αποδέχεται την κοινωνική επιλογή, ενώ τάχα στα λόγια προσπαθεί να την καταπολεμήσει. Τα παιδιά που θα επιλέξουν σχολές χαμηλής ζήτησης, στις οποίες, όπως λέει ο ίδιος, δεν θα υπάρχουν εξετάσεις, θα προέρχονται κατά κανόνα από τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Σ' αυτούς, δηλαδή, προσφέρει τη «μπομπότα», ενώ στους άλλους, τους «καλούς μαθητές», με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που έχει διαμορφωθεί σε συνάρτηση με το μορφωτικό-πολιτιστικό-οικονομικό επίπεδο των οικογενειών τους και τη φροντιστηριακή ενίσχυση, προσφέρει το «παντεσπάνι». Δηλαδή, τις περιζήτητες σχολές των Πολυτεχνείων, της Ιατρικής, της Νομικής, κ.λπ. Η παραπαιδεία θα ανθεί και πάλι για την επιτυχία σ' αυτές τις σχολές, αφού θα υπάρχουν πρόσθετα κριτήρια που θα διαμορφώσουν οι «ειδικοί», «εξεταστικοί τρόποι αναγνωρισμένης εγκυρότητας» και λίστες αναμονής. Το πιο χαρακτηριστικό και συνάμα εξοργιστικό είναι ότι ο Λιάκος προτείνει ως κριτήριο τη «γλωσσομάθεια», γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα την ταξική επιλογή που ο ίδιος κάνει σε όφελος των παιδιών της μεσοαστικής και μεγαλοαστικής τάξης!
Η διατήρηση των δυο τύπων λυκείου -πάλι κόντρα σε σχέση με τις παλιές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ- είναι στην κατεύθυνση του ταξικού διαχωρισμού. Η πρόταση, βέβαια, μιλάει για ένα αναβαθμισμένο τεχνικό και επαγγελματικό λύκειο, διακήρυξη που είχαν στην προμετωπίδα τους όλες οι προγενέστερες «μεταρρυθμίσεις» φτιασιδώματος αυτής της βαθμίδας, που διαχρονικά αποτελούσε τη «χωματερή» των παιδιών της εργατικής τάξης και στοιχείο ανακοπής της ροής προς τα πανεπιστήμια αυτής της νεολαίας. Γιατί τώρα να πιστέψουμε ότι η «αναβάθμιση» των συριζαίων θα έχει διαφορετική τροπή, τη στιγμή που και αυτοί έχουν επιλέξει τη διαχείριση του αστικού συστήματος, ενώ στην Παιδεία μεταχειρίζονται τα συστήματα επιλογής; Ο Λιάκος, μάλιστα θέλει να περιορίσει ακόμα πιο πολύ τη ροή από τα τεχνικο-επαγγελματικά λύκεια προς τα ΤΕΙ, περιορίζοντας τις επιλογές για τα ΤΕΙ σε δύο το πολύ! Οσο για τη δυνατότητα μετάβασης από τον Καιάδα της δευτεροβάθμιας τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης στα Πολυτεχνεία καλύτερα ας μη μιλήσουμε. Την πρόβλεψη αυτή, που απατηλά επιχειρεί να καλύψει τον ταξικό διαχωρισμό και τους ταξικούς φραγμούς, είχαν και προηγούμενα εξεταστικά συστήματα και ποτέ δεν λειτούργησε.