Ο Αντώνης Λιάκος πρόεδρος της επιτροπής εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, με τροτσκιστικό παρελθόν, πρώην ηγετικό στέλεχος του στενού πυρήνα των εκσυγχρονιστών του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, δεξί χέρι του Σημίτη, ένας εκ των «1000» υποστηρικτών του νόμου Γιαννάκου και στη συνέχεια θερμός αρθρογράφος-υποστηρικτής της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με συνέντευξή του στο «Εθνος της Κυριακής» (6/12) μας έδωσε σε αδρές γραμμές τις κατευθύνσεις στις οποίες θα κινηθεί η συριζαίικη «μεταρρύθμιση» στην Παιδεία.
Η συνέντευξη διαπνέεται από εκσυγχρονιστικό οίστρο με μπόλικη σάλτσα για μια «εκπαίδευση που δεν θα αποτελεί μηχανισμό εξετάσεων, αλλά μηχανισμό μόρφωσης και δημιουργίας προσωπικοτήτων».
Στο προσκήνιο επανέρχονται χιλιοειπωμένα πράγματα, που απετέλεσαν αγαπημένες «συνταγές επιτυχίας» και προηγούμενων υπουργών Παιδείας, με εξαίρεση, ίσως, τις εξετάσεις εισαγωγής μόνο για τις πανεπιστημιακές σχολές υψηλής ζήτησης (αν δεν κάνουμε λάθος και σε αυτό δεν πρωτοτυπεί ο Λιάκος. Την πατρότητα με κάποιες διαφοροποιήσεις -π.χ. τα ΤΕΙ είναι τα «τοπικά κολέγια», όπου οι φοιτητές εισάγονται χωρίς εξετάσεις και στη συνέχεια μια μερίδα μόνο συνεχίζει στο Πανεπιστήμιο- διεκδικεί ο αμερικανόθρεφτος Γιωργάκης και ο κολλητός του Πανάρετος).
Ας δούμε τις απόψεις του Αντώνη Λιάκου, που θα αποτελέσουν και τον καμβά των αλλαγών, με δεδομένο ότι αυτός είναι πρόεδρος της επιτροπής διαλόγου.
Για τις εξετάσεις:
«Τις εξετάσεις, όπου είναι αναγκαίο, θα τις δούμε από την αρχή. Προτεραιότητα είναι να στηθεί το λύκειο στα πόδια του, γιατί μέχρι τώρα είναι διάδρομος για το πανεπιστήμιο με πολλές αρνητικές συνέπειες για το σύνολο της ελληνικής νεολαίας…
Ερώτηση δημοσιογράφου: Ποιες σχολές θα μπορούν να εξαιρούνται από τις εξετάσεις;
Απάντηση: Πρόκειται για τις σχολές όπου η ζήτηση και η προσφορά θέσεων συμβαδίζουν, αλλά και τα τμήματα που έχουν κάθε χρόνο κενές θέσεις…
Ερώτηση δημοσιογράφου: Σε τμήματα υψηλής ζήτησης, όπως Νομική, Ιατρική και Πολυτεχνικά όπου ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, σ' αυτές θα εισάγονται οι υποψήφιοι μόνο βάσει του απολυτηρίου ή θα ζητούνται και κάποια πρόσθετα προαπαιτούμενα;
Απάντηση: Το απολυτήριο θ' αποτελεί το σκαλοπάτι για να μπαίνουν οι υποψήφιοι σε οποιαδήποτε σχολή. Θα πρόκειται για αναβαθμισμένο απολυτήριο. Αν θα παίζει ρόλο η βαθμολογία και πόση βαρύτητα θα έχει θα πρέπει να το δούμε προσεκτικά ώστε να μη μετατραπεί το λύκειο σε αντικείμενο φροντιστηριακής εκπαίδευσης. Τα πρόσθετα προαπαιτούμενα θα διερευνηθούν και θα μπορούν να καθορίζονται από τον Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια… Θα μπορούσαν κάποιο τύπο εξετάσεων να διοργανώνουν και τα ίδια τα ανώτατα ιδρύματα για να επιλέγουν τους φοιτητές τους. Ωστόσο τα ΑΕΙ με αυτή την οικονομική συγκυρία δεν έχουν το προσωπικό και τους πόρους να σηκώσουν αυτό το βάρος».
Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής: Η περίφημη «ελεύθερη πρόσβαση» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που διατυμπάνιζαν οι συριζαίοι προεκλογικά, πάει περίπατο. Μόνο σε κάποιες σχολές που βρίσκονται στα αζήτητα των προτιμήσεων των υποψηφίων, κυρίως ΤΕΙ, δεν θα απαιτούνται εξετάσεις εισαγωγής. Στις σχολές υψηλής ζήτησης θα υπάρχουν εξετάσεις και «πρόσθετα προαπαιτούμενα» (π.χ. συντελεστές βαρύτητας σε κάποια μαθήματα, συνέντευξη, κ.λπ.), που θα καθορίζονται από τον Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων και τα πανεπιστήμια. Και στις δυο περιπτώσεις προϋπόθεση θα είναι η απόκτηση του απολυτηρίου του λυκείου, που θα είναι «αναβαθμισμένο». Το τελευταίο μας θυμίζει και πάλι το Εθνικό Απολυτήριο του Γιωργάκη. Τώρα, πώς θα αποκτάται αυτό το «αναβαθμισμένο απολυτήριο» μένει να το δούμε, αν θα είναι δηλαδή με κάποιες εξετάσεις πανελλαδικού τύπου σε όλες τις τάξεις, ώστε η βαθμολογία να είναι «αντικειμενική», ή αν η βαθμολογία θα προκύπτει από τον συμψηφισμό προφορικής και γραπτής βαθμολογίας, κ.λπ. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι δεν ήταν τυχαία η διατήρηση της τράπεζας θεμάτων της Διαμαντοπούλου ως «συμβουλευτικό εργαλείο» για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Σημειώνουμε επίσης ότι κάτι ανάλογο με την τράπεζα θεμάτων προτείνει και η έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση, που η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου την έχει κάνει «ευαγγέλιο».
Ολα τούτα έχουν και πάλι στον πυρήνα τους την αγωνία του αστικού συστήματος να κρατήσει έξω από τις βαρβάτες σχολές, τις σχολές που αποτελούν εφαλτήριο για την κοινωνική καταξίωση και μεταπήδηση σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, τα παιδιά της εργατικής τάξης και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Είναι μέτρα που αναπαράγουν τις ταξικές διαφορές και περιορίζουν της ροή προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποτελεί διακαή πόθο του αστισμού. Και βεβαίως οι αλλαγές αυτές, σε κάθε περίπτωση, εξαρτώνται από τη θέληση της τρόικας, γιατί άπτονται των «δημοσιονομικών αναγκών», που καθορίζονται με βάση τα Μνημόνια και όχι το τί θέλει η κάθε ελληνική κυβέρνηση.
Για ένα νέο «σχέδιο Αθηνά»:
«Επίσης πρέπει να υπάρξει αναδιάταξη του χάρτη της Ανώτατης εκπαίδευσης με έμφαση στον εξορθολογισμό των πανεπιστημίων. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα σε μία περιφέρεια και λίγο πιο δίπλα ένα μικρότερο που να φιλοξενεί ομοειδή τμήματα. Για κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο ενώσεων των ΑΕΙ».
Πάμε, λοιπόν, σε ένα νέο «σχέδιο Αθηνά», αν και ο Λιάκος αποφεύγει επιμελώς να χρησιμοποιήσει τον όρο, γιατί ξέρει καλά ότι ο «εξορθολογισμός» που αυτό έφερε στο χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης και προφανώς και αυτός που ο ίδιος έχει κατά νου να κάνει, στον πυρήνα του είχε και έχει ως στόχο τη μεγάλη περικοπή των κρατικών δαπανών για την Παιδεία και τον περιορισμό της τάσης της νεολαίας της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση.
Για τις σπουδές και τα πτυχία:
«Στο εσωτερικό των πανεπιστημίων θα πρέπει να επανεξεταστούν οι σχέσεις ανάμεσα στους φοιτητές, τα μαθήματα και το πτυχίο τους. Αντί του πολυπληθούς αμφιθεάτρου θα ενισχύσουμε όπως μπορούμε τα σεμινάρια και τις μικρές ερευνητικές ομάδες. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τη δυνατότητα συνδυασμού πτυχίων στους φοιτητές, με κύρια και δευτερεύουσα ειδικότητα. Για παράδειγμα, ένας φοιτητής που σπουδάζει φιλολογία ως κύρια ειδικότητα να μπορεί να λαμβάνει πτυχίο με δευτερεύουσα ειδικότητα στην Ιστορία».
Οι αναφορές στην επανεξέταση των σχέσεων «ανάμεσα στους φοιτητές, τα μαθήματα και το πτυχίο τους», στην ενίσχυση των «σεμιναρίων» και «των μικρών ερευνητικών ομάδων» αντί του πολυπληθούς αμφιθεάτρου, που αντιστοιχεί στο σύνολο των φοιτητών, που διδάσκονται ένα κοινό επιστημονικό αντικείμενο και έχουν έναν κοινό στόχο, στη «δυνατότητα συνδυασμού πτυχίων με κύρια και δευτερεύουσα ειδικότητα», παραπέμπουν στα πτυχία πολλών ταχυτήτων που απονέμει η ίδια πανεπιστημιακή σχολή. Με τον τρόπο αυτό διασπώνται η ενότητα της επιστήμης και των αναγκαίων για την κατάκτησή της γνώσεων, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται στην ουσία οι ίδιες οι πανεπιστημιακές σπουδές. Ενώ και οι απόφοιτοι επιλέγοντας μόνοι τους «διαδρομές», με την ελπίδα να βρουν θέση στην αγορά εργασίας (οι εργοδότες θα εξετάζουν αν το πτυχίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αντίστοιχης θέσης εργασίας), «εσωτερικεύουν» ως δική τους αποκλειστική υπαιτιότητα την πολύ πιθανή αποτυχία να αποκατασταθούν επαγγελματικά.
Ο πρόεδρος της επιτροπής διαλόγου μιλά με μισόλογα και δίνει μόνο ψήγματα της πολιτικής που θα ακολουθηθεί, όμως όλα αυτά μαζί με την ύπαρξη των πιστωτικών μονάδων και τα επικρατούντα διεθνώς στα ευρωπαϊκά και αγγλοσαξωνικά πανεπιστήμια «μυρίζουν» έντονα Μπολόνια.
Για την αξιολόγηση:
«Θα πρέπει να προχωρήσουμε σε ένα είδος εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της τάξης, του σχολείου και των εκπαιδευτικών με απώτερο στόχο να υπάρξει βελτίωση των θεσμών και όχι τιμωρητικό πνεύμα. Από την άλλη πλευρά, το πλαίσιο των «παραβάσεων» που παρατηρούνται από ορισμένους εκπαιδευτικούς θα πρέπει να αυστηροποιηθεί. Να γίνει με απλά λόγια πιο αυστηρό το πλαίσιο γι' αυτούς που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Το σχολείο χρειάζεται την αξιολόγηση. Θα πρέπει δηλαδή ακόμη και οι ίδιοι οι μαθητές να αξιολογούν τους καθηγητές αλλά και τους εαυτούς τους».
Οι μάσκες ξεσκίστηκαν. Οι αρμόδιοι που έχει επιλέξει το υπουργείο Παιδείας να «ανασυγκροτήσουν» την εκπαίδευση, μιλούν πλέον καθαρά και για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και των σχολείων, πέραν αυτής του εκπαιδευτικού έργου.
Οδηγούμαστε σε κατηγοριοποιήσεις σχολείων, μαθητών και εκπαιδευτικών. Οι τελευταίοι, με όχημα την αξιολόγηση και το νέο μισθολόγιο-φτωχολόγιο που ετοιμάζεται, θα μπουν σε ένα βαθύ τούνελ ανασφάλειας, φόβου και μισθολογικής καθήλωσης σε εξαθλιωμένους μισθούς, απ' όπου θα βγαίνουν μόνο ελάχιστοι κατόπιν αξιολογικών κρίσεων. Προφανώς, τα κριτήρια προαγωγής θα είναι τέτοια ώστε να υπηρετείται ο σκοπός του αστικού σχολείου.
Η «αυστηροποίηση του πλαισίου των παραβάσεων» συνάδει με τις οδηγίες του ΟΟΣΑ: Η εξέλιξη των εκπαιδευτικών να συνδέεται με τους ευρύτερους στόχους εξέλιξης του σχολείου και με την αξιολόγηση. Οι αξιολογήσεις να έχουν «ουσιώδεις συνέπειες» για τους αξιολογούμενους για να αντιμετωπίζεται η αξιολόγηση με «σοβαρότητα».
Η αναφορά του Αντώνη Λιάκου σε αυτούς «που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους» πλήττει πρώτ' απ' όλα τους εκπαιδευτικούς που τιμούν το ψωμί τους, αντιστεκόμενοι στις αντιδραστικές αλλαγές που υποβαθμίζουν το δημόσιο σχολείο και πασχίζουν μέσα από το ασφυκτικό πλαίσιο να πλάσσουν προσωπικότητες με αξιοπρέπεια και όχι γυμνοσάλιαγκες της αστικής εξουσίας.
Οσο για την ιδέα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών από τους μαθητές (την πατρότητα διεκδικεί η Διαμαντοπούλου) είναι σίγουρο ότι αυτή θα οδηγήσει σε σχέσεις διαπλοκής, που σε καμιά περίπτωση δε βοηθούν την έντιμη εκπαιδευτική διαδικασία.