Τελικά το υπουργείο Παιδείας κατέθεσε στη Βουλή ως ανεξάρτητο νομοσχέδιο με τη μορφή του κατεπείγοντος τις γνωστές τροπολογίες που αρχικά είχε συμπεριλάβει στο νομοσχέδιο Κοντονή «για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα». Το περιεχόμενο του νομοσχέδιου αφορά θέματα, που το υπουργείο θεωρεί επείγοντα, όπως: τον τρόπο προαγωγής και απόλυσης των μαθητών από το Λύκειο, τη διεύρυνση των δυνατοτήτων των μαθητών για την εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ με την επιλογή και ενός πέμπτου μαθήματος, τον καθορισμό των θεμάτων των εισαγωγικών εξετάσεων αποκλειστικά από την κεντρική επιτροπή των εξετάσεων, την επανασύσταση των καταργηθεισών ειδικοτήτων της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης, τις επιλογές στελεχών της εκπαίδευσης και το διαχωρισμό των πειραματικών σχολείων από τα πρότυπα σχολεία, τα οποία και διατηρεί (αναλυτικά γράφουμε στο προηγούμενο φύλλο).
Με την κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων, την αποκλειστική επιλογή των θεμάτων από τον διδάσκοντα, τη διόρθωση των γραπτών από τον οικείο διδάσκοντα και τον ορισμό του γενικού μέσου όρου για την προαγωγή και απόλυση των μαθητών στο 9,5, το νομοσχέδιο ανακουφίζει σ’ ένα βαθμό τους μαθητές του Λυκείου. Οι οποίοι με το προηγούμενο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, μέσω της υποχρεωτικής επιλογής κατά 50% των θεμάτων από την Τράπεζα Θεμάτων και των ιδιαίτερων ρυθμίσεων για την προαγωγή και την απόλυση, είχαν κυριολεκτικά δεινοπαθήσει και μεγάλος αριθμός τους είχε εκδιωχθεί βίαια από το σχολείο.
Παράλληλα, διευρύνθηκαν και οι δυνατότητες για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την επιλογή και ενός πέμπτου πανελλαδικώς εξεταζόμενου μαθήματος.
Αυτές οι ρυθμίσεις, όπως από την αρχή έχουμε σημειώσει, είναι μικρά ανακουφιστικά γιατροσόφια, που αφήνουν άθιχτη την αιτία των δεινών του δημόσιου σχολείου, που δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον καπιταλισμό, που συντηρεί και αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες που γεννούν με τη σειρά τους και τις μορφωτικές ανισότητες, ωθεί στον κατακερματισμό της γνώσης, στη δημιουργία ανθρώπων-μερικών εργαλείων, στο στραγγαλισμό της προσωπικότητας και των ιδιαίτερων κλίσεων και χαρισμάτων, στον εξοστρακισμό της κριτικής σκέψης. Αφήνουν άθιχτες σημαντικές πλευρές στοιχειώδους ενίσχυσης του δημόσιου σχολείου, όπως είναι η κρατική χρηματοδότηση, η κάλυψη όλων των κενών σε εκπαιδευτικό προσωπικό, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες, η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, η ανάπτυξη πολύπλευρων υποστηρικτικών δομών για τις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες του μαθητικού πληθυσμού, κ.λπ.
Το υπουργείο θεωρεί, ας πούμε επείγουσες τις ρυθμίσεις για τον τρόπο επιλογής των στελεχών διοίκησης της εκπαίδευσης – προσφέροντας και την καραμέλα της συμμετοχής του συλλόγου διδασκόντων στην επιλογή των διευθυντών των σχολείων, ώστε να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις και συμμετοχικές αυταπάτες, άρα και συνυπευθυνότητα στις αποφάσεις- την ίδια στιγμή που παραμένει άθικτο όλο το νομοθετικό διοικητικό πλαίσιο, υπό το οποίο λειτουργεί η διοίκηση από το Καθηκοντολόγιο έως τον φασιστικό Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα. Τις προθέσεις της σημερινής συγκυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας αποκαλύπτει και το γεγονός ότι με το πολυνομοσχέδιο που ετοιμάζεται και θα έρθει οσονούπω προς ψήφιση (έχει «διαρρεύσει» και το έχουμε σχολιάσει στην Κόντρα αρ. φύλ. 819) δεν καταργείται το σύνολο των νομοθετημάτων για την αξιολόγηση, όπως προεκλογικά διατυμπάνιζαν οι συριζαίοι, ενώ διατηρείται και η ΑΔΙΠΠΔΕ (Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση). Η οποία «διαμορφώνει, οργανώνει, εξειδικεύει, τυποποιεί και δημοσιοποιεί εκ των προτέρων τις διαδικασίες αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και τα σχετικά κριτήρια και δείκτες στο πλαίσιο, ιδίως, αντίστοιχων διεθνών προτύπων», δηλαδή στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ και των αγγλοσαξωνικών και ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης, που τις τελευταίες δεκαετίες της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού και στην Παιδεία, προκρίνουν το «ανταποδοτικό», «ανταγωνιστικό» και «αποτελεσματικό» εκπαιδευτικό σύστημα.
Καταργείται μόνο ό,τι έχει σχέση με την άμεση αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και υποστηρίζεται η διατήρηση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου -άρα εμμέσως και του εκπαιδευτικού και των σχολικών μονάδων- και καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι αυτού του είδους η αξιολόγηση δεν θα είναι τιμωρητική, την ίδια στιγμή που δεν νομοθετείται η ακώλυτη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών και των δημόσιων υπάλληλων γενικότερα, όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις Κατρούγκαλου.
Η επανασύσταση των ειδικοτήτων της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης (50 τον αριθμό), που είχαν καταργηθεί εν μια νυκτί, πετώντας στο δρόμο 2.500 εκπαιδευτικούς και προσφέροντας βορά στα ιδιωτικά μαγαζιά των εμπόρων της γνώσης 25.000 μαθητές, ήταν το αποτέλεσμα των αγώνων αυτών των εκπαιδευτικών και της πίεσης που ασκούσε η κραυγή αγωνίας των παιδιών. Ομως, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο αριθμός των εκπαιδευτικών που θα επαναπροσληφθεί θα αφαιρεθεί από τον αριθμό των δημόσιων υπάλληλων που προβλέπονταν από το μνημόνιο ότι θα προσληφθεί. Και βεβαίως κρατάμε κάθε επιφύλαξη ως προς τον τελικό αριθμό των προσλήψεων, καθώς όλα είναι κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της τρόικας και την αίρεση των «διαπραγματεύσεων».
Το νομοσχέδιο στέκεται μεσοβέζικα στο θέμα των πειραματικών-προτύπων σχολείων. Δέσμιοι διατήρησης ισορροπιών με μηχανισμούς και κέντρα του συστήματος οι συριζαίοι δεν τόλμησαν να καταργήσουν τα πρότυπα σχολεία. Διαχώρισαν μεν τα πειραματικά από τα πρότυπα, διατήρησαν, όμως, έναν αριθμό προτύπων, τάχα για ιστορικούς λόγους, συντηρώντας τις νεοφιλελεύθερες αντιδραστικές θεωρίες της «αριστείας», που υπονομεύουν το δημόσιο σχολείο, αναπαράγουν τον κοινωνικό ταξικό διαχωρισμό των μαθητών και ενισχύουν την κατηγοριοποίηση μαθητών και εκπαιδευτικών.