«Σε όρους αγοραστικής δύναμης, η Ελλάδα έχει κατά κεφαλήν εισόδημα ίσο με το 76% περίπου του μέσου όρου της ευρωζώνης, ενώ η παραγωγικότητά της είναι μόλις στο 66% του αντίστοιχου μέσου όρου. Το ποσοστό απασχόλησης είναι σχετικά χαμηλό, ενώ ταυτόχρονα οι απασχολούμενοι εργάζονται αναλογικά περισσότερες ώρες».
Τα παραπάνω ειπώθηκαν από τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη, κατά την παρουσίαση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία, στις 7.7.05. Συνοδεύτηκαν δε με το εξής συμπέρασμα:
«Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν την συνεχή αύξηση της απασχόλησης όσο και της παραγωγικότητας».
Ποιες είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις το γνωρίζουμε πλέον. Ενα δείγμα είναι το νομοσχέδιο για το φτήνεμα των υπερωριών και τη διευθέτηση του κόστους εργασίας. Ασκείται, επίσης, πίεση για αλλαγή στο καθεστώς των ομαδικών απολύσεων (απελευθέρωση ή έστω αύξηση του σχετικού ποσοστού πάνω από το 2% που ισχύει), για πληρωμή εργαζόμενων ακόμα και κάτω από τα προβλεπόμενα από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και άλλα τέτοια.
Στοιχειώδεις οικονομικές γνώσεις να έχει κανείς καταλαβαίνει ότι η εικόνα που περιέγραψε ο Αλογοσκούφης αλλού θα έπρεπε κανονικά να παραπέμπει. Τί λέει αυτή η εικόνα; Οτι μολονότι οι Ελληνες εργάζονται αναλογικά περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η παραγωγικότητα είναι μόλις στο 66%. Κατά την αστική πολιτική οικονομία, ως παραγωγικότητα ορίζεται ο όγκος της παραγωγής ανά εργαζόμενο. Πρόκειται για έναν σκόπιμα λαθεμένο ορισμό, γιατί ουσιαστικά συμπεριλαμβάνει και την εντατικότητα της εργασίας, που δεν έχει σχέση με την παραγωγικότητα. Παραγωγικότητα είναι ο όγκος της παραγωγής στη μονάδα του χρόνου, όταν παραμένουν σταθερά και το εκτατικό και το εντατικό μέγεθος της εργασίας (δηλαδή, σταθερό ωράριο και σταθερή εντατικότητα εργασίας).
Ακόμα και με τον αστικό ορισμό, όμως, βλέπουμε ότι οι Ελληνες εργαζόμενοι παράγουν λιγότερο, μολονότι εργάζονται περισσότερο χρόνο αναλογικά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί απλούστατα και ο μηχανισμός της παραγωγής και η οργάνωση της παραγωγής υστερούν σε σχέση με τα ισχύοντα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης.
Πεπαλαιωμένες μηχανές και εργαλεία δεν μπορούν να φτάσουν την παραγωγή σε μεγάλα ύψη, ακόμα και αν οι εργάτες που τα «κινούν» ξεθεώνονται στη δουλειά, εργαζόμενοι περισσότερες ώρες και με μεγαλύτερη ένταση.
Ομως, η ανανέωση του εξοπλισμού και ο εκσυγχρονισμός της παραγωγικής διαδικασίας είναι δουλειά των καπιταλιστών και όχι των εργατών. Θα έπρεπε, λοιπόν, ο πονηρός πολιτικός αλλά αφελής οικονομολόγος Γ. Αλογοσκούφης να απευθυνθεί στην κρατικοδίατη τάξη των Ελλήνων καπιταλιστών και να της πει: «Τόσα λεφτά παίρνετε με τη μορφή επιχορηγήσεων από το κράτος, οι εργάτες σας δουλεύουν περισσότερες ώρες σε σχέση με τους ευρωπαίους συναδέλφους σας, επιτέλους ρίξτε κεφάλαια και εκσυγχρονίστε τα «μαγαζιά» σας αν θέλετε να γίνουν πιο παραγωγικά και πιο ανταγωνιστικά.
Ξέρει πολύ καλά, όμως, ο Αλογοσκούφης, ότι οι έλληνες καπιταλιστές δεν έχουν καμιά διάθεση να επενδύσουν περισσότερο σταθερό κεφάλαιο, γιατί αυτό θα τους έφερνε σε δυσμενέστερη θέση έναντι των κολοσιαίων μονοπωλίων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Γνωρίζει ότι σε κάθε περίπτωση χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούν να φτάσουν την παραγωγικότητα στα επίπεδα των αναπτυγμένων χωρών. Μπορούν, όμως, να κάνουν κάτι άλλο. Να βιάσουν την εργατική τάξη, να αυξήσουν και το εκτατικό και το εντατικό μέγεθος της εργασίας και έτσι να πετύχουν αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας που απομυζούν από τους εργάτες, ώστε να μπορέσουν να διαπραγματευτούν ένα καλύτερο ποσοστό κέρδους στις διεθνείς αγορές.
Οταν, λοιπόν, ειδικά στην Ελλάδα, ακούμε για αύξηση της παραγωγικότητας, ας έχουμε υπόψη μας ότι λόγος γίνεται μόνο για την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης και όχι για εκσυγχρονισμό των μηχανών και της παραγωγής.