Στο ντούκου πέρασε μια ακόμα προκλητική ρύθμιση της κυβέρνησης, με την οποία προσφέρει εκατομμύρια ευρώ στους τραπεζίτες, αναγορεύοντας ταυτόχρονα τις τράπεζες σε κρατικές υπηρεσίες. Κι αυτό την ίδια στιγμή που οι τραπεζίτες με προκλητικό τρόπο αρνούνται να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή κλαδικής σύμβασης και η κυβέρνηση δηλώνει υποκριτικά ότι δεν συμφωνεί μ’ αυτή τη στάση τους. Οταν τους επιβραβεύει μ’ αυτή την προκλητική ρύθμιση, δεν χρειαζόμαστε τίποτ’ άλλο για να αντιληφθούμε ότι πίσω από την αδιαλλαξία, ειδικά των κρατικών τραπεζιτών, βρίσκεται η ίδια η κυβέρνηση, που θέλει να ξεκινήσει το ξήλωμα των κλαδικών συμβάσεων, για να μπορέσουν να κυριαρχήσουν αρχικά οι επιχειρησιακές και στη συνέχεια οι ατομικές συμβάσεις.
Οπως κάθε φορά που γίνεται μια προκλητική ρύθμιση υπέρ του κεφαλαίου, έτσι και τώρα έπρεπε να επιστρατευθεί ένα άλλοθι. Αυτή τη φορά το άλλοθι ήταν η «ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων». Στις 3 Μάρτη, λοιπόν, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας εξήγγειλε ένα πρόγραμμα (τρίτο κύκλο το ονόμασε ο Αλογοσκούφης) ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενταγμένο στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα. Η συνολική δημόσια δαπάνη που προβλέπεται είναι 210 εκατ. ευρώ (138,5 εκατ. για τη μεταποίηση και 71,5 εκατ. για τον τουρισμό) και απευθύνεται σε επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 50 άτομα, με ετήσιο κύκλο εργασιών από 10.000 μέχρι 10.000.000 ευρώ. Οπως εξήγησε ο υφυπουργός Φώλιας, μαζί με την ίδια συμμετοχή το συνολικό επενδυτικό κεφάλαιο «μπορεί κάλλιστα να ξεπεράσει τα 400 εκατ. ευρώ».
Θα περίμενε κανείς ότι υπεύθυνες για τη διεκπεραίωση του προγράμματος θα είναι οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Ομως, η κυβέρνηση, χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση (έστω και λίγο πειστική), υπέγραψε σύμβαση με την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών και αναθέτει στις τράπεζες, έναντι αδρής αμοιβής, να κάνουν όλη τη διαδικασία που έως τώρα έκαναν οι κρατικές υπηρεσίες. Για ποιο λόγο; Για να έχουν οι μικρομεσαίοι «ένα πρόγραμμα απλό στην εφαρμογή του και μια διαδικασία, η οποία θα είναι εύκολη, γρήγορη και ουσιαστικά διαφανής» (Χ. Φώλιας).
Αν είναι δυνατόν να υπάρξει διαφάνεια σε μια διαδικασία που από την αρχή μέχρι το τέλος θα ελέγχουν οι τράπεζες. Οπως εξήγησε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας, ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας θα απευθύνεται στην τράπεζά του υποβάλλοντας αίτηση για συμμετοχή στο πρόγραμμα. Η τράπεζα θα παραλαμβάνει το φάκελο, θα αξιολογεί την πρόταση, θα την κρίνει, θα την εγκρίνει ή θα την απορρίπτει, θα παρακολουθεί την υλοποίηση από τον επενδυτή, θα πιστοποιεί την ολοκλήρωση του προγράμματος και θα είναι υπεύθυνη για τις εκταμιεύσεις! Οι κρατικές υπηρεσίες δεν θα ανακατεύονται σε κανένα στάδιο. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι αλισβερίσι θα ξεκινήσει, τι μίζες θα πέφτουν σε διευθυντές τραπεζικών υποκαταστημάτων και τι εκβιασμούς θα υφίστανται οι μικρομεσαίοι (οι πραγματικοί μικρομεσαίοι και όχι οι καποταλιστές που εμφανίζονται ως μικρομεσαίοι), ώστε να πάρουν πρόσθετα δάνεια για να καλύψουν το ύψος της ίδιας συμμετοχής.
Τί θα πάρουν οι τράπεζες απ’ αυτή τη ρύθμιση; Καταρχάς, ένα χοντρό νταβατζιλίκι. Προμήθεια 3% επί του συνολικού ποσού της επένδυσης (δημόσια δαπάνη και ίδια συμμετοχή)! Δηλαδή, με βάση τους κυβερνητικούς υπολογισμούς, οι τράπεζες έχουν ήδη βάλει στα θησαυροφυλάκιά τους 12 εκατ. ευρώ. Το… δωράκι, όμως, δεν σταματά στην προμήθεια. Οι τράπεζες θα παίρνουν επίσης από το κράτος 1.500 ευρώ για κάθε φάκελο που θα υποβάλλεται (ανεξάρτητα αν εγκριθεί ή απορριφθεί) και επιπλέον 500 ευρώ για κάθε επένδυση που θα εγκρίνεται! Μιλάμε, δηλαδή, για παρά με ουρά. Χώρια τα δάνεια που εκβιαστικά θα «χώνουν» στους πελάτες τους (όταν ο άλλος είναι όμηρος, θα κάνει ό,τι του πει ο διευθυντής της τράπεζας) και χώρια οι μίζες. Κατά τα άλλα, τους φταίει ο χρηματισμός στο δημόσιο.