Eνα χρόνο τώρα, ένα είναι σίγουρο για την πανδημία: ότι αποτελεί από τη μια ευκαιρία και από την άλλη καταστροφή. Ευκαιρία αν είσαι ή υπηρετείς το αστικό στρατόπεδο, καταστροφή αν είσαι στο εργατικό. Ευκαιρία ως κυβέρνηση να περάσεις σωρεία αντεργατικών νόμων με περιορισμένες αντιδράσεις, καταστροφή για τον εργαζόμενο κόσμο που πνίγεται ή θα πνίγεται στη «δεξαμενή ανέργων».
Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών του ILO ( Διεθνής Οργάνωση Εργασίας), του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και της ΕΛΣΤΑΤ, αυτή η δεξαμενή αυξάνεται, τροφοδοτώντας διαρκώς τη φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα, «αγκαλιάζοντας» ταυτόχρονα μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του ILO, εξαιτίας της καραντίνας (και της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων), οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 12,5%. Επίδοση που φέρνει την Ελλάδα στην τέταρτη θέση με τη μεγαλύτερη μείωση στην Ευρωζώνη. Ο ILO «μεταφράζει» αυτό το νούμερο σε απώλεια θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Το νούμερο ανέρχεται σε 492.000 θέσεις εργασίας ή στο 10,7% του εργατικού δυναμικού.
Παρατηρείται, όμως, και μια «κεκτημένη ταχύτητα» στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς για το 2019 είχε το υψηλότερο ποσοστό των ατόμων σε «κίνδυνο φτώχειας». Το οποίο, με τη σειρά του, συνδέεται με το ποσοστό ανεργίας, που επίσημα το 2019 (Δεκέμβριος) ήταν 16,4%, ενώ αντίστοιχα το 2020 ήταν 15,8 %. Η μείωση αυτή είναι μια επιτηδευμένη στρέβλωση, καθώς στο ποσοστό δεν λαμβάνονται υπόψη οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή για περισσότερο από τρεις μήνες, όπως και αυτοί που έχουν εισόδημα μικρότερο από το 50% του μισθού τους. Αυτοί ονομάζονται -θρασύτατα- οικονομικά μη ενεργοί! Αποκλειστικά και μόνο για να υπάρχει παρανόηση στο μέγεθος της ανεργίας, χρησιμοποιούν αυτόν τον ορισμό σε βαθμό που και στην ίδια την έρευνα γίνεται η παραδοχή ότι είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείται το δίπολο απασχολούμενοι-οικονομικά μη ενεργοί, παρά απασχολούμενοι-άνεργοι.
Σε επίπεδο μισθών, είναι πιο εύκολο να διακριθούν οι τάσεις σε σύγκριση με το ποσοστό ανεργίας. Στην Ελλάδα, για το 2020 ο μέσος ακαθάριστος μισθός σημείωσε μείωση 2,5% σε σχέση με το 2019. Η έρευνα παρατηρεί ότι η μείωση είχε μικρή επίπτωση στην αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού, αφού και για το 2019 το μέγεθος ήταν το ίδιο. Επισημαίνεται, όμως, ότι ούτως η άλλως η αγοραστική δύναμη του καθαρού μέσου μισθού είναι ήδη χαμηλή και μεγαλύτερη μόνο από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την Πορτογαλία. Η μείωση του μέσου ακαθάριστου μισθού προέρχεται κυρίως από τη μείωση των ωρομίσθιων απασχολούμενων (πχ 4,5% το β’ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2019).
Αυτό, βέβαια, πάντα υπό το πρίσμα της κακής αποτύπωσης του ποσοστού απασχόλησης σε συνολικό επίπεδο. Κλάδοι όπως το εμπόριο και η εστίαση (που απασχολούν αρκετούς ωρομίσθιους εργαζόμενους ή εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης που δηλώνονται ως μερικής) επλήγησαν περισσότερο και η μείωση των μισθών για το β΄ και δ΄ τρίμηνο ήταν της τάξης του 11,2% και 5,1%, αντίστοιχα. Γενικά, οι μόνοι κλάδοι που παρατηρείται αύξηση μισθών είναι αυτοί των χρηματοοικονομικών και της επικοινωνίας και ενημέρωσης (όπου οι μισθοί είναι διαχρονικά υψηλότεροι). Αυτή η αύξηση, συνοδευόμενη από τη μείωση στους προηγούμενους κλάδους, θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα. Ακόμα μεγαλύτερη, διότι ήδη το μεγαλύτερο κομμάτι του εργατικού δυναμικού ανήκει στα μισθολογικά κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ και 701 έως 900 ευρώ!
Τέλος, ενδεικτικό είναι το γεγονός πως οι μεταβολές του ποσοστού των εργαζομένων (ανάμεσα στις χρονιές 2019 και 2020) που «μεταπηδούν» από το ένα κλιμάκιο στο άλλο είναι πάρα πολύ μικρές. Ετσι, δεν παρατηρείται μείωση των εργαζομένων του κλιμακίου 0 έως 500 ούτε αύξηση του κλιμακίου 701 έως 900.
Ολα αυτά, βέβαια, πρέπει να αναγνωστούν με την επισήμανση ότι πρόκειται για επίσημες αστικές στατιστικές, οι οποίες δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια την πραγματικότητα. Και αυτές οι στατιστικές, όμως, δείχνουν ποια είναι η τάση. Εν κατακλείδι, η φράση «η πανδημία χτυπάει και τον φτωχό και τον πλούσιο» δεν στέκει. Τσακίζει τον φτωχό ώστε να θρέψει τον πλούσιο. Προσφέροντας αναντίρρητα το πολυτιμότερο καύσιμο στη μηχανή του καπιταλισμού: αυξανόμενο εφεδρικό στρατό εργασίας. «Πρόθυμο» για να επιβιώσει, να δεχθεί χαμηλότερο μισθό, περισσότερες ώρες εργασίας και ό,τι προστάζει ο εργοδότης. Καθήκον των «πρόθυμων» να… αποπροθυμοποιηθούν, συντρίβοντας το σύστημα που τους θεωρεί φτηνούς και αναλώσιμους.