Είναι γνωστό πως ο Πανούσης πάσχει από το σύνδρομο της δημοσιότητας. Αν δε συμβεί κάτι τρανταχτό που θα τον φέρει στο επίκεντρο, επιδιώκει να δημιουργήσει κάτι ο ίδιος, με την ελπίδα ότι θα συζητηθεί. Αυτή τη φορά, όμως, δεν τα κατάφερε. Γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν είπε και τίποτα καινούργιο. Πράγματα που είχαν ξαναειπωθεί επί κυβέρνησης Παπανδρέου επανέλαβε. Σχέδια επί χάρτου που έχουν στο επίκεντρο τον «αστυνομικό της γειτονιάς» και στόχο «μια φιλική προς τον πολίτη αστυνομία», η οποία θα εξαλείψει την καχυποψία που υπάρχει. Οσες προσπάθειες και να κάνουν, όμως, οδηγούνται σε ναυάγιο, καθώς προσκρούουν σ’ αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν «κοινωνική προκατάληψη για την αστυνομία».
Πρόκειται για μια κοινωνική παράδοση που εξακολουθεί να διέπει σημαντικά τμήματα του ελληνικού λαού. Mια κοινωνική παράδοση που σφυρηλατήθηκε στα χρόνια του μεταπολεμικού μοναρχοφασισμού και στη συνέχεια της χούντας. Τα πιο προοδευτικά στρώματα του ελληνικού λαού εξακολουθούν να διέπονται από τέτοια αισθήματα. Αλλωστε, η δράση της αστυνομίας ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια δεν επέτρεψε να πιάσουν τόπο τα ιδεολογήματα της «συμφιλίωσης αστυνομίας-πολίτη». Ξύλο και χημικά σε κάθε ευκαιρία, επέτειναν την «κοινωνική καχυποψία» αντί να την μαλακώσουν.
Τι προσπαθεί να κάνει τώρα ο Πανούσης (τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, γιατί μέχρι την πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση); Να παίξει με τον γονεϊκό συντηρητισμό και με τη μικροαστική υπερπροστατευτικότητα (που τη συναντάμε και στα εργατικά στρώματα), προκειμένου να δημιουργήσει ομάδες ρουφιάνων σε επίπεδο γειτονιάς. «Ευχής έργον θα ήταν η δημιουργία Δικτύου με τίτλο “Γονείς (και κυρίως Μανάδες) εν Δράσει’’, ώστε η γονική επιμέλεια να γίνεται ασπίδα κατά της εκμετάλλευσης των νέων από κυκλώματα κάθε μορφής», αναφέρει στην ανακοίνωσή του.
Στο πλαίσιο αυτής της τακτικής, έχει στείλει έγγραφο στο υπουργείο Παιδείας προκειμένου να εντάξει στο πρόγραμμα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «επιμορφωτικά σεμινάρια», στα οποία ασφαλώς θα αναλάβει να διδάξει η μπατσαρία. Ο Πανούσης καλεί «κάθε σχολείο ξεχωριστά και κάθε Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων να έλθουν σ’ επαφή με τις αρμόδιες διευθύνσεις της ΕΛ.ΑΣ. και να στηρίξουν εμπράκτως την προαναφερθείσα δράση». Καλεί επίσης «τους γονείς να ενημερώνονται συνεχώς για την παραβατικότητα της γειτονιάς ή των περιοχών όπου κινούνται τα παιδιά τους και να συνεννοούνται μαζί τους, καθώς και με την τοπική αστυνομία για την προφύλαξή τους από θυματοποίηση»!
Δεν αμφιβάλλουμε ότι πρόθυμους ρουφιάνους θα βρει. Ολες τις εποχές υπήρχαν ρουφιάνοι. Και σήμερα, κάθε αστυνομικό τμήμα (και τμήμα ασφάλειας) έχει τους ρουφιάνους του που του δίνουν ραπόρτο. Από αυτό μέχρι την επίτευξη του σκοπού του, όμως, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Τα νέα παιδιά αντιμετωπίζουν συνεχώς την προκλητική συμπεριφορά των μπάτσων, που διέπονται από μυριάδες κόμπλεξ και τα εκδηλώνουν με κάθε ευκαιρία, πολλές φορές χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος (έτσι, γιατί ο μπάτσος πρέπει να δείξει τη μαγκιά του). Τα νέα παιδιά τρώνε το ξύλο και τα χημικά σε κάθε διαδήλωση. Κι είναι αυτά τα νέα παιδιά που συντηρούν την παράδοση της «κοινωνικής προκατάληψης» κατά της αστυνομίας.
Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι πρέπει να αφήσουμε τα πράγματα στον… αυτόματο πιλότο της παράδοσης. Οφείλουμε να ξεσκεπάζουμε συστηματικά και τα ρουφιανο-ιδεολογήματα και τα «κατορθώματα» της μπατσαρίας. Οφείλουμε, παραπέρα, να εξηγούμε τα πράγματα σε βάθος, αναλύοντας το ρόλο του αστικού κράτους και των κατασταλτικών του μηχανισμών, που είναι όργανα καταπίεσης με στόχο την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού».