Πόσος καιρός πέρασε από τότε που τα ΜΑΤ εισέβαλαν σε συγκεκριμένα μαγαζιά των Εξαρχείων (προσπάθησαν να εισβάλλουν ακόμα και στα γραφεία του «Δικτύου») και τσουβάλιασαν στις κλούβες όλους τους θαμώνες, κουβαλώντας τους στη ΓΑΔΑ και παραπέμποντας μάλιστα ορισμένους στον εισαγγελέα με γελοίες κατηγορίες; Είναι δεν είναι ένας χρόνος. Εκείνο το περιστατικό πέρασε λίγο-πολύ στο ντούκου. Βγήκαν κάποιες καταγγελίες, έγινε και μια πορεία από την πλατεία Εξαρχείων, στην οποία περισσότερο έλαμψαν ορισμένοι με την απουσία τους, και το θέμα ξεχάστηκε.
Το βράδυ της περασμένης Δευτέρας το σκηνικό επαναλήφθηκε. Οι «πραίτορες» του Πολύδωρα με τις φαιοπράσινες στολές έζωσαν ένα κομμάτι των Εξαρχείων και συνέλαβαν όλους τους θαμώνες συγκεκριμένων μαγαζιών. Ταυτόχρονα συλλάμβαναν και όσους κυκλοφορούσαν στους γύρω δρόμους και η εμφάνισή τους παρέπεμπε σε αυτό που η μπατσική νοοτροπία ορίζει ως «ύποπτο». Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 70 οι άνδρες και γυναίκες που φορτώθηκαν σε περιπολικά και κλούβες και μεταφέρθηκαν στη ΓΑΔΑ.
Πρόσχημα για την επιχείρηση ήταν η πυρπόληση ενός υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, γωνία Σόλωνος και Ιπποκράτους. Πρόσχημα, γιατί βέβαια οι δράστες αυτής της ενέργειας ούτε στο δρόμο θα κυκλοφορούσαν μετά ούτε για καφέ και μπίρα θα άραζαν. Θα έπαιρναν τα μέτρα τους για να μην έρθουν σε επαφή με μπάτσους. Αλλωστε, από τους δεκάδες που μετέφεραν οι ΜΑΤάδες στη ΓΑΔΑ ουσιαστικά δεν ζητήθηκε τίποτα, πέρα από τα στοιχεία ταυτότητάς τους, όπως περιγράφει στη διπλανή στήλη και ο σύντροφος που ήταν ανάμεσα στους «τυχερούς».
Ηξεραν πολύ καλά ότι δε θα βγάλουν τίποτα συγκεκριμένο από αυτή την ενέργεια. Δεν επεδίωξαν καν να βγάλουν τίποτα συγκεκριμένο. Ηταν νέτα-σκέτα μια άσκηση τρομοκρατίας. Μια άσκηση τρομοκρατίας απόλυτα ταιριαστή με την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» του τελευταίου διαστήματος. Ενα τεστάρισμα των ευρύτερων αντικατασταλτικών ανακλαστικών. Το αστικό κράτος έστειλε ένα ακόμη μήνυμα: η εξουσία των κατασταλτικών μηχανισμών μου είναι απεριόριστη και δεν περιορίζεται από καμιά διάταξη του συντάγματος ή νόμων. Ξεχάστε αυτά που ονομάζονται δικαιώματα του πολίτη και ανθρώπινα δικαιώματα. Η Αστυνομία μπορεί να συλλαμβάνει όποιον θέλει, όποτε θέλει, όπου θέλει και να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Το ερώτημα είναι σαφές και δε χωρά διφορούμενες απαντήσεις: θα περάσει και το νέο πογκρόμ στο ντούκου; Θα θεωρήσουμε ότι αφορά ένα συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό χώρο (που δεν αφορά, αν σκεφτούμε ότι οι θαμώνες στα καφενεία δεν μαζεύονται με ιδεολογικά κριτήρια); Θα θεωρήσουμε ότι είναι μια αστυνομική πρακτική που πρέπει να τη συνηθίσουμε, γιατί δε μπορούμε να τη σταματήσουμε;
H δική μας απάντηση είναι εξίσου καθαρή με την ερώτηση: έτσι και ανεχτούμε αυτή την κατάσταση, θα βρεθούμε μπροστά σε πολύ χειρότερα. Μπορούμε και πρέπει να απαντήσουμε μαζικά και μαχητικά και να ακυρώσουμε την τακτική της αστυνομοκρατίας, των πογκρόμ, της συλλογικής ευθύνης και της μηδενικής ανοχής. Την ίδια απάντηση πρέπει να δώσουν όλες οι συλλογικότητες που κινούνται στον αριστερό και αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Το ίδιο ισχύει και για κινήματα, όπως το φοιτητικό, που επειδή αγωνίζονται βρίσκονται στο στόχαστρο. Εμπρακτα και όχι μόνο με κάποιες ανακοινώσεις. Γιατί οι ανακοινώσεις γρήγορα ξεχνιούνται και τελικά λειτουργούν ως άλλοθι αδράνειας. Ας θυμηθούμε τους στίχους του Μπρεχτ που τελειώνουν με κείνο το προφητικό: «Οταν ήρθαν να πιάσουν εμένα, δεν είχε απομείνει κανένας για να διαμαρτυρηθεί».