ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ 4-5 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2004
Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι πλατφόρμα. Είναι μια πρόταση που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο των Κινήσεων Αλληλεγγύης που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα και απευθύνεται στις συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται με οποιαδήποτε μορφή στο κίνημα αλληλεγγύης προς τους πολιτικούς κρατούμενους. Μια πρόταση για συζήτηση στο πλαίσιο μιας διήμερης πανελλαδικής συνέλευσης που καλούμε στην Αθήνα στις 4 και 5 Δεκέμβρη 2004, για να συζητήσουμε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και τους τρόπους που πρέπει να δράσουμε από εδώ και μπρος, αναζητώντας έναν καλύτερο και αποτελεσματικότερο πανελλαδικό συντονισμό.
Για τις προτεραιότητες που πρέπει να θέσει το κίνημα αλληλεγγύης και τις μορφές που πρέπει να πάρει αυτός ο συντονισμός πρέπει να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε όλοι μαζί, σε μια ανοιχτή συνέλευση, χωρίς προαπαιτούμενα και όρους, πέρα από αυτά που έχει ήδη κατακτήσει το κίνημα αλληλεγγύης και που δεν αμφισβητούνται.
Βασικός στόχος αυτής της πανελλαδικής συνέλευσης πρέπει να είναι η αποκρυστάλλωση των άμεσων και των μακροπρόθεσμων στόχων του κινήματος αλληλεγγύης και η οργάνωση της καμπάνιας αλληλεγγύης, σε πανελλαδικό επίπεδο, για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
1 Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια γενικευμένη επίθεση, η οποία άρχισε πολύ πριν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ενάντια στην κοινωνία, στα κατεκτημένα την προηγούμενη περίοδο δικαιώματα και σε κάθε μορφή αντίστασης. Το νομιμοποιημένο πρόσχημα και ο πολιτικός μοχλός αυτής της επίθεσης είναι η «πάταξη της τρομοκρατίας». Με άξονες τον «αντιτρομοκρατικό αγώνα» και την «ασφάλεια» εξαπολύεται διαρκής πόλεμος πρωτίστως κατά των ένοπλων οργανώσεων και κινημάτων και ταυτόχρονα, με διαφορετικούς προφανώς ρυθμούς και ένταση, κατά συλλογικών αντιστάσεων που τείνουν να υπερβούν τα κοινοβουλευτικά πλαίσια και την αστική νομιμότητα, κατά δικαιωμάτων και ελευθεριών που εξασφαλίζουν στοιχειώδεις χώρους ελευθερίας για την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων και κινημάτων.
2 Αν λοιπόν η «πάταξη της τρομοκρατίας» δεν είναι πολιτικά και ιδεολογικά ουδέτερη, αλλά στο έδαφός της ανθεί η κρατική τρομοκρατία, τότε σ’ αυτό το πεδίο (και όχι σε κάποιο άλλο, «καθαρό» και «ευνοϊκό») πρέπει να επιχειρηθούν η απάντηση και η αντεπίθεση του κινήματος. Στην περίοδο της διεθνοποίησης της καταστολής και του διαρκούς πολέμου, ο αγώνας του κινήματος κατά της κρατικής και ιμπεριαλιστικής τρομοκρατίας είναι πρωταρχικής σημασίας.
3 Τα όσα ακολούθησαν τη σύλληψη του Σάββα Ξηρού το καλοκαίρι του 2002 νομίζουμε ότι δικαιολογούν πλήρως την προαναφερθείσα εκτίμηση. Ανθρωποι λοιδορήθηκαν και συκοφαντήθηκαν, ιδέες, ιστορικά γεγονότα και πολιτικοί χώροι απαξιώθηκαν και δαιμονοποιήθηκαν, στοιχειώδη δικαιώματα καταπατήθηκαν βάναυσα, πρωτοφανείς διακρίσεις στις συνθήκες κράτησης αλλά και στον τρόπο ανάκρισης και διεξαγωγής δίκης επιβλήθηκαν, συνταγματικές διατάξεις αγνοήθηκαν απροσχημάτιστα και βεβαίως εκδόθηκε μια απόφαση απροκάλυπτης σκοπιμότητας. Ολα αυτά δεν είχαν δραματικές συνέπειες μόνο για την πλειονότητα των κατηγορούμενων. Δημιούργησαν ένα τεραστίων διαστάσεων πολιτικό και νομικό προηγούμενο το οποίο έδειξε την επικινδυνότητά του με τα όσα διαδραματίστηκαν στη δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ και ειδικά με την απόφαση, στην οποία νομολογήθηκε για πρώτη φορά στην περίοδο της μεταπολίτευσης η ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης, που διαγράφει έναν ακόμα πιο επικίνδυνο δρόμο για το κοινωνικό κίνημα.
4 Το μειοψηφικό κομμάτι του κινήματος που αντιστάθηκε στα παραπάνω πέτυχε δυσανάλογα μεγάλα αποτελέσματα σε σχέση με το μέγεθος και την εμβέλειά του. Ασφαλώς, δεν κατόρθωσε να ακυρώσει, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων, τους σχεδιασμούς των μηχανισμών της «αντιτρομοκρατίας», ούτε να ανατρέψει τους συσχετισμούς στην κοινωνία, οι οποίοι διαμορφώθηκαν αρνητικά εξαιτίας και του γεγονότος ότι ένα μεγάλο, το συντριπτικά μεγαλύτερο, κομμάτι της διανόησης και της Αριστεράς συντάχθηκε με τον κυρίαρχο λόγο περί «τρομοκρατίας». Πέτυχε, όμως, αφενός να απαντήσει ικανοποιητικά στην επιχείρηση αποϊδεολογικοποίησης-αποπολιτικοποίησης και απαξίωσης της 17Ν και του ΕΛΑ και αφετέρου να εμπεδώσει σε ευρύτερα ακροατήρια την αριστερή-επαναστατική ταυτότητα αυτών των οργανώσεων. Ακόμη, πέτυχε σε σημαντικό βαθμό να ξεσκεπάσει τις μεθοδεύσεις γύρω από την ποινική εκκαθάριση αυτών των υποθέσεων (τρομονόμοι, ειδικά δικαστήρια, κατασκευή μαρτύρων και πειστηρίων κ.λπ.).
Ομως, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί σ’ αυτή τη διαδρομή και το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να επιταχύνει τους ρυθμούς του, ενόψει και των δικών που ακολουθούν (δεύτερη δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ, Φλεβάρης 2005, εφετείο για την υπόθεση της 17Ν, Δεκέμβρης 2005, εφετείο για την υπόθεση του ΕΛΑ, που ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί), αλλά και νέων σκευωριών που βρίσκονται στα σκαριά (υπόθεση Κώστα Αβραμίδη, ενδεχομένως και άλλες που θα ακολουθήσουν).
Πρώτιστο καθήκον του κινήματος αλληλεγγύης είναι να εμπεδώσει στην ελληνική κοινωνία ότι πρόκειται για πολιτικές διώξεις, πολιτικές δίκες και καταδίκες, πολιτικούς κρατούμενους. Να ξανανοίξει τη δημόσια συζήτηση, παίρνοντάς την από το επίπεδο της δαιμονολογίας και της αποπολιτικοποίησης και επαναφέροντάς την στο επίπεδο της μεταπολιτευτικής ιστορίας, των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών που σφράγισαν αυτή την τριακονταετία και της θέσης των οργανώσεων του ένοπλου σε όλη αυτή την ιστορική περίοδο.
Στον θετικό απολογισμό αυτού του κινήματος, έτσι όπως αναπτύχθηκε και πάλεψε μέχρι σήμερα, πρέπει να προστεθεί η ανάδειξη του ζητήματος των ειδικών συνθηκών κράτησης-εξόντωσης των πολιτικών κρατούμενων, καθώς και μερικές οριακές κατακτήσεις σ’ αυτόν τον τομέα. Χάρη στην κινητοποίηση του κινήματος αλληλεγγύης καταχτήθηκε η μη μεταφορά των πολιτικών κρατούμενων στη νεοκατασκευασμένη φυλακή μέσα στη φυλακή της Λάρισας, τουλάχιστον για το διάστημα μέχρι τις δίκες σε δεύτερο βαθμό. Επίσης, χάρη στην απεργία πείνας των ίδιων των πολιτικών κρατούμενων, έγιναν κάποιες οριακές βελτιώσεις στο ειδικό καθεστώς κράτησης και –κυρίως- θρυμματίστηκε αυτό το καθεστώς στη συνείδηση ευρέων κοινωνικών στρωμμάτων, της διανόησης, ακόμα και ανθρώπων και φορέων με θεσμικό ρόλο (πανεπιστημιακοί, ΔΣΑ κ.ά.). Το ειδικό καθεστώς είναι σήμερα καταδικασμένο. Εξακολουθεί, όμως, να υφίσταται και η διατήρησή του αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για το κίνημα αλληλεγγύης, που καλείται να βρει τους τρόπους για να συνεχιστεί και να αποβεί νικηφόρα η καμπάνια που έχει ξεκινήσει.
5 Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα πολιτικοί κρατούμενοι. Είναι όσοι καταδικάστηκαν ως μέλη της 17Ν, και ως μέλη του ΕΛΑ. Είναι πολιτικοί κρατούμενοι επειδή βρίσκονται στη φυλακή είτε για την πολιτική δράση που επέλεξαν είτε γιατί το κράτος για πολιτικούς λόγους τους ενέπλεξε αποδίδοντάς τους άδικες κατηγορίες είτε και για τους δύο προηγούμενους λόγους. Οι προσπάθειες που έγιναν (και γίνονται) τόσο από την πλευρά του κράτους και των ΜΜΕ όσο και από την πλευρά τμημάτων της Αριστεράς να απαξιώσουν τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης που επέλεξαν ή που κατηγορούνται ότι επέλεξαν κατατάσσοντάς την στην ποινική κατηγορία καμία σχέση δεν έχει με τη πραγματικότητα. Για μας πολιτικός κρατούμενος είναι οποιοσδήποτε συλλαμβάνεται και φυλακίζεται είτε για τις ιδέες του είτε για τη δράση του, που στρέφεται ενάντια στην υπάρχουσα πολιτικοκοινωνική κατάσταση. Και είναι πολιτικός κρατούμενος τον οποίο υπερασπίζουμε όταν αυτές οι ιδέες και πράξεις, είτε τις συμμεριζόμαστε είτε όχι, γίνονται από τη σκοπιά του κοινωνικοπολιτικού απελευθερωτικού οράματος. Στοιχεία δηλαδή που αναμφισβήτητα έχουν οι προαναφερόμενοι. Το ζήτημα επομένως που μπορεί να τεθεί για μας δεν είναι η ύπαρξη ή μη πολιτικών κρατουμένων (αυτό εξάλλου το διευκρινίζει το ίδιο το κράτος), αλλά πώς θα εκφραστεί απέναντί τους η αλληλεγγύη του κινήματος.
6 Η ύπαρξη κινήματος αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, σε άλλες ίσως εποχές θα θεωρούνταν αντικειμενικό δεδομένο. Ομως στις μέρες μας είναι ζητούμενο. Και λέμε ότι είναι ζητούμενο, όχι γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουν υπάρξει κινηματικές διαδικασίες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά γιατί το εύρος και η δυναμική που απαιτούνται από ένα τέτοιο κίνημα ώστε να μπορέσει να γίνει αποτελεσματικό είναι αρκετά μεγάλες.
Γι’ αυτό και είναι αναγκαίος ο συντονισμός του κινήματος αλληλεγγύης σε πανελλαδικό επίπεδο. Στην πανελλαδική συνέλευση πρέπει να κατατεθούν προτάσεις για τη μορφή (οργανωτική συγκρότηση) αυτού του συντονισμού και η αποκρυστάλλωση που θα υπάρξει πρέπει να είναι μια από τις βασικές κατακτήσεις αυτής της συνέλευσης. Ο συντονισμός είναι απαραίτητος για να μπορούν να συσπειρώνονται όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις (συλλογικότητες και άτομα), για να υπάρξει συνέχεια στο κίνημα με την ανάδειξη των βασικών ζητημάτων ενόψει των δικών σε δεύτερο βαθμό, αλλά και μετά τα εφετεία, που δεν πρέπει να υπάρξει σιωπή, αλλά μια πλατιά καμπάνια αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, που θα έχει ως στρατηγικό στόχο την απελευθέρωσή τους. Σε μια υπόθεση πολιτική, πολιτική και όχι ποινική πρέπει να είναι και η λύση που θα δοθεί. Αν η υπόθεση της αλληλεγγύης δεν γειωθεί κοινωνικά, αν δεν αγκαλιάσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αποτέλεσμα σύμφωνα με την επιδίωξη του κινήματος δεν μπορεί να υπάρξει.
7 Είναι μείζονος σημασίας η σχέση των πολιτικών κρατούμενων με το πανελλαδικό κίνημα αλληλεγγύης. Προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής δράσης μπορεί να υπάρξουν μόνο με την μέγιστη δυνατή ενότητα των πολιτικών κρατούμενων και την ενιαία δράση του κινήματος αλληλεγγύης. Σ’ αυτόν τον αγώνα δεν έχουν θέση ιδιοτέλειες –προσωπικές ή συλλογικές- και ατομικές στρατηγικές. Γι’ αυτό και χρειάζεται να αναβαθμιστεί η σχέση των πολιτικών κρατούμενων με το κίνημα αλληλεγγύης, η επικοινωνία μεταξύ τους και ο διάλογος σε συντροφικό πνεύμα, έτσι ώστε οι όποιες αποφάσεις για την πορεία και τα άμεσα βήματα του κινήματος να λαμβάνονται συλλογικά από τους κρατούμενους και το κίνημα αλληλεγγύης, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς ηγεμονισμούς, χωρίς γραφειοκρατικές αγγυλώσεις και καπελώματα.
8 Στόχοι ενός πανελλαδικού συντονιζόμενου κινήματος αλληλεγγύης θα πρέπει να είναι (τα όσα ακολουθούν δεν εξαντλούν τους στόχους, αλλά αποτελούν έναν πρώτο προβληματισμό, ο οποίος μπορεί και πρέπει να πλατύνει και να βαθύνει με τη συμμετοχή όλων όσων θα συμμετάσχουν στην πανελλαδική συνέλευση):
α) Ολοι οι πολιτικοί κρατούμενοι για τις υποθέσεις της 17Ν και του ΕΛΑ βρίσκονται σε καθεστώς ειδικών συνθηκών κράτησης. Ζουν σε υπόγεια κελιά, δεν προαυλίζονται σε ανοιχτό χώρο, δεν επικοινωνούν με άλλους κρατούμενους, παρακολουθούνται όλες οι συνομιλίες τους και απειλούνται με τη μεταφορά τους σε ακόμα πιο απάνθρωπες και απομονωτικές συνθήκες σε απόμακρες φυλακές, όπως αυτές της ειδικής πτέρυγας των φυλακών της Λάρισας.
Ενάντια σ’ αυτές τις ειδικές συνθήκες κράτησης οφείλουμε να παλέψουμε έτσι ώστε οι πολιτικοί κρατούμενοι να βρεθούν υπό κοινό καθεστώς κράτησης με όλους τους υπόλοιπους κρατούμενους.
Bέβαια, οι κοινωνικοί κρατούμενοι έχουν μια σειρά άλλα προβλήματα, ανάμεσα στα οποία είναι και οι άθλιες συνθήκες κράτησης. Προβλήματα που αναδείχτηκαν και με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις τους (αποχή συσσιτίου και απεργία πείνας), με στόχο τόσο τη βελτίωση νομοθετημάτων που τους αφορούν όσο και την καταγγελία της βαρβαρότητας της ποινικής καταστολής. Οι αποθήκες αυτές, που στοιβάζουν τους κολασμένους αυτής της κοινωνίας, δεν είναι παρά ο γενικότερος χώρος που φιλοξενεί τη φυλακή της φυλακής, καταδεικνύοντας ότι η αθλιότητα του λεγόμενου σωφρονιστικού συστήματος είναι μία, ενιαία και αφορά το ίδιο όλους.
β) Αρκετοί από τους πολιτικούς κρατούμενους για την υπόθεση της 17Ν (πολλώ δε μάλλον για την υπόθεση του ΕΛΑ) βρίσκονται εντελώς άδικα στη φυλακή ή με ποινές εξαιρετικά αναντίστοιχες ως προς τη σχέση που είχαν με τη δράση αυτών των οργανώσεων. Απέναντι σ’ αυτές τις περιπτώσεις οφείλουμε να παλέψουμε για να αποκαλυφτούν οι σκοπιμότητες που κρύβονται πίσω από αυτές τις καταδίκες και στη διαδικασία του Εφετείου να καταρρεύσουν.
γ) Ορισμένοι από τους πολιτικούς κρατούμενους παίρνουν την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στις ένοπλες οργανώσεις και, στον α ή β βαθμό, υπερασπίζονται τους στόχους και τη δράση τους. Απέναντι σ’ αυτούς εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας και αντιστεκόμαστε έμπρακτα στη δαιμονοποίηση και την ηθική απαξίωσή τους, δεν εκχωρούμε το δικαίωμα του κράτους στο «μονοπώλιο της βίας», αναδεικνύουμε ότι η καπιταλιστική και η ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα είναι ο κοινός τόπος στον οποίο αναπτύσσονται και νομιμοποιούνται τα μαζικά κινήματα, οι κοινωνικές εξεγέρσεις ή τα ένοπλα επαναστατικά κινήματα και πως κανένα αστικό δικαστήριο, αλλά μόνο το κίνημα, μπορεί να απολογίσει την αποτελεσματικότητα της μιας ή της άλλης μορφής πάλης απέναντι σ’ αυτή τη βαρβαρότητα.
δ) Τελικός στόχος του Κινήματος Αλληλεγγύης δεν μπορεί να είναι άλλος από την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατούμενων. Ο στόχος αυτός, όσο δύσκολος κι αν φαίνεται για αρκετούς από αυτούς, δεν είναι μακροπρόθεσμα ανέφικτος. Διαμορφώνοντας με τη δράση μας τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες και εκμεταλλευόμενοι ορισμένες ευνοϊκές συγκυρίες που αναπόφευκτα θα προκύψουν μέσα στη ρευστότητα της παγκόσμιας κατάστασης, πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να πετύχουμε την απελευθέρωσή τους.
9 Είναι προφανές ότι πρόκειται για μία εξαιρετικά δύσκολη πολιτική υπόθεση. Γεγονός που απαιτεί στοιχειώδη ενότητα και συλλογική στάση τόσο των κρατουμένων όσο και του κινήματος αλληλεγγύης. Ενότητα και συλλογικότητα που δεν πρέπει να αναιρεί τις διαφορετικές υπερασπιστικές γραμμές που έχουν οι κατηγορούμενοι.
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει δύο πράγματα:
Πρώτον, συλλογική υπεράσπιση των πολιτικών κρατούμενων και ανάδειξη και έμπρακτη διεκδίκηση όλων εκείνων των αιτημάτων που ενοποιούν τους «μέσα».
Δεύτερον, την εκπόνηση σχεδίου πολιτικής παρέμβασης στο οποίο να έχουν θέση -και να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους- τόσο εκείνοι που διεκδικούν την υπεράσπιση της δράσης όσο και εκείνοι που διεκδικούν την αθώωσή τους ή την απαλλαγή τους από συγκεκριμένες κατηγορίες.
10 Η πολιτική παρέμβαση του Κινήματος Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους πρέπει να έχει την απαιτούμενη ευελιξία, ώστε να διευρύνει το μέτωπο των δυνάμεων που συμμετέχουν στην καμπάνια του, έστω και για επιμέρους ζητήματα. Η εμπειρία που αποκτήθηκε πρόσφατα, στη διάρκεια της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατούμενων και της καμπάνιας ενάντια στο ειδικό καθεστώς κράτησης πρέπει να αξιολογηθεί θετικά. Το κίνημα αλληλεγγύης κατάφερε να δράσει σε πολλά επίπεδα, να επηρεάσει ευρύτερες δυνάμεις, να αναστρέψει το κλίμα στα ΜΜΕ, να δημιουργήσει γεγονότα στο δρόμο, να εφαρμόσει πρωτότυπες μορφές παρέμβασης. Στη διάρκεια αυτής της καμπάνιας φάνηκαν επίσης οι αδυναμίες στον τομέα του συντονισμού, και όσον αφορά τον συντονισμό των πολιτικών κρατούμενων με το κίνημα και όσον αφορά τις διάφορες ανά την Ελλάδα συνιστώσες του κινήματος, που δεν κατάφεραν να κινηθούν με τα απαιτούμενα για την περίσταση «ρεφλέξ».