Αλλ’ ο τας των πολλών δόξας θεοίς προσάπτων.
(Ασεβής δεν είναι αυτός που απορρίπτει τους θεούς των πολλών,
αλλ’ αυτός που δέχεται τη γνώμη των πολλών για τους θεούς.)
Επίκουρος
Ντάλα καλοκαίρι το 2002 ένας νεολογισμός μπήκε στο πολιτικό μας λεξιλόγιο. Ο «νομικός πολιτισμός» έγινε ψωμοτύρι στο στόμα σχετικών και άσχετων, απροκατάληπτων και προκατειλημμένων, ανθρώπων που αισθάνονταν να πνίγονται μέσα στον τυφώνα της τρομοϋστερίας και ανθρώπων που απλώς διεκπεραίωναν αποστολή.
Οταν κατάκατσε ο κουρνιαχτός των συλλήψεων και στον 13ο όροφο της ΓΑΔΑ καταστρώθηκε το «οργανόγραμμα» που περιλάμβανε πράξεις και ανθρώπους, οι αναφορές στον νομικό μας πολιτισμό άρχισαν να συμπληρώνονται με τις λέξεις «δίκαια δίκη». Ελάχιστοι είμασταν εκείνοι που υποστηρίζαμε ότι ο όρος «δίκαια δίκη» συνιστά, κατ’ αρχάς, contradictio in terminis (αντίφαση εν τοις όροις). Που σημειώναμε ότι ειδικά στις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί δεν μπορούσαμε να μιλάμε ούτε και για νομότυπη δίκη. Δηλαδή, για δίκη σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου.
Υστερα, τα φώτα της ράμπας έσβησαν, η τηλεόραση εξοβελίστηκε από τη δίκη (ως γνωστόν, πηγή ειδήσεων για τους πολλούς είναι πλέον μόνο η τηλεόραση), οι εφημερίδες περιόρισαν τους συντάκτες τους στο ασφυκτικό πλαίσιο των 800 λέξεων ημερησίως και η «δίκαια δίκη» άρχισε και τέλειωσε χωρίς οι πολλοί να το πάρουν είδηση. Εμειναν με την αίσθηση πως οι κατηγορούμενοι ως μέλη της 17Ν δικάστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες και τις εγγυήσεις του νομικού μας πολιτισμού. Η αλήθεια φενακίστηκε τόσο αριστοτεχνικά, που είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε συγχαρητήρια στους σκηνοθέτες αυτού του επικοινωνιακού αριστουργήματος.
Μας κατέλιπε κάτι ζωντανό, όμως, αυτή η δίκη. Μια ομάδα κρατουμένων «του κοινού ποινικού δικαίου» (έτσι παρουσιάστηκαν, μην το ξεχνάμε), οι οποίοι υποχρεώθηκαν να εκτίσουν την ποινή τους σε ειδικές συνθήκες. Κλεισμένοι σε υπόγεια και ημιυπόγεια κελιά, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τους άλλους κρατούμενους και με προαύλιο μια μακρόστενη τσιμεντένια λουρίδα, περιστοιχισμένη από μια δεκάμετρη λαμαρινένια δεξαμενή, με οροφή ένα διπλό πυκνό μεταλλικό πλέγμα.
Αισθητηριακή απομόνωση χαρακτηρίζει αυτές τις συνθήκες η επιστήμη της Ιατρικής. Ως συνθήκες έκτισης της ποινής που ισοδυναμούν με βασανιστήριο τις ορίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το Σύνταγμα και ο Σωφρονιστικός Κώδικας της «καλύτερης δημοκρατίας που είχαμε ποτέ» απαγορεύουν ρητά τέτοια κατηγοριοποίηση κρατουμένων. Απαγορεύουν τη δημιουργία μιας τόσο απάνθρωπης φυλακής μέσα στη φυλακή, ακόμα και για πειθαρχικά αδικήματα των φυλακισμένων.
Αυτός, όμως, είναι ο νομικός μας πολιτισμός. Επιβεβαιώνει αυτό που έχει γράψει ο διαπρεπής γερμανός νομικός Χάινριχ Χανόφερ: «Στις πολιτικές ποινικές δίκες στόχος δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά η εξόντωση των αντιπάλων και η ενσωμάτωση των φίλων». Αυτό που συντελείται στους γκρίζους τάφους του Κορυδαλλού είναι η εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων, οι οποίοι (αποδεδειγμένα ή όχι) αμφισβήτησαν ενόπλως την καθεστηκυία τάξη. Κάτι που δεν συνέβη, βέβαια, με τους χουντικούς, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους μια ολόκληρη πτέρυγα και προκλητικά προνόμια σε σχέση με τους υπόλοιπους κρατούμενους.
Βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία. Ομως, ο μοναρχοφασισμός της περιόδου του εμφυλίου και μετέπειτα η χούντα είχαν τουλάχιστον τα κότσια να διακηρύσσουν ότι επιδιώκουν την εξόντωση των αντιπάλων τους. Σήμερα, οι κρατούντες μιλούν για κράτος δικαίου και νομικό πολιτισμό. Ο φαρισαϊσμός αναγορεύεται σε ύψιστη πολιτική αρετή.
Μέχρι τώρα, οι πολλοί ή ζούσαν στον νιρβάνα της πλήρους άγνοιας ή απέστρεφαν υποκριτικά το βλέμμα, επιτρέποντας στην εξουσία να διαπράττει ένα διαρκές έγκλημα. Η απεργία πείνας που ξεκίνησαν οι πολιτικοί κρατούμενοι από τις 18 Σεπτέμβρη, με πρώτον τον Δημήτρη Κουφοντίνα και τους υπόλοιπους να ακολουθούν, ένας ανά εβδομάδα, τράβηξε ξαφνικά τη φενάκη και αποκάλυψε σε όλες και όλους μια πραγματικότητα έναντι της οποίας οφείλουμε να τοποθετηθούμε. Να τοποθετηθούμε όχι κατ’ ανάγκη με ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια, αλλά ως πολίτες ενός κράτους, το οποίο –πέραν της απάνθρωπης μεταχείρισης που επιφυλάσσει σε αυτή την κατηγορία των πολιτικών του αντιπάλων- παραβιάζει συστηματικά τους ίδιους του τους νόμους.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι σκέφτεται ο Δημήτρης Κουφοντίνας, αντιμέτωπος με το φάσμα του κώματος στο «Γιώργος Γεννηματάς». Ελπίζω μερικοί στίχοι από τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου να του δώσουν κουράγιο να συνεχίσει τον άνισο αγώνα «για ένα κομμάτι ουρανό». Είναι ο αδούλωτος Προμηθέας που απαντά στον υποταγμένο Ερμή:
Εγώ ποτέ δε θ’ άλλαζα τη συμφορά μου.
Καλύτερα το ‘χω σ’ αυτό το βράχο σκλάβος
Παρά πιστός του Δία μαντατοφόρος.
Πέτρος Γιώτης
YΓ: Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε για την «Ελευθεροτυπία», αλλά δεν πρόλαβε να δημοσιευτεί. Ισως να θεωρηθεί ανεπίκαιρο. Δεν θα συμφωνήσω μ’ αυτή την άποψη. Οσο η πραγματικότητα του ελληνικού Σταμχάιμ δεν αλλάζει, όσο οι οργανώσεις ένοπλης επαναστατικής βίας θεωρούνται «εγκληματικές συμμορίες», αυτές οι ιδέες δεν πρέπει ούτε στιγμή να περνούν στην εφεδρεία. Πρέπει να αποτελούν το υλικό που κινητοποιεί τη σκέψη και τη δράση μας.