Με τη ζωή του πλήρωσε το πάθος του για το γκράφιτι ένας 23χρονος νέος. Οι χαφιεδοκάμερες του ηλεκτρικού έστειλαν τους φύλακες εκεί που η παρέα των γκραφιτάδων προσπαθούσε να «γράψει». Τα παιδιά το έβαλαν στα πόδια, όμως ένας από την παρέα γλίστρησε και έπεσε πάνω στις γραμμές υψηλής τάσης με αποτέλεσμα να κεραυνοβοληθεί. Οι φίλοι του τον μετέφεραν, αφού ειδοποίησαν το ΕΚΑΒ, και λίγο αργότερα βρέθηκε νεκρός, αφού η παρέα των γκραφιτάδων τον εγκατέλειψε τρομοκρατημένη και εξαφανίστηκε φοβούμενη τη σύλληψη.
Το γκράφιτι, μια τέχνη του δρόμου, μια έκφραση ατομικής αμφισβήτησης της «ευταξίας» και της «σιωπής νεκροταφείου», έχει τεθεί στην παρανομία και διώκεται με εξοντωτικές ποινές. Οι συρμοί του ηλεκτρικού και του ΟΣΕ μπορεί να είναι γεμάτοι με διαφημιστική κακουγουστιά, απαγορεύεται όμως να φέρουν τις δημιουργίες ταλαντού-χων παιδιών. Οι φύλακες παραμονεύουν σαν τα μαντρόσκυλα για να πιάσουν τους… εγκληματίες που βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα στ’ αφεντικά τους. Οι μηχανισμοί καταστολής δεν πρόκειται να ζητήσουν λογαριασμό για το θάνατο του παιδιού. «Ας πρόσεχε κι ας μη παρανομού-σε», θα πουν…
Και μεις ρωτάμε. Είναι αυτός ο θάνατος ένα ατύχημα, για το οποίο ευθύνεται ο ίδιος ο παθών; Η απάντηση είναι εύκολη και απλή: είναι ατύχημα όσο ατύχημα είναι ο θάνατος ενός οικοδόμου που εργαζόταν χωρίς μέτρα ασφάλειας ή ενός μεταλλεργάτη στα καρνάγια του Περάματος. Ο αστικός νόμος προστατεύει τα κάθε είδους μαντρόσκυλα, όμως στη συνείδησή μας ο θάνατος αυτού του παιδιού θα καταγραφεί ως δολοφονία.