Καλείται επειγόντως γιατρός της φυλακής, ο οποίος τρομάζει με την εικόνα που βλέπει και διατάζει άμεση μεταφορά σε νοσοκομείο. Η διεύθυνση επικοινωνεί με τον καθηγητή, ο οποίος αποφαίνεται ότι δεν χρειάζεται μεταφορά, διότι… δεν τρέχει τίποτα. Η κατάσταση χειροτερεύει και το απόγευμα οι συγκρατούμενοί του βάζουν τις φωνές. Καλείται ο γιατρός της επόμενης βάρδιας και δίνει κι αυτός εντολή για μεταφορά σε νοσοκομείο. Στο «νοσοκομείο» της φυλακής ο γιατρός του βάζει αμέσως ορό. «Τι χρειάζεται, αφού θα τον μεταφέρουμε στο νοσοκομείο;», ρωτούν οι φύλακες. «Αν δεν πάρει αμέσως κορτιζόνη, μπορεί να μη φτάσει στο νοσοκομείο», τους απαντά ο γιατρός, ο οποίος ζητά μεταφορά με ασθενοφόρο. Σιγά που θ’ ακολουθούσαν την εντολή του. Η μεταφορά έγινε με κλούβα κι ένας μπάτσος κρατούσε τον ορό (!), στον οποίο είχε διοχετευθεί μια γερή δόση κορτιζόνης (500 mg). «Να πάρουμε το φάκελο», ακούστηκε να λέει ένας φύλακας και, όπως δηλώνει ο Χριστόδουλος, αισθάνθηκε ανακούφιση, γιατί θα ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε σ’ ένα γιατρό συνοδευόμενος από τον ιατρικό φάκελο. Στο Τζάννειο, όπου μεταφέρθηκε, ο γιατρός αποφάνθηκε: «Κάτι έφαγες και σε πείραξε». Εξω φρενών ο Χριστόδουλος του λέει ότι είναι η τρίτη φορά που μεταφέρεται σε κρίση στο νοσοκομείο και καλά θα κάνει να διαβάσει το φάκελό του. Πλην όμως, ο φάκελος και πάλι δεν υπήρχε!!! Του έκαναν, λοιπόν, μια ενδοφλέβια με 125 mg κορτιζόνης και 2 τα χαράματα τον έστειλαν πίσω στη φυλακή!
Εδώ και τέσσερα χρόνια αντιμετωπίζω ένα σοβαρό και επίμονο πρόβλημα υγείας, που συνεχώς επιδεινώνεται, πράγμα αναμενόμενο, όταν δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια σωστής αντιμετώπισης.
Στις 17.11.07 και μετά από δύο σοβαρές κρίσεις, έγινε τελικά το αυτονόητο. Αυτό δηλαδή που οποιοσδήποτε πολίτης –ή και κάτοικος– αυτής της χώρας θα έκανε από την πρώτη κιόλας εβδομάδα: η εισαγωγή μου σε νοσοκομείο για εξετάσεις και νοσηλεία. Ακόμη και αυτό έγινε όχι γιατί οι δεσμώτες μου συνειδητοποίησαν τη σοβαρότητα του προβλήματος, αλλά πρώτον γιατί οδηγήθηκα στο νοσοκομείο αφού με «μάζεψαν» λιπόθυμο από το διάδρομο της φυλακής και γιατί δεύτερον είχα την τύχη να με αναλάβει εκείνη τη μέρα μια Γιατρός που ξέρει να τιμάει τον όρκο της στον Ιπποκράτη και αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις.
Τελικά, ο «άθλος» της εισαγωγής μου αποδείχτηκε ότι δεν ήταν το μόνο από τα προβλήματά μου. Αφού απέτυχαν να με γυρίσουν αυθημερόν πίσω, οι «φύλακες» δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή τις πιέσεις, με κάθε τρόπο, θεμιτό και αθέμιτο, προκειμένου να επισπεύσουν την επιστροφή μου στο κελί.
– Επί 24 ώρες απέκρυπταν από τους οικείους μου, τους φίλους και τους δικηγόρους μου το όνομα του Νοσοκομείου.
– Μου απαγόρευσαν επί 13 ημέρες (όσο δηλαδή παρέμεινα στο Νοσοκομείο) να τηλεφωνήσω οπουδήποτε –ούτε καν στη μητέρα μου- με διάφορες αόριστες ή και ανόητες προφάσεις, του τύπου «άνωθεν εντολές», «λόγοι ασφαλείας», «δεν υπάρχει τηλέφωνο» κ.λπ. Να σημειώσω ότι υπήρχε τηλέφωνο ακριβώς έξω από την πόρτα του θαλάμου και όταν είπα στο διοικητή τους ότι θα μπορούσαν να τραβήξουν λίγο καλώδιο για να φτάσει πιο κοντά, με αποστόμωσε λέγοντας «δεν προβλέπεται»! Προφανώς, από το Σύνταγμα ή από τη Συνθήκη της Γενεύης.
– Εξαπάτησαν τους συγγενείς μου, όταν κατάφεραν να με ανακαλύψουν, άλλους απαγορεύοντάς τους αυθαίρετα να με δουν και άλλους λέγοντάς τους ψέματα όσον αφορά τα επισκεπτήρια που είχα.
– Πίεζαν συνεχώς τους γιατρούς να μου δώσουν άμεσα εξιτήριο (λες και με σήκωναν στην πλάτη) και παρενέβαιναν θρασύτατα κατά τη διάρκεια των εξετάσεων ή επισκέψεων, εκφράζοντας γνώμες, κάνοντας ακόμα και υποδείξεις, καταπατώντας φυσικά κάθε έννοια ιατρικού απορρήτου.
– Προσπαθούσαν συνεχώς να με ταπεινώσουν και να με εξευτελίσουν, προβαίνοντας κάθε τόσο σε ολοφάνερα άσκοπες «έρευνες», καθώς και σε κατασχέσεις «υπόπτων αντικειμένων», όπως το στυλό και το χαρτί, το σαπούνι (του Νοσοκομείου), μια άχρηστη έτσι κι αλλιώς τηλεκάρτα κ.ά. Κάποια στιγμή μάλιστα μου κατέσχεσαν ακόμα και τα κουτάκια που μου έφερε η νοσοκόμα για να δώσω δείγματα κοπράνων για ανάλυση! Το θράσος τους έφτασε στο σημείο να ζητήσουν να διαβάσουν και να εγκρίνουν σημείωμα που έδωσα στο δικηγόρο μου!
– Επιπλέον, σε όλες τις μετακινήσεις μου, παρ’ όλο που με «συνόδευαν» έξι-εφτά πάνοπλοι κουκουλοφόροι και ενώ δε μπορούσα στην κυριολεξία να σταθώ στα πόδια μου και ή με έσερναν ή με πήγαιναν με καρότσι, δεν παρέλειπαν να με δένουν με χειροπέδες ακόμα και πάνω στο καρότσι, παίζοντας το θέατρο της δήθεν ασφάλειας μέχρι παραλογισμού!
Τελικά, παρ’ όλο που οι γιατροί έκαναν –με το παραπάνω– ό,τι ήταν δυνατόν με όλες αυτές τις απαράδεκτες πρακτικές και πιέσεις, το αποτέλεσμα ήταν μετά από 13 ημέρες εξετάσεων να επιστρέψω στη φυλακή, χωρίς διάγνωση και με την κατάσταση της υγείας μου περισσότερο επιβαρυμένη από πριν.
Ανήκω στη γενιά που πίστευε και πιστεύει ότι η προάσπιση της υγείας και η πρόσβαση στην περίθαλψη, αλλά ακόμη η ανάγκη επικοινωνίας και πολύ περισσότερο η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας του κάθε ατόμου (ακόμη και κρατουμένου) αποτελούν αναφαίρετα δικαιώματα, τόσο συνταγματικά (δημοκρατικά) όσο και ανθρώπινα. Δεν είναι προνόμια που μας τα παραχωρούν ή μας τα χαρίζουν κάποιοι. Σαν τέτοια δικαιώματα τα υπερασπίζομαι και θα τα υπερασπίζομαι με κάθε τρόπο και θα καταγγέλλω κάθε προσπάθεια φαλκίδευσης ή καταπάτησής τους.
Δεν πίστεψα ούτε στιγμή ότι όλες αυτές οι άθλιες και απαράδεκτες πρακτικές αποτελούν «ατομικές πρωτοβουλίες» ή «υπερβάλλοντα ζήλο» κάποιων οργάνων, ούτε φυσικά ότι είχαν κάποιο προσωπικό μένος εναντίον μου. Είμαι βέβαιος ότι όντως εκτελούσαν «άνωθεν εντολές». Θα ξεκαθαρίσω αμέσως τι εννοώ «άνωθεν εντολές».
Η άρχουσα τάξη, το κατεστημένο, σε όλες τις κατά καιρούς μορφές του, επεφύλασσε ιδιαίτερα σκληρή μεταχείριση στους πολιτικούς του αντιπάλους. Η σημερινή Πολιτεία με αυτό που αυτάρεσκα αποκαλεί «νομικό πολιτισμό» δεν παρεξέκλινε καθόλου απ’ αυτόν τον κανόνα.
Ετσι, επί πεντέμισι χρόνια ήδη, όλοι οι καταδικασμένοι για τις υποθέσεις της 17Ν και του ΕΛΑ κρατούμαστε σ’ ένα «ειδικό καθεστώς» εξοντωτικής απομόνωσης, που όχι απλώς δεν προβλέπεται από κανένα νόμο, αλλά αντιθέτως απαγορεύεται ρητά. Απ’ το δικό τους νόμο.
Ο χώρος που κρατούμαστε, εκτός από την τρομακτική στενότητα και τις μηδαμινές έως ανύπαρκτες υποδομές, είναι στην κυριολεξία χωμένος κάτω από το έδαφος. Κάτι που επίσης απαγορεύει ρητά ο νόμος και που είχαν το θράσος διάφοροι εγκάθετοι μεγαλοδημοσιογράφοι να τον ονομάσουν «σουΐτες». Ξεκαθαρίζω ότι «ειδικές συνθήκες» δεν είναι μόνο το υγρό υπόγειο, δεν είναι μόνο το «προαύλιο»-πηγάδι ή το μικρό άνοιγμα στην κορυφή του κελιού, που αποκαλούν «παράθυρο». Δεν είναι μόνο η υγρασία. Δεν είναι μόνο η αποκοπή από τους οικείους, τον φυσικό σου περίγυρο, και η ολοκληρωτική απουσία οποιασδήποτε κοινωνικής και άλλης επαφής. Φυσικά, είναι όλα αυτά κι ένα σωρό άλλα.
Αλλά το χειρότερο απ’ όλα, το πιο εξοντωτικό, είναι η απομόνωση. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη και μόνο αποτελεί απειλή –και τιμωρία– σε όλες τις φυλακές του κόσμου. Η απομόνωση είναι αυτή που μεγιστοποιεί τα έτσι κι αλλιώς πάμπολλα προβλήματα ενός φυλακισμένου. Οταν, λοιπόν, αυτή γίνεται καθεστώς, τότε ξεπερνάει ακόμη και τις διαστάσεις του βασανιστηρίου.
Αυτών των «ειδικών» συνθηκών κράτησης, αυτής της εξαιρετικής μεταχείρισής μου από την Πολιτεία απότοκος είναι και το οξύ πρόβλημα υγείας που απέκτησα και, σε συνδυασμό φυσικά με τη συνεχή άρνηση παροχής πραγματικής ιατρικής περίθαλψης, έφτασε πλέον να απειλεί και την ίδια μου τη ζωή. Ακόμη και τώρα, που τα πράγματα έχουν φτάσει σχεδόν στο απροχώρητο, δεν ενδιαφέρονται για αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά για πάση θυσία απόκρυψη.
Αυτό το νόημα είχαν, λοιπόν, οι «άνωθεν εντολές», το κουκούλωμα του προβλήματος και των αιτίων που το προκάλεσαν. Αυτό το νόημα είχαν και οι πάσης φύσεως χειρισμοί και πιέσεις, καταρχάς για να μην προσεγγίσω και κατόπιν για να απομακρυνθώ άρον-άρον απ’ το Νοσοκομείο.
Τέλος, να προσθέσω ότι, αν εγώ, με άριστη σωματική κατάσταση και κράση, έφτασα σε σημείο να απειλείται η ζωή μου από ένα και μόνο πρόβλημα υγείας, ο καθένας μπορεί να φανταστεί τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει και τους κινδύνους που διατρέχει κάθε μέρα ο αδελφός μου Σάββας, με τα συσσωρευμένα σοβαρά και συνεχώς επιδεινούμενα προβλήματα υγείας που έχει, αφού και σ’ αυτόν αρνούνται κάθε πρόσβαση σε πραγματική περίθαλψη.
Αυτή η απάνθρωπη και εκδικητική μεταχείρισή μας είναι αυτό που η Δημοκρατία –τους- αποκαλεί σωφρονιστική πολιτική. Αυτή την «ιδιαίτερη» μεταχείριση, προς το χειρότερο πάντα, επιφυλάσσει το σύστημα για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Να καταργηθεί το ειδικό καθεστώς εξόντωσης.
Χριστόδουλος Ξηρός
Φυλακές Κορυδαλλού, 12.12.07
Πέμπτη πρωί, ένας φανερά καταβεβλημένος Χριστόδουλος Ξηρός μας μιλάει για τις νέες περιπέτειες της υγείας του, περιγράφοντας ένα διαρκές έγκλημα, που δεν πρέπει να περάσει έτσι.
Η γιατρός της Νίκαιας που τον επισκέφτηκε στη φυλακή για να δει πως πάει, σήκωσε τα χέρια ψηλά και παρήγγειλε τη μεταφορά του σε Ειδικό Αλλεργιολογικό Κέντρο. Τρίτη πρωί τον μεταφέρουν στο «Αττικό», στον αναπληρωτή καθηγητή Καλογερομήτρο. Χωρίς το φάκελο από τη Νίκαια, όπου νοσηλεύτηκε επί 13 μέρες. Ο καθηγητής τον «εξετάζει» ένα δεκάλεπτο (δεν του ζητά καν να σηκώσει τα μανίκια για να δει τα σημάδια στα χέρια του!), δεν ζητά κανένα φάκελο (!), δηλώνει ότι «δεν χρειάζεται» όταν ο ασθενής προθυμοποιείται να του δώσει το τηλέφωνο της γιατρού στη Νίκαια, που τον παρακολουθεί τόσο καιρό. Τον στέλνει στη φυλακή, με εντολή να κόψει την κορτιζόνη και να περιοριστεί σε αντιισταμινικά).
Τετάρτη πρωί, ξυπνά με τη νόσο σε πλήρη έξαρση. Γεμάτος εξανθήματα, ρίγη, ζαλάδες, πυρετό, «κομμένα πόδια».
Ρωτάμε: υπάρχουν Ιατρικοί Σύλλογοι; Υπάρχουν Δικηγορικοί Σύλλογοι; Ετσι θα τ’ αφήσουν;