Από τη μια ήταν ένας νέος άνθρωπος που εκπροσώπησε έμπρακτα τα αντιπολεμικά και αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του ελληνικού λαού. Από την άλλη ήταν η «σταμπιλαρισμένη» θέληση της ελληνικής μπουρζουαζίας και του κράτους της για συμμετοχή σε κάθε ιμπεριαλιστικό τυχοδιωκτισμό των «μεγάλων δυνάμεων», για συμμετοχή στη «συμμαχία των προθύμων», που αναλαμβάνει να επιβάλλει σε κάθε γωνιά του πλανήτη τη «νέα τάξη πραγμάτων». Και φαινομενικά στη μέση ένα στρατιωτικό δικαστήριο, σε ρόλο κριτή αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων στάσεων. Λέμε φαινομενικά, γιατί κάθε δικαστήριο συνιστά όργανο επιβολής της κρατικά οργανωμένης θέλησης της κυρίαρχης τάξης. Και ειδικά στις περιπτώσεις που αυτή η θέληση αμφισβητείται ευθέως και στον πυρήνα της, τα δικαστήρια δεν θέλουν και δεν μπορούν να πάνε με τη μεριά του λαού. Πηγαίνουν με τη μεριά της άρχουσας τάξης.
Γι’ αυτό και ως προς την καταρχήν ποινική αντιμετώπιση του Γιώργου Μοναστηριώτη δεν βάρυναν και πάλι στη ζυγαριά οι «επώνυμοι» μάρτυρες υπεράσπισης, προβεβλημένα πρόσωπα της αστικής κοινωνίας, που στάθηκαν στο πλευρό του (δε λέμε ότι κακώς τους φώναξε, διαπίστωση κάνουμε), ούτε τα δεκάδες ψηφίσματα συμπαράστασης από μαζικούς φορείς. Η απόφαση του Αναθεωρητικού Στρατοδικείου (Ναυτοδικείο δεύτερου βαθμού) ήταν και πάλι «ένοχος». Χωρίς καν την αναγνώριση του ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων. Αλίμονο αν η έμπρακτη έκφραση αντιπολεμικών αισθημάτων θεωρούνταν από τα κρατικά όργανα μη ταπεινό κίνητρο! Διαφοροποίηση υπήρξε μόνο ως προς την ποινή (24 μήνες φυλακής αντί για 40) και ως προς τη μετατροπή της (με αναστολή, ενώ πρωτόδικα ο Μοναστηριώτης κλείστηκε στη φυλακή).
Περιττεύει να πούμε ότι πρόκειται για μια προκλητική απόφαση, φρονηματική και εκδικητική, που βάλλει ευθέως κατά των αισθημάτων του ελληνικού λαού. Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι η προσωπική περιπέτεια του Μοναστηριώτη δεν τελείωσε, γιατί σε βάρος του εκκρεμεί και άλλη κατηγορία για λιποταξία, η οποία θα εκδικαστεί προσεχώς. Μια κατηγορία παράνομη (ακόμα και με την πιο κατασταλτική γραμματολογική ερμηνεία του νόμου), η οποία απαγγέλθηκε για λόγους παραδειγματισμού.