Λες και ήταν ωσεί παρούσα στη δίκη, η αντεισαγγελέας Εφετών Μαρία Σπυροπούλου υιοθέτησε σχεδόν στο σύνολό του το σαθρό κατηγορητήριο κατά των τούρκων και κούρδων αγωνιστών, αγνοώντας προκλητικά και την ακροαματική διαδικασία και την αθωωτική απόφαση 2236/2019 του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Με τις ερωτήσεις που υπέβαλε η εισαγγελέας στο βασικό μάρτυρα κατηγορίας, τον ασφαλίτη Λαμπρόπουλο της Αντιτρομοκρατικής, σε μάρτυρες υπεράσπισης και σε κατηγορούμενους αγωνιστές κατά τη διάρκεια της «απολογίας» τους, είχε γίνει φανερό (τουλάχιστον σ’ εμάς) ότι με την καταδικαστική της πρόταση θα υιοθετήσει σχεδόν στο σύνολό του το σαθρό κατηγορητήριο που εισηγήθηκε ο εισαγγελέας Εφετών Στυλιανός Κωσταρέλλος και υιοθέτησε το Συμβούλιο Εφετών με το 689/2021 Βούλευμά του. [Ο εισαγγελέας Εφετών Κωσταρέλλος ήταν ο αναπληρωτής εισαγγελέας στη δίκη των νεοναζιστών της Χρυσής Αυγής και δεν είχε πάρει το λόγο για να εκφράσει τη διαφωνία του με την προκλητικά αθωωτική πρόταση της τακτικής εισαγγελέα Οικονόμου].
Η εισαγγελέας αγνόησε προκλητικά τόσο την ακροαματική διαδικασία όσο και σειρά Αναγνωστέων Εγγράφων και περιορίστηκε στην ανάγνωση μιας περίληψης του σαθρού κατηγορητηρίου του Βουλεύματος 681/2021, την οποία έφτιαξε η ίδια. Εφτασε στο σημείο να μαρτυροποιηθεί, αναφέροντας δύο περιστατικά που συνέβησαν εκτός της δικαστικής αίθουσας, προφανώς γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η καταδικαστική της πρόταση είναι έωλη. Εκρινε πως αν επικαλεστεί αυτά τα περιστατικά θα την ενισχύσει. Το μόνο που κατάφερε, όμως, πρωτοτυπώντας αρνητικά στα δικαστικά χρονικά, ήταν να απαξιώσει ακόμη περισσότερο την καταδικαστική της πρόταση.
Ισχυρίστηκε η εισαγγελέας, λίγο πριν από την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της περίληψής της, ότι δύο αγωνιστές (ο 9ος και ο 10ος του κατηγορητηρίου), την ώρα που επιβιβάζονταν στην κλούβα, απευθυνόμενοι στους αλληλέγγυους έκαναν με τα δύο δάκτυλα του χεριού τους το σχήμα V, που όπως είναι γνωστό είναι σήμα της νίκης, που το εισήγαγε ο Τσώρτσιλ (από το Victory – νίκη). Η εισαγγελέας ισχυρίστηκε ότι αυτό… είναι το σήμα του DHKP/C!
Την πληροφορούμε ότι οι κομμουνιστές και οι επαναστάτες σε όλο τον κόσμο έχουν ως σήμα την υψωμένη γροθιά. Το δε DHKP/C έχει ως σήμα το σφυροδρέπανο πάνω σε κόκκινο αστέρι σε κίτρινο κύκλο. Εκτέθηκε ανεπανόρθωτα η κ. Σπυροπούλου μ’ αυτή την παπάτζα και αντί να ενισχύσει την έωλη καταδικαστική της πρόταση, της έδωσε τη χαριστική βολή.
Ισχυρίστηκε, ακόμη, ότι οι αλληλέγγυοι κούρδοι και τούρκοι αγωνιστές έξω από τη δικαστική αίθουσα φώναζαν το όνομα του DHKP/C. Καταρχάς, οι αγωνιστές δε φωνάζουν τα αρχικά ενός κόμματος. Αλλά η εισαγγελέας πώς κατάλαβε τι φωνάζουν οι αγωνιστές σε μια ξένη γλώσσα που δεν έχει ομοιότητες με την ελληνική; Αν της ζητήσουμε να προφέρει τα αρχικά έστω του DHKP/C, είμαστε σίγουροι ότι θα κάνει λάθος. Κι εμείς κάνουμε λάθος, γιατί η προφορά των γραμμάτων της τουρκικής αλφαβήτου είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τις λατινογενείς γλώσσες.
Θυμίζουμε στην εισαγγελέα το κυριότερο: ο βασικός και μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας, ο ασφαλίτης Λαμπρόπουλος της Αντιτρομοκρατικής, τόσο στην προηγούμενη δίκη (τότε που το Γ’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων αθώωσε τους εννιά κατηγορούμενους –από τους οποίους οι εφτά είναι κατηγορούμενοι και σε αυτή τη δίκη- για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση και τρομοκρατική δράση) όσο και στην τωρινή δίκη, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει αν οι κατηγορούμενοι και στις δύο δίκες είναι μέλη της οργάνωσης DHKP/C. Αυτές τις δηλώσεις του Λαμπρόπουλου η αντεισαγγελέας Σπυροπούλου τις γνωρίζει, γιατί παρευρισκόταν στην ακροαματική διαδικασία (άλλο αν στην πρότασή της εμφανίζεται ως ωσεί παρούσα), ενώ η απόφαση 2236/2019 είναι στα Αναγνωστέα Εγγραφα.
Αυτός ο εισαγγελικός ισχυρισμός, λοιπόν, ότι δήθεν οι αλληλέγγυοι φώναζαν το όνομα της οργάνωσης DHKP/C είναι ένα ακόμη παραμύθι χωρίς δράκο.
Στη χτεσινή συνεδρίαση του δικαστηρίου, ο 1ος κατηγορούμενος ζήτησε από την πρόεδρο Ιωάννα Λάμπρου-Βελήσαρη να κάνει μερικές διευκρινίσεις για τη μεταφορά του οπλισμού, που έγινε απ’ αυτόν, εν αγνοία ακόμη και του 9ου κατηγορούμενου, ο οποίος σε πρώτο στάδιο τον βοήθησε κουβαλώντας το σάκο με τα μπάζα. Ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι τον πήρε μαζί του για να κουβαλήσει το σάκο με τα μπάζα, διότι έχει σοβαρό πρόβλημα με τη μέση του. Μετά το άδειασμα του σάκου τον άφησε σε μια στάση στην Κηφισιά και στη συνέχεια μόνος του συνάντησε τον Κούρδο και πήρε τα όπλα, τα έβαλε στο σάκο, επέστρεψε μόνος του στο σπίτι στην Αυλώνος και τα έβαλε σε κρύπτη στο τούνελ, με σκοπό να μην λάβει γνώση κανείς από τους συγκατηγορούμενούς του που έμεναν στο σπίτι.
Η αγόρευση της αντεισαγγελέα Σπυροπούλου, που όπως αναφέραμε ήταν μια περίληψη μέρους του παραπεμπτικού βουλεύματος, διήρκησε μια ώρα και δέκα λεπτά. Στο αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης και του διερμηνέα, να προλαβαίνει ο τελευταίος να μεταφράσει, η εισαγγελέας απάντησε ότι δεν μπορεί να περιμένει! Αυτή η απάντηση προκάλεσε αίσθηση, από τη μια επειδή οι κατηγορούμενοι είναι ισότιμοι παράγοντες της δίκης και ο πρόεδρος του δικαστηρίου οφείλει να τους εξασφαλίζει αυτή την ισοτιμία και από την άλλη γιατί η εισαγγελέας επέδειξε πρεμούρα να τελειώσει γρήγορα την παρουσίαση της πρότασής της.
Αντί η πρόεδρος να παρέμβει, ως όφειλε, διότι αυτή είναι η διευθύνουσα τη διαδικασία, και να ψέξει την εισαγγελέα γι’ αυτή τη δήλωσή της (ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται ό,τι λέγεται ή διαβάζεται στη δίκη, σε γλώσσα που κατανοεί), εμμέσως πλην σαφώς την επικρότησε, λέγοντας ότι ο διερμηνέας δεν μπορεί να μεταφράσει, γιατί αυτά που αναφέρει η εισαγγελέας είναι νομικοί όροι!
Η εισαγγελέας, διαβάζοντας απλώς μια περίληψη του παραπεμπτικού βουλεύματος, αγνόησε την ακροαματική διαδικασία, από την οποία, σε συνδυασμό με την αθωωτική απόφαση 2236/2019, προέκυψε ότι έχουμε να κάνουμε με μια απλή οπλοκατοχή. Επέλεξε αυτή την τακτική γιατί απλά ήθελε να προτείνει την καταδίκη και των 11 κατηγουρούμενων σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Οπως είναι γνωστό, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 187Α του ΠΚ σε βάρος οργανώσεων που δρουν στη χώρα μας, είτε ελληνικών είτε οργανώσεων προσφύγων (όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Αγώνα του Τούρκικου και Κούρδικου Λαού), η οργάνωση πρέπει να τυποποιείται ως τέτοια με βάση τη δραστηριότητα που αναπτύσσει στη χώρα μας και όχι με βάση κατασκευές όπως αυτές του καθεστώτος Ερντογάν, ότι οι διωκόμενοι αγωνιστές είναι μέλη της οργάνωσης DHKP/C και ότι αυτή η οργάνωση (και όχι μόνο) είναι «τρομοκρατική». Λέμε «όχι μόνο» γιατί το καθεστώς Ερντογάν χαρακτηρίζει και διώκει την πλειοψηφία των αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως «τρομοκρατικά».
Αυτός δεν είναι δικό μας ισχυρισμός. Προβλήθηκε και από το Γ’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων με την απόφαση 2236/2019. Ας την ξαναθυμηθούμε:
«Ενόψει των προαναφερομένων δεν προέκυψε οποιοδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος των κατηγορουμένων… από το οποίο να προκύψει ενεργός συμμετοχή τους σε οποιαδήποτε τρομοκρατική οργάνωση ή στην οργάνωση Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο-Κίνημα… η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1994 από τον Τούρκο, Ντουρσούν Καρατάς και δρα εντός της Τουρκίας, έχοντας, ωστόσο, χαρακτηριστεί τρομοκρατική από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Το γεγονός δε ότι εκκρεμούσαν σε βάρος των 3ου, 4ου, 5ου, 6ου και 9ης κατηγορουμένων (σ.σ. οι 5ος, 6ος και 9η του 2017 είναι οι 7ος, 8ος και 4η στην τωρινή υπόθεση) εντάλματα σύλληψης των δικαστικών αρχών της Τουρκίας για τις αξιόποινες πράξεις της ένταξης ως μέλος στην ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία “Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Κόμμα-Μέτωπο DHKP/C“, για διατάραξη της ενότητας του Κράτους και της ακεραιότητας και της δημιουργίας κινδύνου από πρόθεση για τη Γενική Ασφάλεια, πράξεις που φέρεται ότι τέλεσαν στην Τουρκία, δεν επηρεάζει την κρίση του δικαστηρίου τούτου κατά το Ελληνικό Δικαιϊκό σύστημα» (σελίδα 85, η έμφαση δική μας).
Σύμφωνα με το σαθρό κατηγορητήριο του αστυνομικοδικαστικού μηχανισμού, με το οποίο είχαν παραπεμφθεί σε δίκη οι εννιά αγωνιστές (για να αθωωθούν με την απόφαση 2236/2019), αυτοί είχαν ενταχθεί σε τρομοκρατική οργάνωση και είχαν τρομοκρατική δράση μέχρι τις 28 Νοέμβρη του 2017!
Στη νέα κατασκευή της Αντιτρομοκρατικής και του δικαστικού μηχανισμού, οι 11 τούρκοι και κούρδοι αγωνιστές συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε «τρομοκρατική» οργάνωση και έδρασαν από την 1η Γενάρη του 2018 μέχρι τις 19 Μάρτη του 2020 που συνελήφθησαν. Ανάμεσα στους 11 αγωνιστές είναι και οι 7 που αθωώθηκαν για ένταξη σε «τρομοκρατική» οργάνωση και «τρομοκρατική» δράση. Επίσης, την περίοδο από τις 28 Νοέμβρη του 2017 μέχρι και τις 15 Μάη του 2019 ήταν κρατούμενοι σε ελληνικές φυλακές και αθωώθηκαν. Αναφέρει η απόφαση 2236/2019:
«Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω στοιχεία, προέκυψε ότι η πληροφορία ότι οι κατηγορούμενοι είναι μέλη της διεθνούς τρομοκρατικής οργάνωσης “DEVRIMSCI ΗALK KURTULUS PARTISI“ (“DHKP/C”) ή οποιαδήποτε άλλης τρομοκρατικής οργάνωσης δεν έτυχε εκτεταμένης επεξεργασίας από την άνω υπηρεσία, όπως άρση τηλεφωνικού απορρήτου κλπ, ώστε να διαπιστωθεί η ακρίβεια αυτής και συγκεκριμένα περί του ότι πράγματι αυτοί σχετίζονται με τέλεση τρομοκρατικής δράσης και είναι ενταγμένοι σ’ αυτή» (σελίδα 81, η έμφαση δική μας).
Το Γ’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, με την απόφαση 2236/2019, άδειασε τη χοντροκομμένη κατασκευή του αστυνομικοδικαστικού μηχανισμού και αποφάνθηκε ότι και για την περίοδο από την 1η Γενάρη μέχρι και τις 15 Μάη του 2018 δεν υπήρξαν μέλη του DHKP/C. Ομως, η Αντιτρομοκρατική σε στενή συνεργασία με τον εισαγγελέα Εφετών Κωσταρέλλο και το Συμβούλιο Εφετών αποφάνθηκαν, κόντρα στη δικανική αλήθεια της απόφασης 2236/2019, ότι και οι 7 αυτοί αγωνιστές συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε «τρομοκρατική» οργάνωση και έδρασαν «τρομοκρατικά». Θυμίζουμε ότι ο αγωνιστής που είναι πρώτος στη σειρά του κατηγορητηρίου και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για την κατοχή των όπλων, δεν ήταν συγκρατούμενος με τους εννιά αγωνιστές, αλλά και αυτός ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι είναι ή ήταν μέλος του DHKP/C.
Με αυτή την κατασκευή, ο αστυνομικοδικαστικός μηχανισμός προσδοκούσε ότι θα βρεθούν εισαγγελέας Εφετών και σύνθεση Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που θα υιοθετήσουν το τερατούργημά του. Βρέθηκε η αντεισαγγελέας Εφετών Σπυροπούλου να το υιοθετήσει με μια μικρή διαφοροποίηση. Αφαίρεσε από το κατηγορητήριο τις λέξεις «συγκρότησαν τρομοκρατική οργάνωση» και στάθηκε στη κατηγορία ότι «εντάχθηκαν σε τρομοκρατική οργάνωση». Για να υιοθετήσει την κατηγορία της ένταξης, η εισαγγελέας αγνόησε τις δηλώσεις του αντιτρομοκρατικάριου Λαμπρόπουλου, βασικού μάρτυρα και στις δύο δίκες, ο οποίος έπαιξε και πρωταγωνιστικό ρόλο στο στήσιμο του κατηγορητηρίου, ότι δεν γνωρίζει αν οι κατηγορούμενοι αγωνιστές είναι μέλη της οργάνωσης DHKP/C.
Για την κατασκευή του τούνελ και για τη γνώση της ύπαρξής του, η εισαγγελέας πρόβαλε την εικασία ότι αυτό δεν μπορούσε να κατασκευαστεί από τους δύο καταδιωκόμενους αγωνιστές και ότι δεν υπήρχε περίπτωση οι άλλοι αγωνιστές (πλην του 1ου) να μη γνώριζαν την ύπαρξή του. Από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία ότι στην κατασκευή του τούνελ συμμετείχαν και άλλοι αγωνιστές, οπότε η εισαγγέλεας κατέφυγε… στην εικασία!
Για την κατοχή των όπλων αυτή καθαυτή δεν τυποποιείται η επιβαρυντική περίσταση της διακεκριμένης οπλοκατοχής, σύμφωνα με το νόμο 2168/1993 περί όπλων. Δεν προέκυψαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτά τα όπλα είτε χρησιμοποιήθηκαν σε «τρομοκρατικές» πράξεις είτε διανεμήθηκαν σε άλλες «τρομοκρατικές» οργανώσεις. Παραθέτουμε τη σχετική παράγραφο του άρθρου 15 του νόμου 2168/1993:
Αρθρο 15 : Διακεκριμένες περιπτώσεις
- Οποιος εισάγει, κατέχει, κατασκευάζει, μετασκευάζει, συναρμολογεί, εμπορεύεται, παραδίδει, προμηθεύει ή μεταφέρει πολεμικά τυφέκια, αυτόματα, πολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και λοιπά είδη πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων, τιμωρείται με κάθειρξη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Τίποτα δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, ώστε να τυποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 15 του νόμου 2168.
Είναι τέτοιο το μίσος της εισαγγελέα για τους τούρκους και κούρδους αγωνιστές, που την οδήγησε στο σημείο να υιοθετήσει την κατασκευασμένη κατηγορία ότι οι αγωνιστές επιτέθηκαν και αντιστάθηκαν στους πάνοπλους ΕΚΑΜίτες που εισέβαλαν στο σπίτι σπάζοντας όλες τις πόρτες. Με την ευκαιρία, θα θυμίσουμε στην αντεισαγγελέα Σπυροπούλου ότι η ίδια, όπως και η σύνθεση του δικαστηρίου, άκουγε τις κραυγές των 11 αγωνιστών που δέχτηκαν άγρια επίθεση από τους ΕΟΜίτες, όμως δεν ανέβηκε στην έδρα, ούτε έκανε το παραμικρό για να σταματήσει αυτή τη βάναυση επίθεση.
Εν κατακλείδι, με την άγαρμπη στήριξη του σαθρού κατηγορητηρίου η αντεισαγγελέας Σπυροπούλου δεν προσέφερε καμία βοήθεια στο δικαστήριο για να αναβαθμίσει με την απόφασή του μια υπόθεση απλής οπλοκατοχής σε υπόθεση «τρομοκρατικής» οργάνωσης και δράσης.
Η δίκη συνεχίζεται σήμερα με τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Πρώτη ξεκίνησε να αγορεύει η Αλέκα Ζορμπαλά.
ΥΓ1. Αίσθηση προκάλεσε η δήλωση της αντεισαγγελέα Σπυροπούλου ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν παύει να είναι εκλεγμένη!
ΥΓ2. Σε όλες τις συνεδριάσεις η πρόεδρος του δικαστηρίου κάνει συνεχώς παρατηρήσεις σε κατηγορούμενους και ακροατές που δεν φορούν σωστά την μάσκα. Ως προς αυτό δεν έχουμε να της προσάψουμε κάτι το μεμπτό, όμως δεν επέδειξε την ίδια ευαισθησία για την άθλια κατάσταση που επικρατεί στις τουαλέτες του «κοινού», για την έλλειψη υγροσάπουνου, χαρτιού υγείας και απολυμαντικού (που είναι μέσο προστασίας από τον κοροναϊό). Ούτε έκανε τίποτα για την αποκατάσταση της βλάβης του κλιματισμού στις δύο αίθουσες, με αποτέλεσμα η κατάσταση να είναι αφόρητη. Τόσο αφόρητη που ήρθαν αστυνομικοί και μας ζήτησαν «να γράψουμε κάτι», γιατί δεν μπορούν να την αντέξουν.