Το στήσιμο σκευωριών από τους ομόλογους κύκλους των ελληνικών μητροπόλεων προσπάθησαν να μιμηθούν οι αδέξιοι και άπειροι επαρχιώτικοι κατασταλτικοί μηχανισμοί, με αποτέλεσμα… να σπάσουν παταγωδώς τα μούτρα τους.
Με μια ιστορική για τα δεδομένα της ήσυχης και υπερ-συντηρητικής επαρχιακής πόλης απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης χαρακτήρισε «απαράδεκτη» τη δίωξη των συντρόφων Παναγιώτη Μουσταφέλλου και Σταύρου Φωτεινόπουλου για τα γεγονότα στο νομαρχιακό μέγαρο Ξάνθης τον ταραγμένο Δεκέμβρη του 2008 και απάλλαξε από όλες τις κατηγορίες τους δύο φοιτητές και εργαζόμενους. Προηγήθηκαν σχεδόν δέκα ώρες –με τρία μακρά διαλείμματα– ακροαματικής διαδικασίας μέχρι να φτάσουμε λίγο μετά τις 20.00 το βράδυ στην έκδοση της απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποδέχτηκε αυτό που επί δυόμισι χρόνια υποστήριζαν εμπλεκόμενοι και τοπική κοινωνία: ότι οι διαμαρτυρίες ήταν δικαιολογημένες και εντός των πλαισίων της (αστικής) νομιμότητας και δεν συνέβη τίποτε αξιόποινο από πλευράς Ξανθιωτών, την ώρα που η Ελλάδα «καιγόταν» απ’ άκρου εις άκρο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, με μία πρόταση-κόλαφο της εισαγγελέως της έδρας, που αντιστρέφει το κατηγορητήριο, ζητήθηκε «να παραπεμφθεί ο συγκεκριμένος φάκελος για περαιτέρω προκαταρκτική έρευνα, ώστε να διαπιστωθεί ποιοι από τους αστυνομικούς διέπραξαν ποινικά αδικήματα σε βάρος των φοιτητών»!
Πολλές δεκάδες φοιτητές και αλληλέγγυοι κατέκλυσαν την αίθουσα του δικαστικού μεγάρου της Ξάνθης. Απέναντι στους εννιά αστυνομικούς υπαλλήλους και τον τότε αντινομάρχη που συνιστούσαν την ομάδα των μαρτύρων κατηγορίας, βρέθηκαν οι αυτόπτες μάρτυρες υπεράσπισης που προέρχονταν από τις κοινότητες των πανεπιστημιακών, νοσηλευτών, δημοσιογράφων, δικηγόρων, πολιτών, φοιτητών, ακόμη και νομαρχιακών υπαλλήλων που υποτίθεται ότι… κινδύνεψαν. Οι κατηγορούμενοι είχαν να αντιμετωπίσουν πέντε πλημμεληματικού χαρακτήρα αδικήματα: Διατάραξη κοινής ειρήνης, επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού και κατά συρροή, διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς, παράνομη οπλοφορία και παράνομη οπλοχρησία. Από την ακροαματική διαδικασία δεν στοιχειοθετήθηκε το παραμικρό από τα παραπάνω, έγινε επανειλημμένα λόγος για «στοχοποίηση» των γνωστών αγωνιστών φοιτητών-εργαζόμενων, ενώ το χρονικό των γεγονότων είναι γνωστό σχεδόν στο πανελλήνιο. Σ’ ένα υαλόφραχτο προθάλαμο, παρατάχτηκαν ομάδες αστυνομικών που αναίτια χτύπησαν ομάδα διαμαρτυρόμενων φοιτητών κατά την αποχώρησή της και ενώ δεν έγινε δεκτό το αίτημά της για συμβολική κατάληψη της νομαρχίας (κάτι που τις προηγούμενες μέρες είχε γίνει στο δημαρχείο και στον δημοτικό ραδιοσταθμό χωρίς καν περιφρούρηση από την αστυνομία…). Ενας δημοσιογράφος και τρεις φοιτητές βρέθηκαν ξαφνικά με «ανοιγμένα» κεφάλια, ενώ η αστυνομική βαρβαρότητα προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις ακόμη και φιλήσυχων περαστικών. Ακολούθως στήθηκε ένα έωλο και –κυρίως– αίολο κατηγορητήριο που δεν ήταν δυνατό ν’ αντέξει σε οποιαδήποτε σοβαρή διαδικασία, μέσα από διαδρομές και περιστατικά που δυστυχώς δεν χωράνε ν’ αναλυθούν στον περιορισμένο χώρο ενός ρεπορτάζ. Και λέμε «δυστυχώς» γιατί αρκούν για να προκαλέσουν γενική θυμηδία.
Στις αγορεύσεις τους, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων Δημήτρης Σαραφιανός και Αλέκα Ζορμπαλά ανέτεμναν και αποξήλωσαν μία προς μία τις κατηγορίες (πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς μέσα σε τόσες αντιφάσεις και καταθέσεις που υπογράφονται την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή από τους ίδιους υπαλλήλους! Και πολλά άλλα… απίθανα), κάνοντας λόγο για «δίκαιη μα εντός των ορίων οργή μετά από μια τέτοια δολοφονία». Οργή που ωστόσο στην Ξάνθη δεν μεταφράστηκε σε πράξεις λαϊκής αντιβίας, «την ώρα που τα παιδιά μας και η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας ήταν ανάστατη στους δρόμους», όπως σημειώθηκε.