Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ακόμη και για μας, που έχουμε παρακολουθήσει όλες σχεδόν τις σημαντικές πολιτικές δίκες της μεταπολίτευσης και γνωρίζαμε το υλικό της συγκεκριμένης υπόθεσης, περιείχε στοιχεία έκπληξης η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας για τους τρεις αγωνιστές του αντιεξουσιαστικού χώρου που ενεπλάκησαν στην υπόθεση των απαλλοτριωμένων ασπίδων των ΜΑΤ. Η καταδίκη του Γ. Καλαϊτζίδη σε ποινή φυλάκισης 21 μηνών για απλή οπλοκατοχή, του Π. Ασπιώτη σε φυλάκιση 8 μηνών για το ίδιο αδίκημα και η αθώωση του Π. Καρασαρίνη ισοδυναμεί με δικαίωσή τους, αν αναλογιστούμε το κατηγορητήριο με το οποίο παραπέμφθηκαν και τα όσα έγιναν στην περίπτωσή τους.
Το στοιχείο της έκπληξης δεν έχει να κάνει τόσο με την απόφαση όσο με την πλειοψηφία 6-1 που διαμορφώθηκε. Δηλαδή, πέρα από τους τέσσερις ενόρκους, που από την πρώτη στιγμή παρακολουθούσαν την υπόθεση με μεγάλη προσοχή και έδειχναν να «ρουφάνε» οτιδήποτε λεγόταν στη δίκη, την απόφαση ψήφισαν και οι δύο από τους τρεις τακτικούς δικαστές της σύνθεσης. Μειοψήφισε μόνο η πρόεδρος, που είχε δείξει από την αρχή ότι εκείνο που την ενδιέφερε δεν ήταν η αναζήτηση της αλήθειας αλλά πώς θα βγάλει λάδι τους συναδέλφους της που οδήγησαν τους «3» στη φυλακή και το εδώλιο.
Αυτή η υπόθεση κατασκευάστηκε κυρίως από τις δικαστικές και όχι από τις αστυνομικές αρχές. Το κατηγορητήριο με το οποίο έστειλε η Αστυνομία τους Καλαϊτζίδη και Καρασαρίνη (τους οποίους είχε συλλάβει να πετάνε σακούλες σκουπιδιών που είχαν μέσα κομμάτια από ΜΑΤάδικες ασπίδες) ήταν πολύ πιο ελαφρύ απ’ αυτό που κατασκεύασε η ανακρίτρια Μ. Κουτέρη, δικαστής από την εκλεκτή παρέα του πατρός Γιοσάκη (συμμετείχε στο ομαδικό ταξίδι που οργάνωσε ο περιβόητος ρασοφόρος στην Αλεξάνδρεια). Η κατασκευή αυτού του κατηγορητήριου συνοδεύτηκε στη συνέχεια με μια κατευθυνόμενη φιλολογία από τα γνωστά «παπαγαλάκια» της ΓΑΔΑ, που πήραν γραμμή να στηρίξουν το θεάρεστο έργο των δικαστικών αρχών, που έδειξαν στους ασφαλίτες πώς πρέπει να κατασκευάζονται τα κατηγορητήρια.
Τα πράγματα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Δημιουργήθηκαν ανύπαρκτες «τρομοκρατικές» οργανώσεις για να δικαστούν οι «3» με τον τρομονόμο. Κάποια πιστόλια που είχε ο Καλαϊτζίδης στο σπίτι του και τα οποία δεν είχαν χρησιμοποιηθεί πουθενά βαφτίστηκαν όπλα «τρομοκρατικής» οργάνωσης. Δυο επιθέσεις σε διμοιρίες ΜΑΤ (στη Χαρ. Τρικούπη και την Κάνιγγος) βαφτίστηκαν απόπειρες ανθρωποκτονιών κατά όλων των μπάτσων. Κάποια μπουκάλια μπίρας σε μια φωτογραφία (που έμοιαζαν με μολότοφ αλλά κανείς δεν ήξερε αν είχαν και βενζίνη) βαφτίστηκαν εκρηκτικά. Ετσι, κατασκευάστηκε ένα ογκωδέστατο κατηγορητήριο, που το ‘βλεπες και σ’ έπιανε σύγκρυο.
Ο αγώνας των υπερασπιστών και του κινήματος αλληλεγγύης ήταν δύσκολος, καθώς μάλιστα το δικαστικό σύστημα φρόντισε να σκορπίσει τους κατηγορούμενους σε τρεις διαφορετικές φυλακές. Οι Καρασαρίνης και Ασπιώτης έμειναν στη φυλακή 12 μήνες. Ο Καλαϊτζίδης 18 και μάλιστα λίγο πριν τη δίκη μεταφέρθηκε για τιμωρία στα Γιάννινα, γεγονός που δυσκόλεψε περισσότερο την επικοινωνία με την υπεράσπισή του. Κατορθώθηκε, όμως, κάτι σημαντικό σ’ αυτό το στάδιο.
Εφυγε από τη μέση ο τρομονόμος και η δίκη ορίστηκε να γίνει σε Μικτό Ορκωτό.
Εφυγε από τη μέση ο τρομονόμος και η δίκη ορίστηκε να γίνει σε Μικτό Ορκωτό.
Το δικαστικό σύστημα φρόντισε να βάλει και τα τελευταία εμπόδια. Ορισε τη δίκη μόλις ένα δεκαήμερο πριν την έναρξή της, δημιουργώντας νέα εμπόδια στην υπεράσπιση. Και μάλιστα μέσα στις γιορτές, για να έχει τη μικρότερη δυνατή δημοσιότητα. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο Πολύδωρας. Οχι μόνο με τις δηλώσεις του, αλλά και με τη δημιουργία ενός ασφυκτικού κλίματος αστυνομοκρατίας μέσα κι έξω από τη δικαστική αίθουσα. Και μόνο το γεγονός ότι αφαιρέθηκαν από την αίθουσα καθίσματα και τις μισές θέσεις τις έπιαναν από το πρωί ασφαλίτες αρκεί για να δώσει το μέτρο της τρομοκρατίας που ασκήθηκε. Τρομοκρατίας που είχε ως αποδέκτες και τους ενόρκους.
Γι’ αυτό και αξίζει έπαινος σ’ αυτούς τους ανθρώπους που δεν υπέκυψαν στην τρομοκρατία και τα μηνύματα που τους έστελνε η εξουσία, που δεν παρασύρθηκαν από ιδεολογικά κίνητρα και δεν έκριναν τους κατηγορούμενους με βάση τις ιδεολογικές και πολιτικές τους απόψεις (τις οποίες δεν έκρυψαν αλλά με υπερηφάνεια υπερασπίστηκαν στο δικαστήριο), αλλά έκριναν με βάση το αποδεικτικό υλικό που παρουσιάστηκε στη δίκη. Το μόνο αποδεικτικό υλικό ήταν τα όπλα, που ο Καλαϊτζίδης αποδέχτηκε ότι ήταν δικά του, και οι σφαίρες σε μια θυρίδα, που ήταν και στο όνομα του Ασπιώτη (αν και την ευθύνη ανέλαβε ο Καλαϊτζίδης, ενώ ο Ασπιώτης δήλωσε ότι δεν είχε σχέση). Είμαστε σίγουροι ότι οι ένορκοι είναι αυτοί που «τραβηξαν» και τους δυο τακτικούς δικαστές και νομίζουμε πως αυτό υπαινίσσεται και ο συνήγορος Κ. Παπαδάκης στη δήλωση που έκανε:
«Ο αγώνας της υπεράσπισης και του κινήματος συμπαράστασης των τριών κατηγορουμένων δικαιώθηκε πλήρως. Παρά την ασφυκτική παρουσία της αστυνομίας, η γενναία απόφαση του ΜΟΔ παρέβλεψε τις πιέσεις, οδήγησε στην κατάρρευση το διογκωμένο και διάτρητο κατηγορητήριο, ξεγύμνωσε και απονομιμοποίησε την προδικασία και αποτέλεσε ένα ισχυρό ράπισμα στην επιχείρηση ποινικοποίησης των κοινωνικών συγκρούσεων και την περιθωριοποίηση πολιτικών χώρων. Σε μία εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία αναβάθμισης της καταστολής, ο θεσμός των ενόρκων αναδείχθηκε ξανά ως ένα ισχυρό -έστω και τελευταίο- ανάχωμα στην επιχειρούμενη μετατροπή του μηχανισμού της δικαιοσύνης σε εκτελεστικό απόσπασμα αστυνομικών και δικαστικών σκευωριών».
Βέβαια, η κατάρρευση αυτής της σκευωρίας δεν προσφέρεται για πανηγύρια. Για προβληματισμό προσφέρεται. Γιατί τρεις άνθρωποι και το συγγενικό, φιλικό και συντροφικό τους περιβάλλον υπέστησαν τόση ταλαιπωρία. Ποιος θα ξεπληρώσει το 12μηνο φυλάκισης του Καρασαρίνη και το 4μηνο πάνω από την ποινή του Ασπιώτη; Θα προβληματίσει άραγε εκείνους που έβγαλαν την ουρά τους έξω απ’ αυτή την υπόθεση και εκείνους που λάκισαν στο τέλος;