Ενα φιλόδοξο σχέδιο, η συγκρότηση ενός κινήματος αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους με πανελλαδικό συντονισμό, παίρνει σήμερα και αύριο σάρκα και οστά, με την πραγματοποίηση της πρώτης πανελλαδικής συνέλευσης συλλογικοτήτων και ατόμων που δραστηριοποιήθηκαν στο κίνημα αλληλεγγύης την τελευταία διετία. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων πόσα βήματα θα καταφέρει να κάνει αυτή η πανελλαδική συνάντηση, σαν πρώτη προσπάθεια, όμως, είναι οπωσδήποτε σημαντική. Ακόμα και αν δεν καταφέρει να δώσει τις πρώτες αποκρυσταλλώσεις, θα μπορέσει να λειτουργήσει ως προπαρασκευαστική μιας επόμενης πανελλαδικής συνέλευσης που θα είναι πιο ώριμη να δώσει τις αποκρυσταλλώσεις που τόσο χρειάζεται σήμερα το κίνημα αλληλεγγύης.
Το κείμενο που ακολουθεί συμπυκνώνει κάποιες απόψεις-προτάσεις προς το κίνημα αλληλεγγύης, τις οποίες η «Κ» καταθέτει όλο αυτό το διάστημα, συμμετέχοντας ανελλιπώς στις διαδικασίες του κινήματος.
Ενα πολιτικό κίνημα
Για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο και τη χούντα έχουμε στην Ελλάδα πολιτικούς κρατούμενους μακράς πνοής. Πολιτικούς κρατούμενους καταδικασμένους για επαναστατική δράση, η οποία πήρε τη μορφή των βίαιων-ένοπλων ενεργειών ενάντια στο καθεστώς και τα στηρίγματά του. Αυτή η πραγματικότητα αιφνιδίασε αρχικά το κίνημα αλληλεγγύης, γιατί το έθεσε μπροστά σε νέα, πιο σύνθετα καθήκοντα απ’ αυτά που είχε συνηθίσει να φέρνει σε πέρας μέχρι τώρα.
Μέχρι τώρα το κίνημα αλληλεγγύης είχε συνηθίσει να αγωνίζεται ενάντια σε σκευωρίες και να απαιτεί την αποφυλάκιση και την αθώωση αγωνιστών που αποτελούσαν τα εξιλαστήρια θύματα για την παραγωγή «αντιτρομοκρατικού» έργου. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις που το κίνημα αλληλεγγύης βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπιστεί αγωνιστές που αναλάμβαναν την ευθύνη βίαιης αντικρατικής δράσης. Και πάλι ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις, που δεν μπορούν να συγκριθούν με τις μαζικές συλλήψεις ανθρώπων που παρουσιάστηκαν ως μέλη (μάλλον ως τα μέλη) των δυο μακροβιότερων οργανώσεων του ένοπλου στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, της ΕΟ17Ν και του ΕΛΑ.
Το να υπερασπίζεσαι αγωνιστές που φωνάζουν ότι είναι αθώοι και θύματα σκευωρίας είναι πολιτικά εύκολο, όσες δυσκολίες και αν παρουσιάζει στον τομέα της αντιμετώπισης της αστυνομικοδικαστικής καταστολής (υπήρξαν πάντοτε τέτοιες δυσκολίες, με κορυφαίες τις δίκες των Γ. Μπαλάφα και Α. Λεσπέρογλου). Το να υπερασπίζεσαι κατηγορούμενους ως μέλη της 17Ν και του ΕΛΑ, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, όπου σε παγκόσμιο επίπεδο κυριαρχεί το δόγμα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» είναι πολιτικά δύσκολο. Γιατί στην περίπτωση αυτή πρέπει να ανοίξεις μέτωπο με το κυρίαρχο δόγμα της αστικής κοινωνίας.
Αν για να υπερασπιστείς κάποιον που δηλώνει αθώος και υπερασπίζεται την αθωότητά του ενάντια στους μηχανισμούς καταστολής είναι αρκετό ένα κίνημα υπεράσπισης των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων, στο οποίο μπορεί να προσελκυστούν (για τους δικούς τους λόγους) ακόμα και δυνάμεις της αστικής πολιτικής διαχείρισης και των θεσμών του συστήματος, για να υπερασπιστείς κάποιον που αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής του στη 17Ν ή τον ΕΛΑ, οργανώσεις εμβληματικές για την αστική εξουσία, χρειάζεται να πας πέρα από την υπεράσπιση των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων. Χρειάζεται η διαμόρφωση ενός πολιτικού κινήματος με ανατρεπτικά χαρακτηριστικά, που θα θέσει επί τάπητος την πολιτική ουσία του ζητήματος και πάνω σ’ αυτή θα επιδιώξει να δημιουργήσει όχι τόσο πολιτικές όσο κοινωνικές πολώσεις.
Περιθώρια αστικοδημοκρατικής-νομικής υπεράσπισης υπάρχουν, βέβαια, πολλά, καθόσον οι συλλήψεις, οι προανακρίσεις και ανακρίσεις και οι δίκες έγιναν σε συνθήκες «έκτακτης ανάγκης», που θύμιζαν έντονα καθεστώς εμφυλίου πολέμου. Ομως, στην προκειμένη περίπτωση, κάθε νομική υπεράσπιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, ειδικά για εκείνους τους αγωνιστές που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους στις οργανώσεις του ένοπλου. Γιατί εκ των πραγμάτων οι δίκες αποκτούν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα, καθώς οι αγωνιστές αυτοί μετατρέπονται σε κατήγορους του συστήματος, υπερασπίζοντας τις πολιτικές επιλογές τους. Είναι τέτοια η σφοδρότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης που οι νομικές πτυχές της υπόθεσης υποβαθμίζονται.
Υπάρχουν, βέβαια, και άνθρωποι που διακηρύσσουν την αθωότητά τους και καταγγέλλουν ότι αποτελούν θύματα σκευωρίας. Στις περιπτώσεις τους πρέπει να είναι ενισχυμένα τα χαρακτηριστικά της νομικής υπεράσπισης, όμως και πάλι το πολιτικό στοιχείο είναι κυρίαρχο, πρώτο γιατί το καθιστά κυρίαρχο το κράτος, δεύτερο γιατί πρέπει να αποκαλυφτούν οι πολιτικές σκοπιμότητες της εμπλοκής τους και τρίτο γιατί είναι τόσο ισχυρό το πολιτικό στοιχείο σ’ αυτές τις υποθέσεις που κάθε προσπάθεια παράκαμψής του οδηγεί σε λάθος υπερασπιστική τακτική.
Το κίνημα αλληλεγγύης, λοιπόν, οφείλει πρώτα και κύρια να αναβαθμίσει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά σε τρόπο που να αντιστοιχίζονται με το πολιτικό πρόβλημα που η ίδια η αστική εξουσία έχει θέσει. Οφείλει να καταγγείλει και να αντιπαλέψει την τρομοϋστερία, το κυνήγι μαγισσών και την κατασκευή ενόχων και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί τους «ενόχους» της υπόθεσης, εκείνους που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη και υφίστανται τις συνέπειες αυτής τους της στάσης.
Υπάρχει βέβαια μια μειοψηφία (ευτυχώς ισχνή, ισχνότατη) που έχει επιλέξει το δρόμο της υπεράσπισης των αθώων και μόνο, αναζητώντας ερείσματα στην αστική κοινωνία. Εχουν τραβήξει το δρόμο τους και έχουν μόνοι τους αυτοαποβληθεί από το κίνημα αλληλεγγύης, ταλαιπωρώντας το μόνο από καιρού εις καιρόν με κακοήθειες, κατινιές και άφθονη λάσπη. Η περίπτωσή τους δεν πρέπει να απασχολεί το κίνημα αλληλεγγύης, παρά μόνο όταν πρέπει να απαντήσει αμυνόμενο. Το καραβάνι πρέπει να τραβήξει μπροστά, αφήνοντας πίσω του τα σκυλιά να αλυχτάνε.
Κοινωνική γείωση
Τί σημαίνει στέκομαι αλληλέγγυος σε εκείνους που έχουν αναλάβει πολιτική ευθύνη; Μήπως ότι ζητάω γι’ αυτούς «δίκαιη δίκη»; Κάτι τέτοιο θα ακουγόταν ως ιστορικό ανέκδοτο. Δίκαιη δίκη θα κάνει το σύστημα εναντίον τους, τιμωρώντας τους γι’ αυτό που είναι. Μήπως ότι ζητάω επιείκεια από το αστικό κράτος; Αυτό δεν το ζητούν οι ίδιοι και κάθε τέτοια σκέψη θα ήταν τεράστια προσβολή στην προσωπικότητα και το επαναστατικό τους ήθος. Μήπως ότι περιορίζομαι στο αίτημα για ανθρώπινες συνθήκες κράτησης; Αυτό θα ταίριαζε σε ένα φιλανθρωπικό σωματείο και όχι σε ένα πολιτικό κίνημα αλληλεγγύης.
Στέκομαι αλληλέγγυος σε αγωνιστές που ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στο ένοπλο κίνημα της μεταπολίτευσης σημαίνει ότι απαιτώ να δοθεί πολιτική λύση στο πρόβλημα. Οπως, χάρη στον αγώνα του ελληνικού λαού, δόθηκε πολιτική λύση στο ζήτημα των πολιτικών κρατούμενων του εμφύλιου. Μέσα σε μια σχετικά μακρά πορεία, με δόσεις, με υπαναχωρήσεις, αλλά πάντως δόθηκε πολιτική λύση και μάλιστα σε μια εποχή ταραγμένη. Είχε υπάρξει, όμως, και τότε ένα πλατύ κίνημα αλληλεγγύης, τροφοδοτούμενο από την Αριστερά και αναπτυσσόμενο ακόμα και μέσα στον αστοφιλελεύθερο κόσμο. Ενα κίνημα που είχε ως κεντρικό αίτημά του την αμνηστία, όχι ως ικεσία προς το αστικό κράτος, αλλά ως πολιτική διεκδίκηση. Οι πολιτικοί κρατούμενοι βγήκαν από τις φυλακές και τις εξορίες όχι ως ικέτες, όχι ως δηλωσίες, αλλά με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να αποκηρύξουν τις ιδέες και την πολιτική τους δράση. Μπορεί το κράτος να βάφτιζε τις διάφορες ομαδικές αποφυλακίσεις πότε «μέτρα επιείκειας» και πότε «μέτρα αποσυμφόρησης των φυλακών», διότι δεν ήθελε να μιλήσει για αμνηστία και να αναγνωρίσει τον πολιτικό χαρακτήρα των διώξεων, όμως όλος ο κόσμος ήξερε πως πρόκειται για αμνηστία. Η χούντα, πάντως, μίλησε για αμνηστία και άδειασε τις φυλακές και τα ξερονήσια από τους πολιτικούς κρατούμενους το 1972.
Αυτόν τον δρόμο πρέπει να ακολουθήσει και το δικό μας κίνημα αλληλεγγύης, όταν ολοκληρωθούν οι δίκες και σε δεύτερο βαθμό. Το δρόμο της ανάδειξης του πολιτικού χαρακτήρα της υπόθεσης και της διεκδίκησης πολιτικής λύσης, δηλαδή αμνηστίας. Αυτή την πρακτική σημασία πρέπει να έχει το σύνθημα «λευτεριά στους πολιτικούς κρατούμενους». Αλλιώς θα παραμείνει ένα σύνθημα αόριστο, που θα παραπέμπει στη μελλοντική αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Ενώ το πολιτικό αίτημα της αμνηστίας δεν παραπέμπει στο αόριστο μέλλον, δεν βγαίνει έξω από τα όρια του υπάρχοντος συστήματος. Είναι μια πολιτική λύση του «σήμερα», που απαιτεί αλλαγή πολιτικών συσχετισμών, αλλαγή του πολιτικού κλίματος.
Πρέπει, με άλλα λόγια, να τοποθετηθεί το ζήτημα στις ιστορικές του διαστάσεις. Ποια ήταν η μεταπολίτευση, ποια τα κοινωνικά προτάγματα, ποιο στρατόπεδο υπηρέτησαν οι οργανώσεις του ένοπλου κ.λπ. κ.λπ. Πρέπει η αστική τάξη και το κράτος τους να βρεθούν στη θέση του κατηγορούμενου. Να αντιστραφεί το σημερινό καταθλιπτικό σκηνικό, που ηγεμονεύει η τρομοϋστερία, και να τεθούν όλες οι πλευρές στις σωστές τους διαστάσεις, για να αρχίζουν βαθμιαία να αλλάζουν οι σημερινοί συσχετισμοί.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό είναι ένα δύσκολο καθήκον, που το κάνει πιο δύσκολο η ίδια η αδυναμία του κινήματος αλληλεγγύης, το οποίο δεν έχει μάθει να κινείται σε τέτοιες σφαίρες, δεν έχει μάθει να αναπτύσσει το ιδεολογικό του μέτωπο, ακόμα εξακολουθεί να ομφαλοσκοπεί και να συμπεριφέρεται αυτιστικά, δεν έχει μάθει να ξανοίγεται στην κοινωνία και να χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, πέρα από τον παραδοσιακό (και πάντα χρήσιμο) ακτιβισμό. Πρέπει, όμως, να πούμε ότι στον ελληνικό λαό υπάρχει έδαφος εύφορο. Μόνο που έχει καλυφθεί από τη λάσπη του καλοκαιριού του 2002, τότε που το κράτος κατάφερε να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να κερδίσει την ιδεολογική υπεροχή. Ουδέποτε ο ελληνικός λαός είδε εχθρικά τις οργανώσεις του ένοπλου. Ουδέποτε αισθάνθηκε απειλούμενος από τη δράση τους. Αντίθετα, τις είδε ως το τιμωρητικό του χέρι, τις αντιμετώπισε μεσσιανικά, «ανέθεσε» σ’ αυτές εκείνα που δεν μπορούσε να «αναθέσει» στα αστικά κόμματα και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτό το εύφορο έδαφος πρέπει να βγει και πάλι στην επιφάνεια και να καλλιεργηθεί στις νέες συνθήκες, με βάση τις πολιτικές ανάγκες της περιόδου που διανύουμε.
Ο ελληνικός λαός πρέπει να επανοικοιοποιηθεί μια υπόθεση που είναι δική του και το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει νε γειωθεί μέσα στον ελληνικό λαό, μέσα στην εργαζόμενη κοινωνία και τη νεολαία της. Πρέπει από ένα άθροισμα ομάδων ακτιβισμού να γίνει ένα κοινωνικό-πολιτικό κίνημα. Είναι ο μόνος τρόπος για να αναδειχτεί το πρόβλημα των πολιτικών κρατούμενων ως πρόβλημα συγκεκριμένων ιστορικών διαστάσεων, με συντεταγμένες κοινωνικές και πολιτικές, και όχι ως πρόβλημα μιας ορισμένου τύπου ποινικής παραβατικότητας, όπως θέλει να το παρουσιάσει η αστική εξουσία.
Τακτική
Αυτή η στρατηγική του κινήματος αλληλεγγύης απαιτεί μια τακτική που να τη στηρίζει. Μια τακτική που θα καθορίζει τα επιμέρους βήματα και θα οικοδομεί τις συμμαχίες. Συμμαχίες σε βάθος χρόνου και συμμαχίες πρόσκαιρες.
Μπορεί το κίνημα αλληλεγγύης να «ποντάρει» σε συμμαχίες με οργανωμένες αστικές δυνάμεις; Αν θέλουμε να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, θα απαντήσουμε κατηγορηματικά όχι. Αν θέλουμε απλώς να παίζουμε παραγοντίστικα παιχνίδια, θα απαντήσουμε ναι και θ’ αρχίσουμε να αναλωνόμαστε σε επαφές, αλισβερίσια και ανούσιες «ζυμώσεις» με την αριστερά του αστικού πολιτικού φάσματος. Ο τρόπος με τον οποίο η καθεστωτική Αριστερά και το μεγαλύτερο κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αντιμετώπισαν την τρομοϋστερία της τελευταίας διετίας, τις συλλήψεις, το σάρωμα των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων, τους τρομονόμους και τα έκτακτα στρατοδικεία, που αποτέλεσαν την έμπρακτη εφαρμογή τους είναι χαρακτηριστικός. Ακόμα πιο χαρακτηριστική, όμως, είναι η συμμετοχή αυτής της ντροπιασμένης Αριστεράς στην ιδεολογική εκστρατεία απαξίωσης όχι μόνο των συγκεκριμένων οργανώσεων, αλλά γενικότερα της επαναστατικής βίας. Ουσιαστικά στοιχήθηκαν πίσω από την κυρίαρχη αστική γραμμή, «ξεχνώντας» να τραβήξουν τη διαχωριστική γραμμή που πάντα χώριζε και χωρίζει τις πολιτικές δυνάμεις στον κοινωνικό πόλεμο που μαίνεται αδιάκοπα.
Δεν μπορεί, λοιπόν, να ελπίζουμε σε τίποτα περισσότερο απ’ αυτές τις δυνάμεις, εκτός από τη συμμετοχή τους σε επιμέρους μέτωπα του κινήματος αλληλεγγύης, όπως είναι αυτό της κατάργησης των συνθηκών κράτησης ή της τήρησης κάποιων κανόνων της αστικής νομιμότητας σε σχέση με τις δίκες που θα ακολουθήσουν. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι ακόμα και σ’ αυτά τα μέτωπα η συμμετοχή τους είναι υποκριτική, αναιμική, πολύ κάτω από τις περιστάσεις και έρχεται πάντα στο τέλος, όταν ήδη έχει ανοιχτεί το μέτωπο, έχει πάρει διαστάσεις το ζήτημα και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Αποφασιστικό και πολύ περισσότερο πρωτοβουλιακό χαρακτήρα ουδέποτε είχε η παρέμβασή τους. Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμα υποθέσουμε ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε μια βοηθητική στάση τους στο μέλλον, όταν αισθανθούν ότι η πίεση από το κυρίαρχο κλίμα έχει χαλαρώσει, αυτό θα γίνει μόνο όταν δεχτούν ισχυρή πίεση από ένα ρωμαλαίο κίνημα αλληλεγγύης, με το οποίο θα θελήσουν να σπεκουλάρουν πολιτικά. Δεν έχουμε κανένα λόγο να αρνηθούμε τον επικουρικό τους ρόλο, αν και όταν εκδηλώσουν τέτοια διάθεση, θα ήταν όμως λάθος να τρέχουμε πίσω τους, προσπαθώντας να τους πείσουμε ότι κάνουν λάθος.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα σε μια μερίδα της διανόησης, η οποία μπορεί να έχει λουφάξει τρομαγμένη, υπάρχουν όμως άνθρωποι που μπορούν τουλάχιστον να υπερασπιστούν ορισμένα αυτονόητα, όπως τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης των οργανώσεων του ένοπλου και, επομένως, την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου εκείνων που κατηγορούνται για συμμετοχή σ’ αυτές. Μ’ αυτό το κομμάτι της διανόησης το κίνημα αλληλεγγύης μπορεί και πρέπει να «δουλέψει», να αναπτύξει επαφές, να οργανώσει εκδηλώσεις, σεβόμενο πάντα την αυτονομία της και τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας των ανθρώπων.
Το μεγάλο βάρος, όμως, πρέπει να πέσει στη δουλειά μέσα στην εργαζόμενη κοινωνία και τη νεολαία της. Εκεί που μέχρι τώρα έχει γίνει ελάχιστη δουλειά. ‘Η, για να ακριβολογούμε, έχει γίνει δουλειά από σπόντα. Ο,τι μηνύματα πέρασαν από τις ακτιβιστικού τύπου εκδηλώσεις του κινήματος αλληλεγγύης. Συστηματική δουλειά δεν έγινε και είναι αυτό το κενό που πρέπει να αρχίσει να κλείνει από δω και πέρα. Οταν αναφερόμαστε στην εργαζόμενη κοινωνία και τη νεολαία της δεν εννοούμε, βέβαια, τους θεσμούς της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Εννοούμε τον απλό κόσμο, με τα μύρια όσα προβλήματα, τον οποίο πρέπει να τον βρούμε εκεί που εργάζεται και σπουδάζει, να συζητήσουμε μαζί του, να τον ενημερώσουμε, να αγγίξουμε τις ευαίσθητες χορδές του, να αντλήσουμε δυνάμεις για το κίνημα αλληλεγγύης. Πρόκειται για μια δουλειά που πρέπει να αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου, με τη χρήση των «κλασικών» μεθόδων ζύμωσης, αλλά και με φαντασία και πρωτοτυπία.
Για να γίνει αυτή η δουλειά, το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να διαμορφώσει έναν συνεκτικό πολιτικό λόγο και να κατορθώσει να κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις του συντονισμένα, γιατί μόνο έτσι μπορούν να ξεπεραστούν τα εμπόδια που βάζει ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων.
Αμεσα μέτωπα πάλης
Αν η προετοιμασία της μεγάλης μάχης για την ανάδειξη του αιτήματος της πολιτικής λύσης, της αμνηστίας, πρέπει από τώρα να απασχολήσει το κίνημα αλληλεγγύης, για να προετοιμαστεί όσο γίνεται καλύτερα για έναν αγώνα μακρόχρονο και σκληρό, υπάρχουν ορισμένα μέτωπα πάλης που απαιτούν άμεση κινητοποίηση. Οι επερχόμενες δίκες, οι συνθήκες κράτησης και η αποφυλάκιση των πολιτικών κρατούμενων με προβλήματα υγείας συνιστούν ένα τρίπτυχο που θα απασχολήσει το κίνημα αλληλεγγύης μέσα στο 2005.
Το Φλεβάρη έχουμε τη δεύτερη δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ, με κατηγορούμενους τους Τσιγαρίδα, Αγαπίου, Κανά, Αθανασάκη, Κασίμη (παρά την τελεσίδικη αθώωσή του στην πρώτη δίκη) και με την προσθήκη του Γιάννη Σερίφη. Η υπόθεση του Γ. Σερίφη είναι εντελώς ξεχωριστή από των υπολοίπων, παρουσιάζοντας μεγάλες ομοιότητες με την υπόθεση του Μ. Κασίμη που, όπως είναι γνωστό, αθωώθηκε ομόφωνα στην προηγούμενη δίκη. Ενας στημένος ψευδομάρτυρας, που τον διαψεύδουν ακόμα και οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής, με καταθέσεις που η μία διαψεύδει την άλλη, οδηγεί στο εδώλιο τον αγωνιστή εργάτη ως μέλος αυτή τη φορά του ΕΛΑ (για την κατηγορία του μέλους της 17Ν έχει αθωωθεί, αλλά θα ξαναδικαστεί, επέιδή ο εισαγγελέας Λάμπρου έκανε έφεση στην… πρότασή του). Για τους Τσιγαρίδα, Αγαπίου, Κανά, Αθανασάκη υπάρχει ήδη η καταδίκη στη βάση της ναζιστικής αρχής της συλλογικής ευθύνης, χωρίς κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, η οποία θα επιδιωχτεί να λειτουργήσει σαν πιλότος και σ’ αυτή τη δίκη.
Το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να παρέμβει άμεσα (τα χρονικά περιθώρια είναι μικρά), αναδεικνύοντας όλα τα ζητήματα που αφορούν αυτή την υπόθεση. Και σε σχέση με τον Γιάννη Σερίφη και σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι γύρω απ’ αυτή την υπόθεση υπάρχει ένα καλύτερο κλίμα (σε σχέση μ’ αυτό που υπήρχε όταν δικαζόταν η υπόθεση της 17Ν) και το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να το εκμεταλλευτεί. Είναι μια μάχη που μπορεί και πρέπει να δοθεί με πολύ καλύτερους όρους σε σχέση με την προηγούμενη.
Το εφετείο για την υπόθεση της 17Ν θα ξεκινήσει το Δεκέμβρη του 2005. Μπορεί να φαίνεται μεγάλο το χρονικό διάστημα, όμως δεν είναι αν αναλογιστούμε τη σοβαρότητα της υπόθεσης και τους μήνες που θα «χαθούν» με τη δεύτερη δίκη για τον ΕΛΑ. Το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να δώσει με καλύτερους όρους αυτή τη μάχη, σε στενή συνεργασία με τους κατηγορούμενους και τους νομικούς τους παραστάτες. Πρόκειται για μάχη εξόχως πολιτική και όχι νομική. Μόνο αν αναδειχτεί ο πολιτικός χαρακτήρας της υπόθεσης μπορεί να δοθεί με τους καλύτερους όρους και η νομική μάχη, ειδικά εκείνων που καταγγέλλουν ότι αποτελούν θύματα μιας ακόμα «αντιτρομοκρατικής» σκευωρίας. Το ζήτημα του «πολιτικού εγκλήματος» πρέπει να κυριαρχήσει. Ακόμα και αν δεν κερδηθεί η μάχη σ’ αυτό το πεδίο και η υπόθεση δικαστεί και πάλι από ειδικό τρομοδικείο και όχι από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, η ανάδειξή του ως κομβικού στοιχείου αυτής της υπόθεσης θα θέσει σημαντικές παρακαταθήκες για τον μετά το εφετείο αγώνα για πολιτική λύση – αμνήστευση των πολιτικών κρατούμενων.
Το ζήτημα του ειδικού καθεστώτος κράτησης δεν μπορεί να είναι κυρίαρχο αυτή την περίοδο. Οχι γιατί έπαψε να υφίσταται, αλλά γιατί αποτελεί παράγωγο της ειδικής αντιμετώπισης των συγκεκριμένων κρατούμενων. Αν γίνει κυρίαρχο το ζήτημα του ειδικού καθεστώτος κράτησης, το κίνημα αλληλεγγύης θα διολισθήσει -παρά την πρόθεσή του- σε μια κατάσταση αποδοχής των δικών και των καταδικών, βάζοντας έτσι σε δεύτερη μοίρα το αίτημα της αμνηστίας. Βέβαια, το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να είναι έτοιμο να απαντήσει σε κάθε πρόκληση του κράτους (χειροτέρευση του ειδικού καθεστώτος κράτησης, μεταφορά στη Λάρισα κ.λπ.). Ολες τις εποχές σε όλες τις χώρες που υπήρξαν πολιτικοί κρατούμενοι αίτημα των ίδιων και των κινημάτων αλληλεγγύης ήταν να κρατούνται όλοι μαζί, για να μπορούν να σχηματίζουν τις κολλεκτίβες τους. Αυτό το αίτημα πρέπει να τεθεί και τώρα για τους συγκεκριμένους πολιτικούς κρατούμενους.
Πολιτικός συντονισμός
Στο διάστημα που πέρασε από τον αιφνιδιασμό του καλοκαιριού του 2002, το κίνημα αλληλεγγύης έδωσε μια άνιση μάχη. Κατάφερε αρκετά πράγματα, με πιο σημαντικό την ίδια τη συγκρότησή του ως κίνημα. Ο απολογισμός είναι σίγουρα θετικός, όμως δεν επιτρέπεται καμιά αυτοϊκανοποίηση, γιατί το κίνημα αυτό βρίσκεται ακόμα πολύ πίσω σε σχέση με τα καθήκοντα που η ίδια η συγκυρία του θέτει.
Εκείνο που προέχει σήμερα είναι η παραπέρα πολιτικοποίηση αυτού του κινήματος και ο συντονισμός του σε πανελλαδικό επίπεδο, έτσι ώστε όλες οι συνιστώσες του να «εκπέμπουν» στο ίδιο μήκος κύματος και να κινητοποιούνται από κοινού και όχι αυθόρμητα και αποσπασματικά. Ποια είναι, λοιπόν, η καλύτερη μορφή πολιτικού συντονισμού;
Το κίνημα αυτό εκ των πραγμάτων είναι και θα παραμείνει ένα πολυτασικό κίνημα, αποτελούμενο από συλλογικότητες και άτομα με διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες. Κάθε προσπάθεια να παραβιαστεί αυτή η πολυτασικότητα και να επιτευχθεί ιδεολογικοπολιτική ομογενοποίηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και το μόνο που θα πετύχει θα είναι μια σημαντική υποχώρηση του κινήματος αλληλεγγύης πίσω απ’ αυτά που έχει ήδη κατακτήσει στα δυο χρόνια της ύπαρξής του. Το ίδιο καταδικασμένη είναι και κάθε προσπάθεια μετατροπής του σε συντονιστικό κάποιων οργανωμένων συλλογικοτήτων που δρουν στο εσωτερικό του. Θα έχει τα ίδια διαλυτικά αποτελέσματα.
Η εμπειρία που κατακτήθηκε από τη λειτουργία των Κινήσεων Αλληλεγγύης στη διάρκεια της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατούμενων δείχνει ότι η συνελευσιακή λειτουργία είναι αυτή που επιτρέπει στο κίνημα αλληλεγγύης να συσπειρώνει το μέγιστο των δυνάμεών του και να εξασφαλίζει πλούτο ιδεών και μαζικότητα στη δράση του. Φυσικά, ένας πανελλαδικός συντονισμός εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια διαρκή συνέλευση, αλλά σε περιοδικές συνελεύσεις. Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας μπορεί και πρέπει να λειτουργήσουν ομάδες εργασίας για διάφορα επιμέρους θέματα και ένα συντονιστικό όργανο, με ανοιχτή λειτουργία, το οποίο θα εκπροσωπεί το κίνημα αλληλεγγύης στα μεσοδιαστήματα των γενικών συνελεύσεων. Η λειτουργία αυτού του συντονιστικού οργάνου είναι κρίσιμο ζήτημα και απ’ αυτή θα εξαρτηθεί η ανάπτυξη της πολιτικής εμπιστοσύνης. Το όργανο αυτό πρέπει να λειτουργεί με βάση τις κατευθύνσεις των πανελλαδικών συνελεύσεων και όχι ξεπερνώντας τες. Υπάρχει η δυνατότητα γρήγορης συνεννόησης σε περιπτώσεις που κάτι πρέπει να βγει γρήγορα προς τα έξω, χωρίς γραφειοκρατικές αγγυλώσεις, καπελώματα και «παρανοήσεις». Αυτό είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης.