Η φωνή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ακούγεται βαριά, ασθμαίνουσα. Στα 82 του χρόνια, με τα πνευμόνια κατεστραμμένα από τη φυματίωση που «άρπαξε» στην εξορία, ο Γιάννης Μακρυγιάννης θέλει να μιλήσει για την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Οργίζεται που είναι αναγκασμένος να μένει σ’ ένα σπιτάκι έξω από την Πρέβεζα για να προστατευτεί από τον κοροναϊό. «Ας μπορούσα να κυκλοφορήσω ελεύθερα στην Πρέβεζα και στην περιοχή κι ήξερα εγώ τι πρέπει να κάνω. Και υπογραφές θα μάζευα και επιτροπή αλληλεγγύης θα έστηνα», λέει με πίκρα. «Αλλά δεν μπορώ να μείνω σιωπηλός. Να πείτε στον Κουφοντίνα συγχαρητήρια και ότι τον ζηλεύω για τη συνέπειά του. Μου θυμίζει τους αγώνες που δώσαμε εμείς στις φυλακές και τις εξορίες».
Τον ρωτάμε για τις δικές του «περιπέτειες» την περίοδο της χούντας. «Εκανα παραθέριση σε όλα τα νησιά», λέει με το χαρακτηριστικό πρεβεζάνικο χιούμορ. «Ξεκίνησα από τις φυλακές της Κέρκυρας, μετά Γιούρα, μετά Λακκί, μετά στον Ορωπό. Μας πήγαν στον Ορωπό γιατί εκεί κοντά ήταν η ΕΣΑ και θα μας έστρωνε, μας φοβέριζαν. Ομως εμείς ήμασταν αγωνιστές της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εμείς οι λίγοι, οι “κινέζοι“ όπως μας έλεγαν, επιβάλαμε την άποψή μας για το πώς πρέπει να μας αντιμετωπίζουν ως πολιτικούς κρατούμενους. Ετσι, από τον Ορωπό μας πήγαν ξανά στα Γιούρα, μετά ξανά στο Λακκί και τέλος στο Παρθένι, απ’ όπου απολύθηκα τον Απρίλη του 1971. Ημουν ο τελευταίος εξόριστος από τη Δυτική Ελλάδα. Τέσσερα χρόνια εξόριστος, αν και φυματικός».
Του αναφέρουμε δημοσιογράφους που καλούν τον Κουφοντίνα να ζητήσει συγγνώμη. «Αυτοί είναι η ντροπή της Ελλάδας» απαντά. «Είναι οι ίδιοι που στη χούντα ήξεραν να γράφουν μόνο Παπαδόπουλος, Παττακός και Λαδάς κι όταν έπεσε η χούντα παρίσταναν τους δημοκράτες. Ο Τύπος είναι χειραγωγήσιμος. Ολοι αυτοί κάπου αποβλέπουν.
Καλά κάνει και δε ζητάει συγγνώμη ο Κουφοντίνας. Δήλωση μετανοίας εμείς δεν κάνουμε. Για τι πράγμα να μετανιώσουμε; Εμείς δεν αγωνιστήκαμε για τον εαυτό μας. Για τον εαυτό μας μόνο ταλαιπώρια πήραμε και ζημιά οικονομική. Εμείς αγωνιζόμαστε για όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό και από την εποχή της Κατοχής μέχρι σήμερα θέλουν να μας εξαφανίσουν από προσώπου Γης εμάς τους αριστερούς. Να μας εξαλείψουν σαν οντότητες, να μας ξεφτιλίσουν σαν προσωπικότητες, να μας τσακίσουν την τιμή και την αξιοπρέπεια.
Μιλάνε αυτοί ενάντια στη βία! Κάνουν και τίποτ’ άλλο από το να ασκούν συνεχώς βία πάνω μας; Εχω εγώ τα ίδια δικαιώματα με τον τελευταίο χωροφύλακα;».
Η συζήτηση πρέπει να τερματιστεί, γιατί ο σύντροφος Γιάννης, με την «κληρονομιά» της εξορίας, τα κατεστραμμένα πνευμόνια, δυσκολεύεται πια να μιλήσει. Του ζητάμε την τελευταία λέξη. «Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος», απαντά.